Τα δύο καυτά μέτωπα που θα κρίνουν την τύχη της νέας κυβέρνησης – Τι φοβάται το επιτελείο Μητσοτάκη
Παρότι η ΝΔ προεκλογικά επικέντρωσε ιδιαίτερα στο θέμα της ασφάλειας, αναγορεύοντας τα Εξάρχεια, την «ανομία» και το πανεπιστημιακό άσυλο σε βασικά θέματα της προεκλογικής εκστρατείας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει πολύ καλά ότι η κυβέρνησή του θα κριθεί από την επίδοσή της στα οικονομικά.
Αυτό είναι που σε μεγάλο βαθμό καθορίζει και την πρόσληψη που έχουν οι πολίτες της κοινωνικής πραγματικότητας όπως και την αίσθηση που αποκομίζουν ως προς το εάν τα πράγματα πηγαίνουν σε χειρότερη ή καλύτερη κατεύθυνση.
Τα ανοιχτά μέτωπα της οικονομικής πολιτικής
Η ΝΔ υποστήριξε σε όλη την προεκλογική εκστρατεία ότι έχει ένα ολοκληρωμένο και κοστολογημένο προεκλογικό πρόγραμμα. Από κυρίως προβλήθηκαν προεκλογικά οι φοροελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις αλλά και για ελεύθερους επαγγελματίες και μισθωτούς, όπως και η δέσμευση για διευκόλυνση των μεγάλων επενδύσεων, ξεκινώντας από το παράδειγμα της επένδυσης στο Ελληνικό.
Στο εύλογο ερώτημα ότι σήμερα δύσκολα μπορούν οι φοροελαφρύνσεις μπορούν να συνδυαστούν με τη διατήρηση των πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που προβλέπει το πλαίσιο της μεταμνημονιακής επιτήρησης, η πάγια απάντηση των εκπροσώπων της Νέας Δημοκρατίας ήταν ότι αυτό γίνει μέσα από την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης που θα εξασφαλίσουν τα αναγκαία φορολογικά έσοδα ακόμη και με μείωση της φορολογίας.
Ταυτόχρονα, η ΝΔ έχει δεσμευτεί ότι θα επιδιώξει μια διαπραγμάτευση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και ευελπιστεί ότι στη νέα σύνθεση των κορυφαίων ευρωπαϊκών οργάνων θα βρει περισσότερα «ευήκοα ώτα», ξεκινώντας από την Κριστίν Λαγκάρντ.
Βέβαια, γνωρίζουν καλά στην Πειραιώς ότι η πρώτη αντίδραση των ευρωπαίων θα είναι μάλλον η επιμονή να υλοποιηθούν τα συμφωνηθέντα αλλά εκτιμούν ότι σε βάθος χρόνος θα καταφέρουν να πετύχουν μια καλύτερη συμφωνία που θα δώσει μια κρίσιμη ανάσα στην ελληνική οικονομία.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι θα είναι μια δύσκολη διαπραγμάτευση και σε πρώτη φάση η νέα κυβέρνηση μπορεί να «μεταχρονολογήσει» ελαφρά την έναρξη εφαρμογής τω μέτρων τα οποία έχει υποσχεθεί.
Την ίδια στιγμή η μεγάλη πρόκληση θα είναι όντως η ανάπτυξη, μια που αυτή όχι μόνο μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας αλλά και να αυξήσει το διαθέσιμο πλούτο. Μόνο που σε πρώτη φάση το διεθνές περιβάλλον δεν θα είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό καθώς η γερμανική οικονομία είναι σε επιβράδυνση παρασέρνοντας και συνολικά την ευρωπαϊκή οικονομία, την ίδια ώρα που παρατηρείται μια «διόρθωση προς τα κάτω» της δυναμικής της ελληνικής τουριστικής αγοράς.
Παράλληλα, η προσέλκυση επενδύσεων δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς στη διευκόλυνση ήδη δρομολογηθεισών σχεδίων στο χώρο του real estate όπως είναι η επένδυση στο Ελληνικό, όποια συμβολική και «ψυχολογική» σημασία και εάν έχει, καθώς το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας αφορά πρωτίστως τον κύριο όγκο των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και τη διευκόλυνση ή μη της δυνατότητας τεχνολογικού εκσυγχρονισμού και αναβάθμισής τους.
Και εδώ αναδεικνύονται και άλλες προκλήσεις. Για παράδειγμα, για τον κύριο όγκο των ελληνικών επιχειρήσεων (και δυνάμει επενδύσεων) το πρόβλημα δεν είναι ούτε η Αρχαιολογική Υπηρεσία ούτε τα Δασαρχεία αλλά οι τράπεζες και το γεγονός ότι η στρόφιγγα των δανείων παραμένει κλειστή όσο δεν δρομολογούνται λύσεις για το θέμα των «κόκκινων δανείων».
Η κατάσταση στην κοινωνία
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απολαμβάνει μιας σαφούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της νομιμοποίησης που αυτή προφέρει. Όμως, θα ήταν λάθος να πιστέψει ότι αυτό μεταφράζεται και σε μια συνολική ενεργητική κοινωνική νομιμοποίηση, ιδίως σε μια εποχή όπου οι πολίτες συχνά περισσότερο αποδοκιμάζουν τις προηγούμενες κυβερνήσεις παρά αγκαλιάζουν θετικά τις επόμενες.
Αντίστοιχα, παρότι η ΝΔ έκανε μια σαφή προεκλογική εκστρατεία και δεν έκρυψε τις προθέσεις της ως προς βασικές πλευρές της οικονομικής πολιτικής που προτίθεται να ασκήσει, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι προσέφεραν μια «κατ’ άρθρο» επικύρωση των προτάσεών της.
Περισσότερο έδωσαν τη συναίνεσή τους για πολιτικές που να μπορέσουν να μειώσουν το βάρος από τη φορολογία και τις ασφαλιστικές εισφορές και να διαμορφώσουν κινητικότητα στην αγορά και νέες θέσεις εργασίας.
Αυτό σημαίνει ότι η νέα κυβέρνηση θα κριθεί από το εάν θα φέρει απτά αποτελέσματα που θα βελτιώνουν την κατάσταση μεγάλων κομματιών της κοινωνίας. Δηλαδή, από το εάν θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, από το εάν οι πολίτες θα αισθανθούν μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα, από το εάν οι πολίτες θα δουν κάπως θα βελτιώνεται η καθημερινότητά τους.
Διαφορετικά εάν συνεχίσουν να αισθάνονται επισφαλείς, υποαμειβόμενοι και υπερφορολογούμενοι, τότε θα επανέλθουμε σε ένα κλίμα δυσαρέσκειας και δυσπιστίας.
Το ενδεχόμενο κοινωνικών αντιδράσεων
Η προεκλογική εκστρατεία του Κυριάκου Μητσοτάκη επικέντρωσε σε μεγάλο βαθμό σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει κρίσιμες ομάδες ψηφοφόρων, όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, ότι δεν θα πάρει μέτρα εναντίον τους, ενώ επένδυσε σημαντικά στη δέσμευση ότι δεν θα αναιρέσει τις παροχές που θέσπισε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα (παρότι για παράδειγμα ήδη η «13η σύνταξη» τέθηκε υπό μερική διακινδύνευση).
Ωστόσο, την ίδια στιγμή πλευρές του προγράμματος της ΝΔ περιλαμβάνουν και πιο επιθετικές πολιτικές. Ας μην ξεχνάμε ότι γύρω από χώρους όπως η Παιδεία ή η Υγεία υπάρχει πάντα το περιθώριο να υπάρξουν αντιπαραθέσεις με συνδικαλιστικούς ή κοινωνικούς φορείς.
Αντίστοιχα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ορισμένες από τις «καυτές πατάτες» που καλείται να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση, όπως είναι για παράδειγμα η προσπάθεια για ιδιωτικοποίηση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ.
Ούτε μπορούμε να υποτιμήσουμε το ενδεχόμενο να υπάρξουν αντιδράσεις εάν αντί για ενίσχυση και διάσωση του δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης όλη η έμφαση δοθεί στο ακόμη ασαφές σχέδιο για την εισαγωγή και ενός «ιδιωτικού πυλώνα».
Όμως, ακόμη και μέτρα που έχουν ευρεία αποδοχή στο πολιτικό ακροατήριο της ΝΔ όπως είναι οι πολιτικές ασφάλειας, η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και η αντιμετώπιση φαινομένων παραβατικότητας, μπορούν να προκαλέσουν ευρείες αντιδράσεις εάν διαμορφωθεί η εντύπωση ενός υπερβάλλοντος κατασταλτικού ζήλου.
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ που από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι προφανές ότι θα θελήσει να δώσει κάλυψη και νομιμοποίηση σε ένα μεγάλο φάσμα κοινωνικών αντιδράσεων, ελπίζοντας ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια θα αποτελέσει και τη βασιλική οδό για τη επάνοδό του στην εξουσία.
Το μεγάλο στοίχημα και ο πραγματικός κίνδυνος
Το μεγάλο στοίχημα του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι να μπορέσει σχετικά νωρίς να δώσει απτά δείγματα γραφής που θα παραπέμπουν σε βελτίωση της κατάστασης στην οικονομία. Σε αυτή την περίπτωση θα μπορέσει να εδραιώσει ακόμη περισσότερο την κυρίαρχη θέση του στο πολιτικό σκηνικό.
Ο μεγάλος κίνδυνος θα είναι η αναβολή των όποιων βελτιωτικών παρεμβάσεων και ο συνδυασμός ανάμεσα σε μια διάχυτη και εντεινόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια και με τη λήψη μέτρων που θα προκαλέσουν μεγάλες αντιδράσεις. Τότε τα πράγματα θα δείχνουν λιγότερο ρόδινα.