Τι είναι τα ρευματικά νοσήματα;
Τα ρευματικά νοσήματα είναι μια ομάδα συστηματικών, αυτοάνοσων παθήσεων με κύριες κλινικές εκδηλώσεις από το μυοσκελετικό σύστημα. Χαρακτηρίζονται ως συστηματικές καθώς έχουν την τάση να προσβάλλουν πολλά διαφορετικά όργανα του σώματος (όχι μόνο το μυοσκελετικό σύστημα αλλά και το δέρμα, καρδιαγγειακό σύστημα, πνεύμονες, νεφρά κλπ.). Έχουν αυτοάνοσο υπόβαθρο, με τον όρο αυτό εννοούμε ότι προκαλούνται από δυσλειτουργία του ανοσολογικού συστήματος σε άτομα που έχουν το κατάλληλο γενετικό υπόβαθρο. Η πιο συχνή ρευματική πάθηση είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα που προσβάλλει το 1% περίπου του γενικού πληθυσμού. Άλλες συχνές ρευματικές παθήσεις είναι οι σπονδυλοαρθροπάθειες (αξονική σπονδυλαρθρίτιδα, ψωριασική αρθρίτιδα, αρθρίτιδα σχετιζόμενη με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου) και τα αυτοάνοσα νοσήματα του συνδετικού ιστού (συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, συστηματική σκληροδερμία, μυοσίτιδες, σύνδρομο Sjogren). Στο φάσμα της Ρευματολογίας μπαίνουν και οι εκφυλιστικές παθήσεις του μυοσκελετικού με κύριο εκπρόσωπο την οστεοαρθρίτιδα (ΟΑ). Η ΟΑ είναι το συχνότερο αίτιο πόνου σε αρθρώσεις και προσβάλλει μεγάλο ποσοστό του γενικού πληθυσμού, κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας. Το άρθρο αυτό επικεντρώνεται μόνο στα συστηματικά νοσήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω και όχι στην ΟΑ.
Δαούσης Δημήτριος
Αναπλ, Καθηγητής Ρευματολογίας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Πατρών
Αντιπρόεδρος Ελληνικής Ρευματολογικής Εταιρείας
Πώς γίνεται η διάγνωση των ρευματικών παθήσεων;
Η διάγνωση δεν είναι εύκολη και γίνεται από εξειδικευμένο ιατρό (ρευματολόγος). Η Ρευματολογία είναι μια υπο-ειδικότητα της Παθολογίας. Κατά συνέπεια ο Ρευματολόγος έχει γενικότερη γνώση Παθολογίας αλλά έχει εξειδικευτεί στα ρευματικά νοσήματα. Όταν τα ρευματικά νοσήματα έχουν εγκατασταθεί και οι κλινικές εκδηλώσεις είναι εμφανείς, η προκαταρκτική διάγνωση μπορεί να τεθεί και από γιατρούς άλλων ειδικοτήτων. Ωστόσο η επιβεβαίωση της διάγνωσης όπως και η συστηματική παρακολούθηση των ασθενών με ρευματικές παθήσεις πρέπει να γίνεται απαραίτητα από ρευματολόγο λόγω της πολυπλοκότητας αυτών των παθήσεων. Για την οριστική διάγνωση απαιτείται μια σειρά κλινικοεργαστηριακών ελέγχων.
- Ιστορικό
Με το όρο αυτό εννοούμε τη συνέντευξη όπου καταγράφονται αναλυτικά όλες οι πληροφορίες για τη νόσο. Είναι εξαιρετικά σημαντικό και θέτει ουσιαστικά τα θεμέλια για τη διάγνωση. Στη φάση αυτή ο ιατρός θα ρωτήσει πολλές λεπτομέρειες για τα συμπτώματα του αρρώστου και το πότε εμφανίσθηκαν. Επίσης θα ρωτήσει για όλες τις παθήσεις που τυχόν έχει ο ασθενής, τα φάρμακα που λαμβάνει και όλα τα σοβαρά προβλήματα υγείας που είχε ως τότε. Ο ρευματολόγος θα θέσει πολλές ερωτήσεις που ενδεχομένως θεωρηθούν ως άσχετες από τον ασθενή είναι όμως ιδιαίτερα σημαντικές για τη διάγνωση. Για παράδειγμα αν μια νεαρή ασθενής προσέλθει λόγω πρόσφατης εμφάνισης ενοχλήσεων σε αρθρώσεις των χεριών θα ερωτηθεί για πολλά πράγματα που δεν έχουν εμφανή συσχέτιση με το βασικό πρόβλημα (πόνος σε αρθρώσεις) όπως αν έχει εξανθήματα στο πρόσωπο που επιδεινώνονται με τον ήλιο, τριχόπτωση, άφθες στο στόμα, άσπρισμα στα δάκτυλα με το κρύο, αίσθημα άμμου στα ματιά κλπ. Να θυμόμαστε ότι οι ρευματικές παθήσεις είναι συστηματικές και συχνά προσβάλλουν και άλλα όργανα πλην των αρθρώσεων. Πολύ συχνά ο ασθενής θα ερωτηθεί και για την παρουσία άλλων ατόμων με ρευματικά νοσήματα στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον καθώς τα νοσήματα αυτά έχουν σαφή κληρονομική προδιάθεση.
- Φυσική εξέταση
Περιλαμβάνει την εξέταση του ασθενούς από τον ιατρό. Ο ρευματολόγος οφείλει να κάνει μια πλήρη εξέταση όλων των ζωτικών οργάνων που περιλαμβάνει τη λήψη ζωτικών σημείων (αρτηριακή πίεση, παλμούς), εξέταση θώρακα, καρδιάς κλπ με έμφαση στο μυοσκελετικό σύστημα καθώς συνήθως από εκεί έχουμε τις βασικές κλινικές εκδηλώσεις. Οι αρθρώσεις εξετάζονται μία προς μία με ειδική τεχνική που ελέγχει το εύρος κίνησης της άρθρωσης, την ευαισθησία στην πίεση και τη διαπίστωση τυχόν διόγκωσης. Η εξέταση είναι ανώδυνη και διαρκεί λίγα λεπτά. Αποτελεί το βασικότερο στοιχείο για τη διάγνωση μαζί με το ιστορικό.
- Εργαστηριακός έλεγχος
Μετά την ολοκλήρωση του ιστορικού και της φυσικής εξέτασης ο ρευματολόγος θα ζητήσει συνήθως έναν εργαστηριακό έλεγχο που θα είναι σχετικά εκτενής. Περιλαμβάνει συνήθεις εργαστηριακές εξετάσεις όπως γενική αίματος, γενική ούρων, βιοχημικό έλεγχο για λειτουργία βασικών οργάνων όπως κρεατινίνη (νεφρά), τρανσαμινάσες, (συκώτι) αλλά και εξιδεικευμένες ορολογικές εξετάσεις όπως αντιπυρηνικά αντισώματα (ΑΝΑ), ρευματοειδής παράγοντας κλπ. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει καμία εξέταση που από μόνη της να οδηγεί σε κάποια διάγνωση. Είναι συχνό το φαινόμενο κάποια άτομα να έχουν θετικές εξετάσεις, για παράδειγμα θετικά ΑΝΑ και να είναι απολύτως υγιείς και να μην χρειάζονται καμία θεραπεία. Οι ειδικές ορολογικές εξετάσεις είναι συνηγορητικές για την παρουσία ρευματικής νόσου μόνο αν υπάρχουν συμβατές κλινικές εκδηλώσεις (συμπτώματα ή ευρήματα στη φυσική εξέταση). Λόγω αυτής της πολυπλοκότητας η διάγνωση πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένους γιατρούς με εμπειρία στα ρευματικά νοσήματα. Κατά περίπτωση μπορεί να χρειαστεί και απεικονιστικός έλεγχος όπως απλές ακτινογραφίες ή πιο εξειδικευμένες εξετάσεις όπως αξονική η μαγνητική τομογραφία.