Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται ίσως στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας του: στην τρίτη διάσπαση που υφίσταται τον τελευταίο χρόνο, έχασε τυπικά τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και σήμερα, στις κάλπες που ήρθαν ύστερα από μια ατέλειωτη εσωκομματική περιπέτεια, θα πρέπει να αποδείξει αφενός ότι δεν έχει διαλυθεί (αν καταφέρει να φέρει έναν αξιοπρεπή αριθμό προσώπων στην κάλπη) και αφετέρου να παραμείνει αρραγής, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα. Με βάση την εικόνα του ντιμπέιτ της Τετάρτης, δύο βασικά σχέδια για την επόμενη ημέρα του ΣΥΡΙΖΑ τίθενται επί τάπητος: το ένα είναι αυτό του Σωκράτη Φάμελλου και το άλλο αυτό του Παύλου Πολάκη.
Ο πρώτος επενδύει στο μετριοπαθές προφίλ του προβάλλοντας την ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ να ανακτήσει πρώτα απ’ όλα τη σοβαρότητά του, επουλώνοντας τις πληγές του προηγούμενου διαστήματος. Εχοντας εκπροσωπήσει τον ΣΥΡΙΖΑ μέσα στη Βουλή, ως επικεφαλής, στηρίζει τις θέσεις του κόμματος και γνωρίζει την ανθρωπογεωγραφία του – στο ντιμπέιτ επέμεινε στις κοστολογήσεις των προτάσεων των αντιπάλων του και στην τεκμηρίωσή τους (ειδικά στην επιστροφή της Εθνικής Τράπεζας και των ΕΛΠΕ στο Δημόσιο, όπως πρότεινε ο Πολάκης) χωρίς να αποφεύγει και ο ίδιος να μιλήσει για κρατικό έλεγχο της ΔΕΗ και παρέμβαση στην αγορά ενέργειας, ενώ συγκρούστηκε με τον Πολάκη για τη στάση που εκείνος κράτησε στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Μπορεί κάποιοι εκ των 87 να μην ξεχνούν πως στήριξε τον πρώην πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, όμως τα όσα έγιναν μετά φαίνεται πως υπερβαίνουν, τουλάχιστον σ’ αυτήν την καμπή, τις πρότερες διαφωνίες. Ο Φάμελλος περιγράφει τον ΣΥΡΙΖΑ ως «πυλώνα προοδευτικών συνεργασιών», που σημαίνει πως με εκείνον στο τιμόνι πιθανόν ο ΣΥΡΙΖΑ να ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με τον ευρύτερο χώρο – ακόμα και με πρώην συντρόφους της Νέας Αριστεράς.
Από τη δική του μεριά, ο Πολάκης προτείνει μια ξεκάθαρη ταυτότητα για τον ΣΥΡΙΖΑ, που θυμίζει περισσότερο τον πρώτο καιρό παρουσίας του στα πολιτικά τεκταινόμενα της κρίσης παρά την κυβερνώσα Αριστερά. Τάσσεται υπέρ ενός «λαϊκά κατανοητού» προγράμματος, δίνοντας στίγμα «απέναντι στη διαπλοκή», ενώ οι τρεις κεντρικές ιδέες των πυλώνων των θέσεών του αφορούν την επανάκτηση των δημόσιων αγαθών και του δημόσιου πλούτου, την ανάταση στρατηγικών τομέων της οικονομίας από το κράτος και για μια βαθιά μεταρρύθμιση στο κράτος και στη Δικαιοσύνη, στη «γραμμή» που έχει ήδη δώσει κατά την πορεία του στον ΣΥΡΙΖΑ. Ξεκάθαρο πρόσημο μεν, πιο αμφιλεγόμενο δε, καθώς συνθέτει το προφίλ ενός κόμματος διαμαρτυρίας. Ολο το προηγούμενο διάστημα ο Πολάκης ανέδειξε το ύφος της αντιπολίτευσης που έκανε και τις υποθέσεις διαφθοράς που έφερε στο φως, εξήγησε την αλλαγή απέναντι στον Κασσελάκη διά του πόθεν έσχες του και αρνήθηκε πως τα λάθη του έκαναν περισσότερο κακό στον ΣΥΡΙΖΑ, σε επικοινωνιακό και πολιτικό επίπεδο, από τα όσα προσέφερε, σχολιάζοντας πως τα λάθη «είναι απείρως λιγότερα από αυτά που πετύχαμε με τη δική μου προσφορά». Ο ίδιος θεωρείται κόκκινο πανί στον ευρύτερο χώρο και, αν εκλεγεί, δύσκολα θα προκύψει η όποια θεσμική συνεργασία – όχι και πως ο ίδιος την αποζητά. Αρκετοί από εκείνους που τον στήριξαν στο παρελθόν βρίσκονται πια στο πλευρό Κασσελάκη, ωστόσο οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως όσο το δείγμα μικραίνει, τόσο περισσότερο ευνοείται ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Υγείας.
Κρίσιμο για τον δεύτερο γύρο εκτιμάται πως θα είναι και το ποσοστό που θα λάβει ο Νικόλας Φαραντούρης, ο οποίος σε όλη την προεκλογική εκστρατεία περιγράφει έναν ΣΥΡΙΖΑ ανοιχτό στο κεντροαριστερό πεδίο – ενδεχομένως ακόμα και με καταστατικές αλλαγές που τον φέρνουν ένα βήμα πιο κοντά στη σοσιαλδημοκρατία –, αλλά και αλλαγές σε επίπεδο κομματικής δομής, με την τοποθέτηση δύο αντιπροέδρων. Ο Φαραντούρης ήταν εκείνος που στην τηλεμαχία έθεσε προ των ευθυνών του τον Πολάκη για τον ρόλο του στην ανάδειξη του Στέφανου Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Νοέμβριο.