Η ανοχή της κυβέρνησης στο «διαρκές έγκλημα» του ποδοσφαίρου είναι πια συνενοχή
Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Το «δεν με αφορά το ποδόσφαιρο» της κυβέρνησης δεν πείθει κανένα πλέον.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήθηκε με τον Γρηγόρη Δημητριάδη. Η συνάντηση φαινομενικά ιδιωτική περιλάμβανε και φωτογραφία που «επιμελώς» έφτασε στα ΜΜΕ. Σημειώνω εδώ ότι λόγω των μέτρων ασφαλείας που λαμβάνονται κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει «τυχαία» μια φωτογραφία του πρωθυπουργού.
Ασφαλές λοιπόν το συμπέρασμα ότι η φωτογραφία μοιράστηκε με σπουδή και επιμέλεια στα ΜΜΕ ώστε να βγει στη δημοσιότητα με απώτερο σκοπό να σταλεί ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα.
Το σύστημα εξουσίας που συνηθίσαμε, αυτό που εγκαταστάθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου το 2019 μπορεί να πέρασε έναν κραδασμό με τη δημοσιοποίηση του σκανδάλου για τον μηχανισμό των υποκλοπών που είχε στήσει, αλλά δεν έπαψε να υπάρχει.
Και ακριβώς επειδή είναι «σύστημα εξουσίας» και όχι απλώς πολιτικό κέντρο, ξέρει πολύ καλά τι συμβαίνει σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής και έχει απλώσει πλοκάμια.
Και γνωρίζει, και είναι σαφές πως κάνει και επιλογές.
Αυτό ισχύει και για το ποδόσφαιρο. Γιατί παρότι πολλές φορές το κυβερνητικό κέντρο προσπάθησε να δώσει την εντύπωση ότι «δεν θέλει να ανακατευτεί», στην πραγματικότητα απλώς συνέχισε να ανέχεται και στην πράξη να στηρίζει την όλη κατάσταση που έχει οδηγήσει το ελληνικό ποδόσφαιρο στη σημερινή ανυποληψία του.
Μια ανυποληψία που έχει να κάνει με τον τρόπο που χρόνια τώρα το ελληνικό ποδόσφαιρο βρίσκεται υπό τον έλεγχο μιας επί της ουσίας εγκληματικής οργάνωσης που ελέγχοντας την ΕΠΟ, ελέγχει και τον μηχανισμό της διαιτησίας και άρα μπορεί να διαμορφώνει ουσιαστικά την έκβαση του πρωταθλήματος.
Και δεν χρειάζονται πολλά για να επηρεαστεί και να καθοριστεί η έκβαση του πρωταθλήματος. Δυο «κατάλληλα» ψηφίσματα, μερικά ανύπαρκτα πέναλτι, κάμποσα ακυρωμένα γκολ, με το διαβόητο VAR, -που εκθείαζε ως άγιο δισκοπότηρο της εξυγίανσης ο «έτερος φίλος του κ. Δημητριάδη» ο Κώστας Ρούπτσος της In Digital, εταιρεία που ανέλαβε κομβικό ρόλο στο project και την εφαρμογή του-, να καταλήγει να λειτουργεί τελικά ως καθαρό πρόσχημα, και έχει διαμορφωθεί η βαθμολογία.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο θα μπορούσε να μην ήταν σε αυτή την κατάσταση. Χρόνια τώρα γνωρίζουμε τη λύση. Εφαρμογή της Ολιστικής Μελέτης, Επαγγελματική Διαιτησία, αλλαγή του καθεστώτος στην ΕΠΟ.
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν πολιτική βούληση από τη μεριά της κυβέρνησης, να παρέμβει και να νομοθετήσει.
Αυτή τη βούληση δεν την έχει επιδείξει από το 2019 η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Αποδείχτηκε αυτό σε όλες τις κρίσιμες στιγμές.
Χαρακτηριστική η στάση που κράτησε η κυβέρνηση όταν ξέσπασε το σκάνδαλο της συνιδιοκτησίας ΠΑΟΚ και Ξάνθης και το μόνο που έκανε ήταν να νομοθετήσει, ώστε να μειωθεί η τιμωρία των εμπλεκόμενων ομάδων.
Χαρακτηριστική επίσης η προνομιακή μεταχείριση που απολαμβάνει ο Δημήτρης Μελισσανίδης σε όλα τα επίπεδα, όπως έδειξε και ο τρόπος που εύκολα «προσπεράστηκαν» όλα τα προβλήματα με το γήπεδο της ΑΕΚ.
Χαρακτηριστική ακόμη η «επιλεκτική ευαισθησία» γύρω από το ζήτημα της οπαδικής βίας και η έλλειψη βούλησης για σύγκρουση με τη διαρκή προτροπή στην βία στην οποία επιδίδονται συγκεκριμένες ομάδες και οι ιδιοκτήτες τους.
Και δεν ήταν λόγω «ατολμίας» που η κυβέρνηση ακολούθησε αυτόν τον δρόμο. Ούτε επειδή «δεν ήθελε να ανακατευτεί με το ποδόσφαιρο».
Αλλά γιατί πολύ απλά το σύστημα εξουσίας γύρω από το Μέγαρο Μαξίμου, αυτό που είχε στο κέντρο του τον Γρηγόρη Δημητριάδη, το δεξί χέρι του πρωθυπουργού, επέλεξε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να στηρίξει την «κυρίαρχη κατάσταση» στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Να στηρίξει αυτούς που συμπεριφέρονται ως εγκληματική οργάνωση. Να συμπορευτεί με τον Δημήτρη Μελισσανίδη.
Και τα αποτελέσματα τα βλέπουμε τώρα που το κύκλωμα που λυμαίνεται το ελληνικό ποδόσφαιρο φέρεται σαν να είναι παντοδύναμο κλέβοντας κυριολεκτικά παιχνίδια, όπως είδαμε στο γήπεδο Καραϊσκάκη.
Μόνο που το θέμα δεν αφορά απλώς τι συνέβη σε ένα παιχνίδι. Αφορά μια συνολικότερη κατάσταση που δεν υπονομεύει μόνο ένα άθλημα, αλλά -ας μην εθελοτυφλούμε- τροφοδοτεί και τις πολλαπλές μορφές βίας γύρω από τα γήπεδα.
Μια κατάσταση, που ταυτόχρονα λέει πολλά και για το πώς βλέπει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη συνολικά την άσκηση πολιτικής.
Γιατί πολύ φοβάμαι ότι αυτός ο ίδιος συνδυασμός ανάμεσα σε μια «εικόνα» όπου κυριαρχούν οι «δεσμεύσεις», οι «πρωτοβουλίες», η «αποφασιστικότητα» για άμεση «λήψη των αναγκαίων μέτρων» και σε μια πραγματικότητα όπου στην πράξη τα προβλήματα παραμένουν ή ακόμη και γιγαντώνονται, δεν αφορά μόνο το ποδόσφαιρο αλλά και άλλους τομείς άσκησης πολιτικής.
Η κυβέρνηση αισθάνεται ίσως παντοδύναμη, όταν διαβάζει τις δημοσκοπήσεις. Μόνο που αυτή η εικόνα απλώς αποτυπώνει την αποδιάρθρωση της αντιπολίτευσης, όχι την ικανοποίηση των πολιτών από την άσκηση του κυβερνητικού έργου.
Και αυτό ακριβώς μπορεί να αποτελέσει την αχίλλειο πτέρνα της κυβέρνησης, η οποία δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί ή έχει σηκώσει πολύ ψηλά το κεφάλι για να δει τα χάρτινα πόδια που στηρίζεται αυτή η αίσθηση της απόλυτης κυριαρχίας. Το να στηρίζεσαι απλώς στην αποτυχία ή την αδυναμία του άλλου είναι πολύ υψηλού ρίσκου επένδυση. Διδακτική η περίπτωση του Δήμου Αθηναίων που ένας Δούκας εκτόπισε τον πρίγκηπα, τον θεωρούμενο ως αδιαμφισβήτητο νικητή Κώστα Μπακογιάννη. Η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων ανατροπών και εκπλήξεων που ο τελευταίος έσεται πρώτος γιατί οι κοινωνικές συνθήκες το απαιτούσαν.
Εχω ξαναγράψει για την επιλεκτική κώφωση της κυβέρνησης στα μηνύματα του δρόμου, της παρέας, της γειτονιάς, παρά το ότι είναι ηχηρά για όποιον θέλει να τα ακούσει. Και υπάρχουν άνθρωποι που αυτή τη στιγμή ίσως βρίσκονται στο παρασκήνιο, αλλά και ξέρουν να τα ερμηνεύουν και γνωρίζουν πώς να ηγηθούν ισχυρών πολιτικών σχηματισμών που εκφράζουν μεγάλα κοινωνικά ρεύματα και κρίσιμα αιτήματα.
Και ο τρόπος που αυτή τη στιγμή αφήνει η κυβέρνηση ανεξέλεγκτη μια εγκληματική οργάνωση να λυμαίνεται το ελληνικό ποδόσφαιρο, απλώς θα διογκώσει τη κοινωνική δυσαρέσκεια.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απλώς στρουθοκαμηλίζει όσο αποφεύγει να αναμετρηθεί με τα πραγματικά προβλήματα του ποδοσφαίρου, υποβιβάζοντας το ως θέμα για να μην σπιλωθεί η εικόνα του «όλα καλά καμωμένα» και της «κυβέρνησης των λύσεων».
Για μια κοινωνία όμως που η πρώτη ερώτηση από το δημοτικό μέχρι το γηροκομείο είναι «τι ομάδα είσαι;» αυτή η επιλογή εκτός από επικίνδυνη, είναι και προσβλητική και η μπάλα ενίοτε εκδικείται πολύ σκληρά.