Ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια: αναγκαιότητα και νέες απειλές
Tων Γιώργου Ζερβάκη και Μαρωβήτας Νικολαΐδου*
Η στρατηγική της ΕΕ για τη Ρωσία βρίσκεται σαφώς σε σημείο καμπής. Ωστόσο, το πλέον ακανθώδες σημείο στις σχέσεις Ρωσίας-Δύσης σε όλη την μεταψυχροπολεμική περίοδο έγκειται στο καθεστώς των κρατών στις «σφαίρες επιρροής» της Ρωσίας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ερωτήματα της ρωσικής πολιτικής σκέψης για το ποια είναι τα όρια του «ρωσικού κόσμου», ποια προνόμια απορρέουν από τη διεκδίκηση της Ρωσίας ως καθεστώς μεγάλης δύναμης και κυρίως το ποιος γράφει τους κανόνες που διέπουν το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας καθορίζουν τις σημερινές εξελίξεις και διαδικασίες λήψης αποφάσεων στην Ε.Ε.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επεξέτεινε την ανάγκη της Ε.Ε. για αμυντική αποτρεπτικότητα και ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, ανάγκη που εντάσσεται και στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν την ιστορική πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η ΕΕ που διαμορφώθηκε μετά το Μάαστριχτ, δεν ανταποκρίθηκε στις αναγκαιότητες της ιστορίας, που απαιτούσαν την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
H επίθεση και εισβολή στην Ουκρανία, θέτει ξανά νέα διακυβεύματα για την Ευρώπη, να βρει τον προσανατολισμό των αρχικών ιδρυτικών κειμένων και συνθηκών, αναγνωρίζοντας ότι χωρίς ενιαία έκφραση άμυνας και ασφάλειας, μια ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, δεν μπορεί να εκφράσει τον πυρήνα της ενωσιακής αρχιτεκτονικής.
Κατά την εισβολή στην Ουκρανία, το ΝΑΤΟ κράτησε μια αναλογικά υπεύθυνη, και ταυτόχρονα, άνευ προηγουμένου, συνεκτική στάση απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Τις τελευταίες εβδομάδες ανακοινώθηκε ο διπλασιασμός των δυνάμεων που σταθμεύουν στην Ανατολική Ευρώπη, η ενεργοποίηση για πρώτη φορά της joint task force, η εφαρμογή του νατοϊκού αμυντικού σχεδίου. Αυτά στο στρατιωτικό πεδίο. Αν σκεφτεί κανείς το επίπεδο των κυρώσεων σε πολιτκό και οικονομικό επίπεδο, η αντίδραση είναι αρκετά ενορχηστρωμένη σε όρους πολιτικής αλληλεγγύης και διπλωματικής ενότητας.
Η αναθεώρηση της στάσης της Γερμανίας είναι το πλέον ενδεικτικό παράδειγμα επιτάχυνσης της ενότητας του ΝΑΤΟ. Για πολλά χρόνια η Γερμανία είχε καλλιεργήσει μία κουλτούρα βαθύτατη φιλειρηνική και αντιμιλιταριστική. Το γερμανικό Σύνταγμα προβλέπει να μην εμπλέκεται η χώρα σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό. Για πολλά χρόνια αντιστέκεται στο σενάριο αύξησης των αμυντικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ σε επίπεδο αντίστοιχα άλλων κρατών-μελών του ΝΑΤΟ (2% των δαπανών του ΑΕΠ). Μετά το ξέσπασμα του πολέμου βλέπουμε ότι η Γερμανία ανακοινώνει την αποστολή αντιαρματικών όπλων και εξελίσσει τα αύξηση των αμυντικών δαπανών σε πρωτοφανή επίπεδα με τη δέσμευσή της να πρόκειται σύντομα να αναχθεί σε συνταγματικό επίπεδο και να επενδύει 100δις στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας. Η ριζική διαφοροποίηση της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής δείχνει πόσο σοβαρά έχουν πάρει οι Ευρωπαίοι τη ρωσική απειλή, όχι μόνο απέναντι στην Ουκρανία.
Ο δεύτερος σημαντικότερος πυλώνας της ευρωπαϊκής ασφάλειας και άμυνας είναι η ΕΚΑΧ, που από κοινού με το ΝΑΤΟ και τον ΟΑΣΕ δημιουργούν ένα χώρο συνεχούς διαλόγου μεταξύ των κρατών-μελών για την αντιμετώπιση ενός ευρέος φάσματος απειλών (συμβατικές, υβριδικές, κυβερνοαπειλές, απειλές στο διάστημα κ.ά.).
Οι αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής πορείας, ως απάντηση στις ακρότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σκέφτηκαν την ιδέα της ενοποίησης των αμυντικών βιομηχανιών των κρατών-μελών με τη συνακόλουθη αλληλεξάρτησή τους να αποτελεί παράγοντα αποτροπής και απομείωσης της πιθανότητας να ξαναπολεμήσουν μεταξύ τους. Σε αυτήν ακριβώς την ιδέα οφείλει το Νόμπελ Ειρήνης η Ε.Ε. το 2012 για τη διατήρηση επί 60 ετών της ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τέλος, ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) είναι ο μεγαλύτερος διακρατικός οργανισμός για τη διαφύλαξη της ασφαλείας στον κόσμο. Ιδρύθηκε το 1975 στο Ελσίνκι. Είναι ο μόνος οργανισμός που εμπλέκει τη Ρωσία. Επομένως η εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τον ΟΑΣΕ.
Αυτοί οι 3 θεσμοί προστάτεψαν τις δημοκρατικές αρχές και νόρμες στο σύστημα λήψης αποφάσεων τις τελευταίες δεκαετίες. Το Μάρτιο του 2016, οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ε.Ε. και η Ύπατη Εκπρόσωπος Εξωτερικών Υποθέσεων και Πολιτικής Ασφάλειας, Federica Mogherini, συμφώνησαν πέντε (5) καθοδηγητικές αρχές για της Ευρω-Ρωσικές σχέσεις:
- Την πλήρη εφαρμογή των συμφωνικών του Μίνσκ, που αποδείχτηκαν θνησιγενείς
- Πιο στενές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης
- Την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της Ε.Ε. σε ρωσικές απειλές
- Επιλεκτική εμπλοκή με τη Ρωσία σε συγκεκριμένα ζητήματα αντιτρομοκρατίας
- Υποστήριξη των διαπροσωπικών επαφών
Η ικανότητα ανάπτυξης σχέσεων με τις μετα-σοβιετικές χώρες θα εξαρτηθεί από την έκβαση του πολέμου σε μεγάλο βαθμό. Αναμένεται να δοκιμαστούν οι διασυνδέσεις της κοινωνίας των πολιτών υπό το πρίσμα της προσπάθειας τους αυταρχικού καθεστώτος Πούτιν να επιβιώσει.
Ίσως μια Ρωσία μετά τον Πούτιν να ενδιαφέρεται λιγότερο για τη μοίρα άλλων μετασοβιετικών χωρών, και να αρκείται στην εκδοχή μίας Ρωσίας πεπεισμένης ότι οι ζώνες προστασίας δεν έχουν πλέον σημασία σε μια εποχή διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων.
Αλλά η ελπίδα δεν είναι στρατηγική. Τα κράτη μέλη της ΕΕ ωθούνται από την πραγματικότητα να μάθουν να διαχειρίζονται τους όρους της σκληρής ισχύος (“hard power”). Αλλά η αντανακλαστική –και άκαμπτη– αναφορά κανόνων δεν είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός γεωπολιτικού παράγοντα που θέλει να ασκεί επιρροή. Το αποτέλεσμα αυτής της κρίσης θα πρέπει να οδηγήσει αποφασιστικά τόσο στην αποκλιμάκωση της έντασης όσο και στην οικοδόμηση μίας ολοένα και στενότερης ένωσης και συνεργασίας, χωρίς αποκλεισμούς στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας.