Εκλογικές επιρροές και πολιτικές κατευθύνσεις στην Γαλλία
Σε όλη την μεταπολεμική περίοδο, το γαλλικό πολιτικό σύστημα, εντός και εκτός εκλογικών αναμετρήσεων, είχε διαμορφώσει ήπιους κανόνες στην πολιτική αντιπαράθεση. Η γαλλική πολιτική σκηνή της Πέμπτης Δημοκρατίας είχε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά μέχρι και το δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίας. Από τη μια ο πόλος της κεντροδεξιάς, με τα δύο βασικά του ρεύματα, το περισσότερο συντηρητικό που χαρακτηρίζονταν από την πολιτική κληρονομιά του Στρατηγού Ντε Γκώλ και το περισσότερο κεντρώο και φιλελεύθερο. Από την άλλη ο πόλος της «Αριστεράς» (που στη Γαλλία περιλαμβάνει και αυτό που αλλού περιγράφουμε ως «κεντροαριστερά»), με τα δύο βασικά ρεύματα, τους Σοσιαλιστές και το Κομμουνιστικό Κόμμα, με το δεύτερο να χάνει βαθμιαία δυνάμεις ήδη από τη δεκαετία του 1980. Σε αυτούς τους δύο πόλους προστέθηκε και η Ακροδεξιά, πρώτα υπό τον Ζαν-Μαρί Λεπέν και μετά από την κόρη του Μαρίν Λεπέν, ως ένα τρίτος πόλος, ενώ στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, του 2017 και του 2022, ήταν ο Μελανσόν που εκπροσώπησε την πέραν των σοσιαλιστών Αριστερά.
Έως και στις εκλογές του 2012 τα πράγματα φαίνονταν σχετικά απλά και οι εκλογές κυρίως σφραγίζονταν από την αντιπαράθεση ανάμεσα στον υποψήφιο των Σοσιαλιστών και αυτόν της Κεντροδεξιάς. Όλα αυτά όμως μέχρι και την εκλογή του Φρανσουά Ολάντ. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν με τις εκλογές του 2017. Σε αυτές το Σοσιαλιστικό Κόμμα πήγε ιδιαίτερα αποδυναμωμένο, αντιμετωπίζοντας μια βαθιά κρίση και μια έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια. Αυτό αποτυπώθηκε και στην τότε απόφαση του Φρανσουά Ολάντ να μη διεκδικήσει ξανά την προεδρία. Η κεντροδεξιά από την άλλη θεώρησε ότι είχε μια ευκαιρία να επιστρέψει στην εξουσία με την υποψηφιότητα του Φρανσουά Φιγιόν, που σύντομα όμως βρέθηκε αντιμέτωπος με αρκετές καταγγελίες για σκάνδαλα.
Σε αυτό το πολιτικό σκηνικό, εμφανίσθηκε και η υποψηφιότητα Μακρόν. Πολιτικός με υπουργική θητεία στην κυβέρνηση των Σοσιαλιστών, παρά το ότι δεν είχε ιστορικούς δεσμούς με αυτόν τον χώρο. Ο Μακρόν πήρε την πολιτική απόφαση να παρουσιάσει στην γαλλική κοινωνία ένα νέο πολιτικό σχηματισμό με χαρακτηριστικά του Κέντρου, θέλοντας να οριοθετήσει έναν διαφορετικό δημόσιο διάλογο, που να μην έχει καμία σχέση με την κλασσική αντιπαράθεση Αριστεράς και Δεξιάς. Οι κατευθύνσεις του Μακρόν ήταν να συγκροτήσει ένα κόμμα με χαρακτηριστικές φιλελεύθερες βάσεις, οικοδομώντας ένα κίνημα χωρίς την παραδοσιακή κομματική συγκρότηση.
Στις προεδρικές εκλογές του 2017, η Κεντροδεξιά κινήθηκε κάτω από το 20%, με τον πρώην πρωθυπουργό Φιγιόν να περνάει την υποψηφιότητα του αριστερού ριζοσπάστη Μελανσόν, με το σοσιαλιστικό κόμμα να κινείται κάτω από το 7%. Στις προεδρικές εκλογές του 2022, η κεντροδεξιά υποψηφιότητα της Βαλερί Πεκρές λαμβάνει κάτω από το 5%, ενώ το σοσιαλιστικό κόμμα, επέλεξε ως υποψήφια του την Δήμαρχο του Παρισιού Αν Ινταλγκό, θέλοντας να δημιουργήσει μια φιλόδοξη κινητοποίηση. Όμως η καταβαράθρωση κάτω από το 2%, αποτελεί μάλλον το τέλος του γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος.
Στα άκρα του πολιτικού συστήματος της Γαλλίας, η Ακροδεξιά υπό την ηγεσία της Μαρίν Λεπέν ήταν εν δυναμωμένη, καταλαμβάνοντας στις προεδρικές εκλογές του 2017 την 2η θέση, πίσω από τον Μακρόν. Το κίνημα της Λεπέν, έχοντας δείξει τις πολιτικές του τακτικές από την προεδρική εκλογή, την πρώτη Κυριακή των βουλευτικών εκλογών κατάφερε να αποσπάσει το πιο υψηλό ποσοστό σε κοινοβουλευτική αναμέτρηση. Κάτι που επαναλήφθηκε και το 2022, με το πολιτικό σκηνικό να φαντάζει πια διαιρεμένο ανάμεσα σε τρεις πόλους, το Κέντρο του Μακρόν, την Άκρα Δεξιά και την εκδοχή ριζοσπαστικής Αριστεράς που αντιπροσωπεύει ο Ζαν Λυκ Μελανσόν.
Στις εκλογές του 2022, κυριάρχησαν πρωτοφανείς υψηλοί τόνοι. Η έντονη πολιτική αντιπαράθεση για τις εκλογές για τη νέα Γαλλική Εθνοσυνέλευση, διαμορφώνονταν από το προεδρικό στρατόπεδο, την Συμμαχία της Αριστεράς υπο τον Μελανσόν, την ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση, ένα Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, το οποίο είχε χάσει πλήρως την παλιά δυναμική της γαλλικής γκωλικής κεντροδεξιάς. Η συμμαχία της Αριστεράς υπο τον Μελανσόν, διακατέχετε από βαθύτατες και έντονες διαφορές, μεταξύ της Ανυπότακτης Γαλλίας, των υπολειμμάτων των Σοσιαλιστών, του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, των Οικολόγων, που έκαναν το όλο εγχείρημα να μην έχει συνεκτικές διεκδικήσεις, να στερείται ενιαίου πολιτικού προσανατολισμού.
Η πρόσφατη προεκλογική περίοδος στην Γαλλία, τόσο για τις προεδρικές εκλογές όσο και για τις βουλευτικές, εν μέσω τα ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία, διαμορφώθηκε από την ύπαρξη ενός υψηλού ποσοστού αδιαφορίας των Γάλλων, την αποχή από τις κάλπες.
Εν μέσω πολλαπλών παγκόσμιων κρίσεων και αβεβαιοτήτων, ζητήματα της οικονομίας, των πληθωριστικών πιέσεων, του ρόλου του κράτους, των ενεργειακών ζητημάτων, η διαμόρφωση μιας αυτάρκειας από την ηλεκτροκίνηση των οχημάτων, τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, έως την αγροτική παραγωγή, κυριάρχησαν στην γαλλική προεκλογική δημόσια συζήτηση.
Το αποτέλεσμα των γαλλικών βουλευτικών εκλογών, με την καταγεγραμμένη κατανομή των εδρών, ενδεχόμενα να επηρεάσει και να θέσει σε χαμηλότερη ένταση τις κοινοτικές διεκδικήσεις του Μακρόν, όπως αυτές που σχετίζονται με την υιοθέτηση κοινών χρηματοδοτικών μηχανισμών στην ΕΕ.
Το ζητούμενο διαμόρφωσης του νέου κυβερνητικού σχήματος, θα εξαρτηθεί περισσότερο από την προοπτική διαθέσεων συνεργασίας μεταξύ Μακρόν και Ρεπουμπλικάνων, αλλά και την συμμετοχή μικρών κεντροδεξιών σχηματισμών, που όμως εκπροσωπούνται από πολιτικές προσωπικότητες όπως του Φρανσουά Μπαϊρού και του π. πρωθυπουργού Εντουάρ Μπαλαντίρ. Θα φανεί εάν μπορεί να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο σχετική πλειοψηφίας, που έχει υπάρξει τόσα στα χρόνια του Στρατηγού Ντε Γκώλ, όσο και στην περίοδο κυριαρχίας του Φρανσουά Μιτεράν, με πρωθυπουργό τον Μισέλ Ροκάρ.
* Ο κ. Γιώργος Α. Ζερβάκης, είναι εκπρόσωπος των Ευρωπαίων Φεντεραλιστών Κρήτης. Το άρθρο έχει γραφεί για τον ιστότοπο politica.gr