Περί εκλογικού νόμου – Το «όχι» Μητσοτάκη, η στάση του ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ

Δημοσιεύτηκε στις 04/01/2025 20:04

Περί εκλογικού νόμου – Το «όχι» Μητσοτάκη, η στάση του ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ

Λίγο πριν πέσει η αυλαία του 2024 οι συζητήσεις περί εκλογικού νόμου «φούντωσαν». Υπάρχει άραγε ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου ως προς το μπόνους και το όριο εισόδου στη Βουλή; Από το κυβερνητικό στρατόπεδο δεν διέψευσαν ότι Κυριάκος Μητσοτάκης και Νίκος Ανδρουλάκης συζήτησαν στις αρχές Δεκεμβρίου για την εκλογική νομοθεσία.

Φυσικά, κανείς δεν ήταν εντός της αίθουσας όπου συνομίλησαν οι δύο πολιτικοί. Εντούτοις, το ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε να τοποθετηθεί δημόσια, μετά από δημοσιεύματα, και να πάρει αποστάσεις από το ενδεχόμενο να συναινέσει σε αλλαγή του ορίου εισόδου που σήμερα αντιστοιχεί σε 3%. Σε σχέση με το μπόνους τα πράγματα είναι πιο σύνθετα.

Το «όχι» Μητσοτάκη, η στάση του ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ
Ήταν τέλη Νοεμβρίου όταν ο Πρωθυπουργός, σε τηλεοπτική του συνέντευξη, είχε βάλει φρένο στα σενάρια αλλαγής της εκλογικής νομοθεσίας. Μάλιστα, είχε δηλώσει ότι δεν πρόκειται να πειραματιστεί με τους «κανόνες του παιχνιδιού» προκειμένου να βελτιώσει τις πιθανότητες να κερδίσει μια ακόμη εκλογική μάχη. Στην ίδια κατεύθυνση είχε κινηθεί και ο υπουργός Εσωτερικών, Θοδωρής Λιβάνιος, στις αρχές Δεκεμβρίου, όταν είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο αλλαγής της υπάρχουσας νομοθεσίας.

Από την πλευρά της, η Χαριλάου Τρικούπη, δια στόματος Κώστα Τσουκαλά, ξεκαθάρισε ότι δεν συζητάει αλλαγή στο όριο εισόδου στη Βουλή, παραπέμποντας μάλιστα στις δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δεν απέρριψε όμως, επί της αρχής, την αλλαγή του εκλογικού νόμου με το βλέμμα στραμμένο στο μπόνους του πρώτου κόμματος.

Την ίδια ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να ετοιμάζεται για «πόλεμο». Κομματικές πηγές σχολίαζαν στο in ότι η συζήτηση αυτή στέλνει λάθος μήνυμα προς τους πολίτες. Κατηγόρησαν δε τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι αυτό που επιδιώκει μέσα από κάθε του κίνηση είναι «να τακτοποιήσει εσωκομματικές διευθετήσεις», ενώ σημείωναν ότι «αν νομίζει η ΝΔ ότι θα κυβερνήσει τεντώνοντας τον εκλογικό νόμο, θα κριθεί από τους πολίτες».

Τα «αγκάθια» και η αυτοδυναμία
Επί της ουσίας, τα δύο κομβικά ζητήματα που απασχολούν τα κομματικά επιτελεία είναι δύο. Και τα δύο αφορούν την προοπτική της κυβερνησιμότητας και είναι δεδομένο ότι εφόσον ανοίξει επίσημα αυτή συζήτηση, τότε θα υπάρξουν σφοδρές συγκρούσεις και αντιδράσεις κυρίως από τα μικρότερα κόμματα.

Από την μια πλευρά, η αλλαγή του ορίου εισόδου στη Βουλή από το 3% στο 5% είναι πιθανόν να αφήσει εκτός βουλής 3 με 4 κόμματα. Μια τέτοια αλλαγή θα κάνει το εκλογικό σύστημα ακόμη λιγότερο αναλογικό, ευνοώντας κατά κύριο λόγο τον πρώτο.

Στο Μέγαρο Μαξίμου γνωρίζουν ότι υπό τις υπάρχουσες συνθήκες -με βάση αυτά που καταγράφουν τουλάχιστον οι δημοσκοπήσεις- η αυτοδυναμία μοιάζει με απατηλό όνειρο. Φυσικά, η κυβέρνηση έχει αρκετό πολιτικό χρόνο για να χαρτογραφήσει τις κινήσεις της με δεδομένο ότι οι εκλογές -εκτός απροόπτου- θα διενεργηθούν το 2027.

Η αλλαγή του ορίου εισόδου
Υπάρχουν κυβερνητικά στελέχη τα οποία εκτιμούν ότι μια αλλαγή ορίου εισόδου στη Βουλή από το 3% στο 5% δεν θα λειτουργήσει κατ’ ανάγκη θετικά για τη ΝΔ. Πρώτον, γιατί δεν αποκλείεται μια τέτοια απόφαση να γυρίσει μπούμερανγκ και να συσπειρώσει τα μικρότερα κόμματα και εκ δεξιών της αλλά και εξ αριστερών της.

Στην πραγματικότητα όμως, μια τέτοια απόφαση δεν λύνει το πολιτικό πρόβλημα. Εφόσον η ΝΔ είναι πρώτο κόμμα, τότε μέσω της συγκεκριμένης αλλαγής, δεν έχει να κερδίσει περισσότερες από 5 έδρες με βάση τον τρόπο που αυτές κατανέμονται. Άρα, όταν στις δημοσκοπήσεις καταγράφει ποσοστά κάτω από 30%, το πρόβλημα της αυτοδυναμίας δεν επιλύεται.

Το μπόνους και οι αλλαγές
Από την άλλη, η «μάχη» ίσως παιχτεί στο θέμα του μπόνους. Με τον υπάρχοντα εκλογικό νόμο, το μπόνους μπορεί να φτάσει έως και τις 50 έδρες. Πώς μπορεί να εξασφαλιστεί άραγε η αυτοδυναμία; Μόνο εάν μεταβληθεί η κατανομή των έξτρα εδρών (μπόνους) με βάση τη διαφορά που έχει το πρώτο από το δεύτερο κόμμα. Σε αυτή την περίπτωση, όσο μεγάλωνε η διαφορά των δύο κομμάτων, ο πρώτος θα λάμβανε περισσότερες έδρες. Κατ’ επέκταση θα πλησίαζε πιο εύκολα τον στόχο της αυτοδυναμίας.

Άλλωστε, ο εκλογικός νόμος είναι ένας μηχανισμός που μετατρέπει τις ψήφους σε βουλευτικές έδρες. Αυτό προϋποθέτει μαθηματικές συναρτήσεις.

Υπό το υπάρχον εκλογικό καθεστώς, αν δύο κόμματα συνασπιστούν και κατέλθουν στις εκλογές με κοινό ψηφοδέλτιο μπορούν να λάβουν το μπόνους μόνο εάν το ποσοστό τους είναι διπλάσιο του δεύτερου κόμματος, το οποίο συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία αυτοτελώς. Π.χ. σε ένα υποθετικό σενάριο όπου ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ συνασπίζονταν στις επόμενες κάλπες και λάμβαναν 45% και η ΝΔ βρισκόταν στο 23%, τότε οι έξτρα έδρες θα πήγαιναν πάλι στο κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Κι αυτό γιατί με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, το 45%, από τη στιγμή που λαμβάνεται από έναν συνασπισμό δύο κομμάτων, τότε διαιρείται δια του δύο. Άρα οι έδρες που αντιστοιχούν σε κάθε κόμμα αντιστοιχούν σε ποσοστό 22.5%. Από τη στιγμή που η ΝΔ λάμβανε 23%, τότε θα έπαιρνε τις έξτρα έδρες αν και δεύτερο κόμμα.

Ηλιού φαεινότερο ότι η σημερινή δημοσκοπική εικόνα δεν δίνει περιθώρια για ένα τέτοιο σενάριο. Την ίδια ώρα, το ΠΑΣΟΚ θα συζητούσε τυχόν αλλαγές σε σχέση με το μπόνους. Φυσικά, προς το ευνοϊκότερο για το ιδιο. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αποτελεί συνασπισμό κομμάτων, άρα, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να λάβει το μπόνους των έξτρα εδρών με την υπάρχουσα εκλογική νομοθεσία, ακόμη κι αν ερχόταν πρώτο κόμμα.

Πάντως, είναι απίθανο, η κυβέρνηση να κάνει την χάρη στη Χαριλάου Τρικούπη να αλλάξει τον εκλογικό νόμο, προκειμένου να διευκολύνει τους συνασπισμούς κομμάτων να λαμβάνουν το μπόνους των 50 εδρών.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι μέχρι στιγμής, οι συζητήσεις για ενδεχόμενες αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία «μπαινοβγαίνουν» στη δημόσια σφαίρα και αυτό με ευθύνη της ίδιας της κυβέρνησης. Άλλωστε, όπου υπάρχει καπνός, συνήθως, υπάρχει και φωτιά.

πηγή in.gr