Πολεοδομία Ρόδου: Αντιδράσεις εισαγγελέων, δικαστών και δικηγόρων για τον χειρισμό Κλάπα – Η απάντηση του Αρείου Πάγου

Σφοδρές αντιδράσεις προκάλεσε σε δικαστικούς, εισαγγελικούς και νομικούς κύκλους η παραγγελία της πρόεδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα για επείγουσα άσκηση πειθαρχικού ελέγχου κατά της ανακρίτριας και της εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου, που χειρίστηκαν την υπόθεση του κυκλώματος στην πολεοδομία.
Υπενθυμίζεται ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι, στελέχη της πολεοδομίας της Ρόδου και ιδιώτες, μετά την απολογία τους αφέθηκαν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους.
Μεταξύ άλλων η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων τόνισε πως «η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση σε κατηγορούμενο για κακούργημα, όχι ως προκαταβολική ποινή, αλλά μόνο ως μέσο διασφάλισης της παρουσίας του στο δικαστήριο ή αποτροπής τέλεσης νέων εγκλημάτων, εφόσον κρίνεται αιτιολογημένα ότι τα λοιπά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού και ιδίως η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, η καταβολή χρηματικής εγγύησης ή η υποχρέωση σταθερής εμφάνισης ενώπιον της αστυνομικής αρχής, στα οποία δίνεται εκ του νόμου προτεραιότητα, δεν επαρκούν. Πρόκειται δε για εξατομικευμένη κρίση, που αφορά την κάθε υπόθεση ξεχωριστά, υπηρετεί αποκλειστικά τους δικονομικούς σκοπούς της ποινικής δίκης και δεν μπορεί να εντάσσεται, ούτε να συγχέεται με τον παραδειγματικό χαρακτήρα μηνυμάτων περί επιβολής της «νομιμότητας», που πρόσφατα είδαμε να εκπέμπονται από την εκτελεστική εξουσία».
Πρόσθεσε πως «σήμερα περισσότερο από ποτέ, στεκόμαστε στο πλευρό των συγκεκριμένων συναδέλφων, όπως και κάθε συναδέλφου που με προσωπικό κόστος, επιστημονική σπουδή και αιτιολογημένη κρίση, υλοποιεί καθημερινά στην πράξη την δικαστική ανεξαρτησία».
Από την πλευρά της η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος υπογράμμισε ότι «η παραγγελία της άσκησης πειθαρχικού ελέγχου για δικαιοδοτική κρίση δικαστικού λειτουργού και η ευρεία γνωστοποίησή της πλήττει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και τελικά βλάπτει την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και την ίδια τη δημοκρατία, θέτοντας υπό διαρκή αμφισβήτηση τον θεσμό και τροφοδοτώντας την κακόβουλη και απαξιωτική συζήτηση περί δήθεν αδυναμίας και ανεπάρκειας των λειτουργών της».
Αντιδρά και η Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων
Ακόμη, για το ίδιο θέμα, εκτάκτως συνέρχεται αύριο η Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων για να λάβει αποφάσεις για τον πειθαρχικό έλεγχο που ζήτησε η πρόεδρος του Αρείου Πάγου.
Ειδικότερα, η συντονιστική επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, με αφορμή την εντολή της προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα με την οποία ζήτησε επείγουσα άσκηση πειθαρχικού ελέγχου κατά της ανακρίτριας και της εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου, που χειρίστηκαν την υπόθεση του κυκλώματος στην πολεοδομία, σε ανακοίνωσή της αναφέρει ότι αύριο θα συνέλθει εκτάκτως η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων για «να λάβει αποφάσεις για περαιτέρω αντιδράσεις απέναντι στις συμπεριφορές της ηγεσίας του Αρείου Πάγου».
Η απάντηση του Αρείου Πάγου
Ο αρεοπαγίτης Παναγιώτης Λυμπερόπουλος, εκπρόσωπος Τύπου του Αρείου Πάγου σε ανακοίνωσή του σχετικά με τις αντιδράσεις δικαστών, εισαγγελέων και δικηγόρων αναφέρει ότι «πρέπει να καταστεί σαφές προς κάθε κατεύθυνση ότι η ελευθερία της γνώμης κάθε δικαστή και εισαγγελέα κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ανεξαρτήτως βαθμού, είναι θεμελιώδες στοιχείο της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του, η οποία όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγχέεται με το ανέλεγκτο».
Αναλυτικότερα, η ανακοίνωση του Αρείου Πάγου έχει ως εξής:
«Αναφορικά με τη δικογραφία που εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης στο Πρωτοδικείο Ρόδου, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, στο πλαίσιο της ασκήσεως των καθηκόντων της περί εποπτείας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων της χώρας (άρθρο 23 του νόμου 439/2022) ζήτησε από την πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης τη διερεύνηση του ενδεχομένου διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης εις βάρος δικαστικού λειτουργού αναφορικά με την άσκηση των καθηκόντων του.
Πρέπει να καταστεί σαφές προς κάθε κατεύθυνση ότι η ελευθερία της γνώμης κάθε δικαστή και εισαγγελέα, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ανεξαρτήτως βαθμού, είναι θεμελιώδες στοιχείο της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του, η οποία όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγχέεται με το ανέλεγκτο.
Εξάλλου, ο έλεγχος αν η ελευθέρως διαπιστωθείσα γνώμη του δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού εκφεύγει των ακροτάτων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015), έτσι όπως αυτή προσδιορίζεται από το νόμο και την υπαγωγή σε αυτόν των αποδειχθέντων, ανήκει αποκλειστικά και μόνο στα αρμόδια προς τούτο, κατά το Σύνταγμα και τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, δικαστικά όργανα.
Αυτά και μόνο, έχοντας γνώμη όλων των στοιχείων της δικογραφίας, νομίμως επιλαμβάνονται και ασκούν την αρμοδιότητά τους με στόχο την προάσπιση του κράτους δικαίου, του κύρους της Δικαιοσύνης, της δικαιικής ασφάλειας των πολιτών και την εδραίωση της εμπιστοσύνης τους προς τους θεσμούς».