Πώς η κατάρρευση του πληθυσμού των νυχτερίδων καταδίκασε σε θάνατο πάνω από 1.000 μωρά
Οι νυχτερίδες θεωρούνται φυσικό εντομοκτόνο στο οποίο βασίζονται οι αγρότες ως εναλλακτική λύση στα φυτοφάρμακα για την προστασία της σοδειάς τους.
Από το 2006, όμως, πολλοί πληθυσμοί νυχτερίδων στη Βόρεια Αμερική έχουν συρρικνωθεί λόγω ενός ξενικού είδους μύκητα (Pseudogymnoascus destructans) που τις προσβάλλει όσο κοιμούνται στις σπηλιές τους στη διάρκεια του χειμώνα.
Μελέτη που δημοσιεύεται τώρα στο περιοδικό Science συνδέει την κατάρρευση του πληθυσμού των νυχτερίδων με αύξηση της χρήσης εντομοκτόνων στη γεωργία κατά 31%, αύξηση που με τη σειρά της συνδέεται με μεγάλη αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας κατά 8%.
Από το 2006 μέχρι το 2017, πάνω από 1.300 βρέφη είναι πιθανό να πέθαναν λόγω της αυξημένης χρήσης εντομοκτόνων, υπολογίζουν οι ερευνητές.
Είναι ένα παράδειγμα του πώς μια απότομη μεταβολή σε ένα οικοσύστημα μπορεί να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις σαν φαινόμενο ντόμινο.
«Οι νυχτερίδες έχουν αποκτήσει κακή φήμη ως κάτι που πρέπει να φοβόμαστε, ειδικά μετά τις αναφορές για πιθανή σύνδεση με την προέλευση της Covid-19» δήλωσε σε δελτίο Τύπου ο Έγιαλ Φρανκ του Πανεπιστημίου του Σικάγο, επικεφαλής της μελέτης.
Κι όμως, οι νυχτερίδες μειώνουν τα έντομα, μια υπηρεσία της οποίας η οποίας η οικονομική αξία έχει εκτιμηθεί μεταξύ 4 και 53 δισ. δολαρίων ανά έτος.
Η μελέτη συνέκρινε αμερικανικές κομητείες που επλήγησαν από την επιδημία με κομητείες που έμειναν ανεπηρέαστες και διαπίστωσε ότι κάθε αύξηση της χρήσης εντομοκτόνων κατά μία ποσοστιαία μονάδα συνδέεται με αύξηση της παιδικής θνησιμότητας κατά 0,2%.
Η ανάλυση δεν αρκεί για να αποδείξει ότι υπάρχει αιτιώδης σχέση ανάμεσα στα δύο και ότι η αύξηση της θνησιμότητας δεν οφείλεται σε άσχετους παράγοντες. Ωστόσο η αύξηση είναι μεγάλη και βρίσκεται σε συμφωνία με προηγούμενες μελέτες όπως αυτή, η οποία ενοχοποιούσε την ατμοσφαιρική ρύπανση για αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας.
Η μελέτη «είναι ο πιο πειστικός μέχρι στιγμής ισχυρισμός» για τις συνέπειες της απώλειας άγριων ειδών στην ανθρώπινη υγεία, σχολίασε στον δικτυακό τόπο του Science ο Πολ Φεράρο, ερευνητής Βιωσιμότητας του Πανεπιστημίου «Τζονς Χόπκινς», ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.
Η ανάλυση έδειξε επίσης ότι τα χημικά εντομοκτόνα δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικά με τις νυχτερίδες. Η ποιότητα των καλλιεργειών φαίνεται ότι μειώθηκε, καθώς οι γεωργοί είδαν τα έσοδά τους να μειώνονται κατά σχεδόν 29%.
Σε συνδυασμό με τα έξοδα των εντομοκτόνων, η μείωση των εσόδων αντιστοιχεί σε οικονομική απώλεια 26,9 δισ. δολαρίων την περίοδο 2006-2017. Αν σε αυτό προστεθεί η οικονομική ζημιά που αντιστοιχεί στη βρεφική θνησιμότητα, το νούμερο φτάνει τα 39,6 δισ.
Όπως τόνισε ο Φρανκ, «όταν οι νυχτερίδες δεν είναι πια εδώ να κάνουν τη δουλειά τους στον έλεγχο των εντόμων, το κόστος για την κοινωνία είναι πολύ μεγάλο. Όμως το κόστος της προστασίας των πληθυσμών νυχτερίδων είναι πιθανώς μικρότερο».
«Γενικότερα, η μελέτη δείχνει ότι η άγρια ζωή προσθέτει αξία για την κοινωνία και οφείλουμε να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή την αξία προκειμένου να καθορίσουμε πολιτικές προστασίας».