Πούτιν: Ανησυχεί για τη ρωσική οικονομία, λέει το Reuters – Ο Τραμπ πιέζει για συμφωνία με την Ουκρανία
Ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν ανησυχεί όλο και περισσότερο για τις στρεβλώσεις στην οικονομία της χώρας εν μέσω του πολέμου με την Ουκρανία, την ώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ πιέζει για συμφωνία, δηλώνουν στο Reuters πέντε πηγές με γνώση της κατάστασης.
Η κεντρική τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπουν ανάπτυξη κάτω του 1,5% για το 2025, αν και η ρωσική κυβέρνηση θεωρεί ότι υπάρχουν ελαφρώς πιο ρόδινες προοπτικές
Η οικονομία της Ρωσίας, η οποία στηρίζεται στις εξαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου και ορυκτών, αναπτύχθηκε δυναμικά τα τελευταία δύο χρόνια, παρά τους απανωτούς γύρους δυτικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν μετά την εισβολή της στην Ουκρανία το 2022.
Όμως, η εγχώρια δραστηριότητα έχει επιβαρυνθεί τους τελευταίους μήνες από τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού και τα υψηλά επιτόκια που θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, ο οποίος επιταχύνθηκε λόγω των στρατιωτικών δαπανών – ρεκόρ.
Αυτό έχει συμβάλει στην ανάπτυξη της άποψης σε ένα τμήμα της ρωσικής ελίτ ότι είναι επιθυμητή μια διευθέτηση του πολέμου με διαπραγματεύσεις, σύμφωνα με δύο πηγές που γνωρίζουν αυτές τις σκέψεις στο Κρεμλίνο.
Ο Τραμπ, ο οποίος επέστρεψε στο Οβάλ Γραφείο τη Δευτέρα, έχει υποσχεθεί να επιλύσει γρήγορα τη σύγκρουση στην Ουκρανία, τη μεγαλύτερη στην Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτή την εβδομάδα δήλωσε ότι είναι πιθανό να επιβληθούν περισσότερες κυρώσεις, καθώς και δασμοί, στη Ρωσία, εκτός εάν ο Πούτιν διαπραγματευτεί, προσθέτοντας ότι η χώρα οδεύει να αποκτήσει «μεγάλο πρόβλημα» στην οικονομία.
«Η Ρωσία δεν έχει λάβει συγκεκριμένες προτάσεις για συνομιλίες»
Υψηλόβαθμος σύμβουλος του Κρεμλίνου δήλωσε την Τρίτη ότι η Ρωσία δεν έχει λάβει μέχρι στιγμής συγκεκριμένες προτάσεις για συνομιλίες.
«Η Ρωσία, φυσικά, ενδιαφέρεται οικονομικά να διαπραγματευτεί έναν διπλωματικό τερματισμό της σύγκρουσης», δήλωσε σε συνέντευξή του ο Όλεγκ Βιούγκιν, πρώην αναπληρωτής πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, αναφερόμενος στον κίνδυνο κι άλλων οικονομικών στρεβλώσεων καθώς η Ρωσία αυξάνει τις στρατιωτικές και αμυντικές δαπάνες.
Ο Βιούγκιν δεν ήταν μία από τις πέντε πηγές του Reuters, οι οποίες μίλησαν στο πρακτορείο υπό τον όρο της ανωνυμίας λόγω της ευαίσθητης κατάστασης στη Ρωσία.
Η έκταση των ανησυχιών του Πούτιν για την οικονομία, που περιγράφουν οι πηγές, και η επιρροή που ασκεί αυτό στις απόψεις εντός του Κρεμλίνου για τον πόλεμο, καταγράφονται στο κείμενο του Reuters για πρώτη φορά.
Το πρακτορείο ειδήσεων έχει ήδη γράψει ότι ο Πούτιν είναι έτοιμος να συζητήσει με τον Τραμπ για τις επιλογές που υπάρχουν για κατάπαυση του πυρός, με την προϋπόθεση ότι τα εδαφικά κέρδη της Ρωσίας στην Ουκρανία θα γίνουν αποδεκτά και ότι η Ουκρανία πρέπει να εγκαταλείψει το αίτημά της να ενταχθεί στη στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.
Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ, όταν ρωτήθηκε σχετικά με το δημοσίευμα του Reuters, αναγνώρισε ότι υπάρχουν «προβληματικοί παράγοντες» στην οικονομία, αλλά δήλωσε ότι αυτή αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς και είναι σε θέση να καλύψει «όλες τις στρατιωτικές απαιτήσεις σταδιακά», καθώς και όλες τις κοινωνικές ανάγκες.
Η στάση του Τραμπ
Ο Τραμπ «επικεντρώνεται στον τερματισμό αυτού του βάναυσου πολέμου», εμπλέκοντας ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερομένων, δήλωσε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Μπράιαν Χιουζ, απαντώντας σε ερωτήσεις του Reuters. Τις τελευταίες εβδομάδες, οι σύμβουλοι του Τραμπ έχουν πάρει πίσω τον ισχυρισμό του ότι ο τριετής πόλεμος θα μπορούσε να τερματιστεί σε μια ημέρα.
Λίγες ημέρες πριν από την ορκωμοσία του Τραμπ, η κυβέρνηση του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν επέβαλε την ευρύτερη δέσμη κυρώσεων που στοχεύει μέχρι στιγμής τα έσοδα της Ρωσίας από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Μια κίνηση για την οποία ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Μπάιντεν, Τζέικ Σάλιβαν, δήλωσε, ότι ανοίγει νέα σελίδα και θα δώσει στον Τραμπ μοχλό πίεσης σε τυχόν συνομιλίες, ασκώντας οικονομική πίεση στη Ρωσία.
Η κατάσταση της ρωσικής οικονομίας – Η παραδοχή του Πούτιν
Ο Πούτιν έχει πει ότι η Ρωσία μπορεί να πολεμήσει όσο χρειαστεί και ότι η Μόσχα δεν θα υποκύψει ποτέ μπροστά σε άλλη δύναμη για βασικά εθνικά συμφέροντα.
Η ρωσική οικονομία των 2,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων είχε επιδείξει μέχρι πρόσφατα αξιοσημείωτη αντοχή κατά τη διάρκεια του πολέμου και ο Πούτιν επαίνεσε κορυφαίους οικονομικούς αξιωματούχους και επιχειρήσεις για την παράκαμψη των πιο αυστηρών δυτικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν ποτέ σε μεγάλη οικονομία.
Αφού συρρικνώθηκε το 2022, το ΑΕΠ της Ρωσίας αυξήθηκε ταχύτερα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2023 και το 2024. Φέτος, ωστόσο, η κεντρική τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπουν ανάπτυξη κάτω του 1,5%, αν και η ρωσική κυβέρνηση θεωρεί ότι υπάρχουν ελαφρώς πιο ρόδινες προοπτικές.
Ο πληθωρισμός έχει πλησιάσει σε διψήφιο ποσοστό παρά την αύξηση του βασικού επιτοκίου από την κεντρική τράπεζα στο 21% τον Οκτώβριο. Στο ζήτημα του πληθωρισμού είχε αναφερθεί και ο Πούτιν στην καθιερωμένη ετήσια συνέντευξη που έδωσε τον περασμένο Δεκέμβριο.
«Η κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα έχουν ήδη αναλάβει να μειώσουν τον ρυθμό», δήλωσε.
«Οι πολεμικοί στόχοι επιτεύχθηκαν»
Πέρυσι, η Ρωσία σημείωσε τα σημαντικότερα εδαφικά κέρδη της από τις πρώτες ημέρες του πολέμου και ελέγχει πλέον σχεδόν το ένα πέμπτο της Ουκρανίας.
Ο Πούτιν πιστεύει ότι οι βασικοί πολεμικοί στόχοι έχουν ήδη επιτευχθεί, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου της χερσαίας ζώνης που συνδέει την ηπειρωτική Ρωσία με την Κριμαία και της αποδυνάμωσης του στρατού της Ουκρανίας, δήλωσε μία από τις πηγές που γνωρίζουν τι σκέφτονται στο Κρεμλίνο.
Ο Ρώσος πρόεδρος αναγνωρίζει επίσης την πίεση που ασκεί ο πόλεμος στην οικονομία, δήλωσε η πηγή, αναφέροντας «πραγματικά μεγάλα προβλήματα», όπως ο αντίκτυπος του υψηλού επιτοκίου στις μη στρατιωτικές επιχειρήσεις και τη βιομηχανία.
Η Ρωσία αύξησε τις αμυντικές δαπάνες στο υψηλότερο μετασοβιετικό επίπεδο του 6,3% του ΑΕΠ φέτος που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο των δαπανών του προϋπολογισμού. Οι δαπάνες ήταν πληθωριστικές. Μαζί με τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού εν καιρώ πολέμου, οδήγησαν τους μισθούς σε υψηλότερα επίπεδα.
Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει επιδιώξει υψηλότερα φορολογικά έσοδα για να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Ο Βιούγκιν, ο πρώην υποδιοικητής της ρωσικής κεντρικής τράπεζας, δήλωσε ότι η διατήρηση των υψηλών επιτοκίων θα ασκήσει πίεση στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και των τραπεζών.
Η ανησυχία του Ρώσου προέδρου
Η απογοήτευση του Πούτιν ήταν εμφανής σε μια συνάντηση με επιχειρηματίες το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου, όπου επέπληξε κορυφαίους οικονομικούς αξιωματούχους, σύμφωνα με δύο από τις πηγές, οι οποίες έχουν γνώση των συζητήσεων για την οικονομία στο Κρεμλίνο και την κυβέρνηση.
Μία από τις πηγές, η οποία ενημερώθηκε μετά τη συνάντηση, πληροφορήθηκε ότι ο Πούτιν ήταν εμφανώς δυσαρεστημένος όταν άκουσε ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις περικόπτονται λόγω του κόστους των πιστώσεων.
Το Κρεμλίνο έδωσε στη δημοσιότητα τα εισαγωγικά σχόλια του Πούτιν που επαινούσαν τις επιχειρήσεις, αλλά δεν προσδιόρισε κανέναν από τους επιχειρηματίες που συμμετείχαν στην ως επί το πλείστον κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση. Το Reuters επιβεβαίωσε από μία πηγή ότι η διοικήτρια της Κεντρικής Τράπεζας Ελβίρα Ναμπιούλινα δεν ήταν παρούσα.
Την Τετάρτη, ο Πούτιν δήλωσε προς τους υπουργούς, σε σχόλια που μεταδόθηκαν τηλεοπτικά, ότι πρόσφατα συζήτησε με τους ηγέτες των επιχειρήσεων τους κινδύνους που εγκυμονεί η μείωση της πιστωτικής δραστηριότητας για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, σε μια προφανή αναφορά στη συνάντηση του Δεκεμβρίου.
Οι δημόσιες επικρίσεις από επιχειρηματίες
Ορισμένοι από τους ισχυρότερους επιχειρηματίες της Ρωσίας, όπως ο διευθύνων σύμβουλος της Rosneft Ίγκορ Σετσίν, ο διευθύνων σύμβουλος της Rostec Σεργκέι Τσεμέζοφ, ο μεγιστάνας του αλουμινίου Όλεγκ Ντεριπάσκα και ο Αλεξέι Μορντάσοφ, ο μεγαλύτερος μέτοχος της χαλυβουργίας Severstal, έχουν επικρίνει δημοσίως τα υψηλά επιτόκια.
Η Ναμπιούλινα αντιμετώπισε πιέσεις για να μην αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια από δύο από τους πιο ισχυρούς τραπεζίτες της Ρωσίας – τον πρώην προϊστάμενό της, τον διευθύνοντα σύμβουλο της Sberbank Γκέρμαν Γκρεφ και τον διευθύνοντα σύμβουλο της VTB Αντρέι Κοστίν – οι οποίοι φοβήθηκαν ότι η Ρωσία οδεύει προς τον στασιμοπληθωρισμό, δήλωσε πηγή με γνώση των συζητήσεων για την οικονομία.
Στα σχόλιά του στις 19 Δεκεμβρίου, ο Πούτιν ζήτησε μια «ισορροπημένη απόφαση για τα επιτόκια». Την επόμενη ημέρα, στην τελευταία συνεδρίαση για τη νομισματική πολιτική του έτους, η κεντρική τράπεζα διατήρησε το επιτόκιο στο 21% παρά τις προσδοκίες της αγοράς ότι θα προχωρούσε σε αύξηση κατά 200 μονάδες βάσης.
Σε ομιλία της μετά από αυτή την απόφαση, η Ναμπιούλινα αρνήθηκε ότι υπέκυψε στις πιέσεις. Είπε ότι οι επικρίσεις για την πολιτική της κεντρικής τράπεζας αυξάνονταν όταν τα επιτόκια ήταν υψηλά.
Η Ναμπιούλινα, ο Γκρεφ και ο Κοστίν δεν απάντησαν αμέσως σε αιτήματα για σχόλια για το θέμα αυτό, σημειώνει το Reuters.
Η σχετική ανάρτηση του Reuters στο Χ:
Exclusive: President Vladimir Putin has grown increasingly concerned about distortions in Russia’s wartime economy, just as Donald Trump pushes for an end to the Ukraine conflict https://t.co/szAHYlps6X
— Reuters (@Reuters) January 23, 2025
Ο ρόλος της Ναμπιούλινα
Η Ελβίρα Ναμπιούλινα, πρώην οικονομική σύμβουλος του Πούτιν, η οποία διετέλεσε επίσης υπουργός Οικονομίας του, είναι μία από τις πιο ισχυρές γυναίκες της Ρωσίας: έχει διατελέσει διοικήτρια της κεντρικής τράπεζας από τον Ιούνιο του 2013 και τρεις από τις πηγές δήλωσαν ότι ο Πούτιν την εμπιστεύεται.
Λίγες μόλις εβδομάδες μετά την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία το 2022, ο Πούτιν πρότεινε στη Ναμπιούλινα να αναλάβει μια τρίτη θητεία ως επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας. Η θητεία της λήγει το 2027.
Οι υποστηρικτές της λένε ότι οι επικριτές της παραβλέπουν τη βασική αιτία του πληθωρισμού – τις τεράστιες δαπάνες για τον πόλεμο – και λένε ότι χωρίς αυτήν, η οικονομική σταθερότητα θα είχε απειληθεί.
Ορισμένοι βουλευτές έχουν ζητήσει την αντικατάστασή της, πράγμα απίθανο, σύμφωνα με δύο από τις πηγές.
«Κανείς σε μια τέτοια κατάσταση δεν θα αλλάξει τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας», δήλωσε μία από τις πηγές, η οποία γνωρίζει για τις συζητήσεις για την οικονομία. «Το κύρος της Ναμπιούλινα είναι αδιαμφισβήτητο, ο πρόεδρος την εμπιστεύεται», τόνισε.