Άρθρο του Γιώργου Α. Ζερβάκη *
Η αρχιτεκτονική της ΕΕ στον νομισματικό/οικονομικό πυλώνα, έχει σαν στοιχείο την εμβάθυνση πολιτικών και εργαλείων που χρειάζεται να αναπτυχθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Τα ευρωπαϊκά ομόλογα, γύρω από τα οποία περιστρέφεται μια μεγάλη συζήτηση, λόγω και των συνεπειών της πανδημίας COVID-19, είναι ένα τέτοιο εργαλείο. Που όμως χρειάζεται ενισχυμένους και περισσότερο ανανεωμένους θεσμικούς μηχανισμούς στην ΕΕ. Ακόμα και μέχρι το επίπεδο των Συνθηκών.
Η Ε.Ε. πρέπει να προχωρήσει μπροστά και για αυτό χρειάζεται εργαλεία θεσμικού χαρακτήρα, εργαλεία που πρέπει να αγγίξουν τον πυρήνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή την πολιτική ενοποίηση. Προ της λήψης κρίσιμων αποφάσεων σε Κοινοτικό/Ενωσιακό επίπεδο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες κατέληγαν πάντα σε έναν αμοιβαίο συμβιβασμό θέσεων, προτάσεων, πολιτικών. Μια μέση οδός, την στιγμή που δεν υπήρχε η πολιτική ετοιμότητα για ομοσπονδιακές κατευθύνσεις, με τον κίνδυνο της επιστροφής στις εθνικές αντιλήψεις να είναι υπαρκτός.
Δέκα χρόνια πρίν, με την Ευρώπη αντιμέτωπη με την παγκόσμια οικονομική κρίση, με τα κράτη-μέλη, τα θεσμικά στοιχεία της Ένωσης να μην διαθέτουν τον κατάλληλο οικονομικό και πολιτικό μηχανισμό, η ΕΕ δεν είχε διαμορφωμένο ένα πλαίσιο αντίστοιχων κρίσεων, όντας περισσότερο διακυβερνητική.
Με την ΕΕ να κάνει τα πρώτα βήματα στην κατεύθυνση της οικονομικής ενοποίησης και του τραπεζικού πυλώνα της, ο τότε Πρόεδρος του Eurogroup Ζαν-Κλώντ Γιούνγκερ και ο Υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας Τζούλιο Τρεμόντι, προτείνουν σε κοινό άρθρο τους, τα αναγκαία βήματα για την δημιουργία ευρωομολόγων, ανοίγοντας τον δρόμο για μια συζήτηση για νέους τρόπους και εργαλεία άσκησης κοινοτικής πολιτικής.
Έκτοτε έχει περάσει μια 10ετία, η ΕΕ μπόρεσε μέσα από μίγματα Διακυβερνητικής και Υπερεθνικής πρότασης, να διαμορφώσει ευρωπαϊκές απαντήσεις στην βαθιά αυτή κρίση.
Στην δημόσια συζήτηση πάνω στο ενοποιητικό εγχείρημα και των παρεμβάσεων για το πως μπορεί να αποτυπωθεί η κοινοτική αλληλεγγύη μέσα από συλλογικούς μηχανισμούς, όπως το ευρωομόλογο, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι με τον Ενιαίο Μηχανισμό Σταθερότητας, στην ουσία έχουμε ένα πρώτο βήμα ομοσπονδιακής μορφής.
Στην ΕΕ παρά το ότι είναι εμφανή όλα εκείνα τα σημεία του ενωσιακού οικοδομήματος που χρειάζονται ενίσχυση, εν τούτοις τα κράτη-μέλη, οι εθνικές κυβερνήσεις, στις πιο κρίσιμες ιστορικές στιγμές τους, αδυνατούν να διαμορφώσουν μια στρατηγική που θα κατευθύνει τα πράγματα σε ένα εξελικτικό σημείο εμβάθυνσης.
Στην ΕΕ πρέπει να γίνει αμοιβαία κατανοητό ότι η συζήτηση υπέρ ή κατά των ευρωομολόγων, δεν δημιουργεί μια νέα διάσταση, εφόσον δεν συνοδεύεται από μια αλλαγή πολιτικής αντίληψης, ότι οι περιορισμένου βεληνεκούς εθνικοί συμβιβασμοί μέσα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δεν εξυπηρετούν την ενίσχυση της ενοποιητικής διαδικασίας.
Αλλά οι αποφάσεις τόσο της ΕΕ, ακόμα και οι θέσεις των κρατών-μελών, πολλές εκ των οποίων δεν προκρίνουν σε αυτή την φάση το ευρωομόλογο, δεν μπορούν να κυριαρχούνται από λογικές ενάρετου Βορρά και χαλαρού Νότου, ούτε από την επιλογή ενός κριτικού πλαισίου των Νότιων έναντι των Βόρειων χωρών. Γιατί και στις δυο περιπτώσεις, απομακρυνόμαστε από τον στόχο της κοινής ευρωπαϊκής αντίληψης, που η Ευρώπη στο σύνολο της χρειάζεται να υπηρετεί μέσα από τις εσωτερικές, θεσμικές διαδικασίες της,
Το να επαναφέρουμε την λογική των διαιρέσεων δεν βοηθάει το ενοποιητικό εγχείρημα, η αντιμετώπιση των κοινωνικοοικονομικών συνεπειών της κρίσης δεν θα προκύψει από αντιπαραθέσεις και διαμάχες γύρω από μηχανισμούς που μπορούν να την εξυπηρετήσουν. Αυτό που χρειάζεται η Ευρώπη είναι να υπερασπισθεί το κεκτημένο των προσπαθειών για την ενότητα της, να δείξει τον βαθμό της ετοιμότητας της, αλλά και την αποφασιστικότητα της απέναντι σε φαινόμενα αυταρχικής και λαϊκιστικής διακυβέρνησης που απειλούν τον ευρωπαϊκό δημόσιο χώρο.
Η δημιουργία συνθηκών ενοποίησης, αναγκαία βαθύτερη όσο ποτέ από τις εξελίξεις, θέτει επιτακτικά ένα διακύβευμα, που εμφανίζεται σε διάφορες χρονικές περιόδους: τα εθνικά κράτη, οι εθνικές κυβερνήσεις, είναι έτοιμα να ξεπεράσουν την λογική του συμβιβασμού, του ελάχιστου κοινού παρονομαστή και να προωθήσουν τις αλλαγές που έχει ανάγκη η ΕΕ;
Η κρίση της πανδημίας, έρχεται να υπογραμμίσει την αναγκαιότητα ενισχυμένης διακυβέρνησης στην ΕΕ, αποτελεί αναγκαιότητα ο Διάλογος για την Ευρώπη, μια επικαιροποιημένη συζήτηση στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο, στις πρωτεύουσες των κρατών-μελών, στην αυτοδιοίκηση. Και η αναθέρμανση αυτής της συζήτησης, για τον ρόλο του εθνικού κράτους, των εθνικών πολιτικών συστημάτων, των υπερεθνικών κοινοτικών θεσμών, καθορίζει το σχέδιο ολοκλήρωσης, την πολιτική ενοποίηση, με όρους βαθύτερης νομιμοποίησης και συνοχής.
* Ο κ. Γιώργος Α. Ζερβάκης είναι εκπρόσωπος των Ευρωπαίων Φεντεραλιστών Κρήτης.