Ότο Κίζελ: Η απίστευτη ιστορία του κλέφτη που φυγάδεψε κρατούμενους του Άουσβιτς
Δεν ήταν ένας ευγενής αξιωματικός όπως ο Κλάους φον Στάουφενμπεργκ, ο επικεφαλής της πιο διάσημης απόπειρας δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ. Δεν ήταν ένας τιτάνας της βιομηχανίας όπως ο Όσκαρ Σίντλερ, ο οποίος φιλοξενούσε Εβραίους ως βασικούς εργάτες στο εργοστάσιό του. Ο Ότο Κίζελ ήταν ένας καταδικασμένος εγκληματίας, ένας κλέφτης, που βρέθηκε καταμεσής της δολοφονικής μηχανής των Ναζί και κατάφερε να σώσει εκατοντάδες ανθρώπους από βέβαιο θάνατο. Ήταν ο «τρόφιμος του Άουσβιτς Νο 2».
Στη Γερμανία, λίγοι έχουν ακούσει γι’ αυτόν. Όμως η ιστορία του Κίζελ έχει πλέον απαθανατιστεί σε ένα βιβλίο που έγραψε ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Σεμπάστιαν Κρίστ, ο οποίος ο ίδιος άκουσε για τον Κίζελ μόνο τυχαία μιλώντας με τον διευθυντή του μουσείου του Άουσβιτς-Μπίρκεναου το 2003. Ο Καζίμιες Σμόλεν, ο οποίος διηύθυνε τότε το μουσείο, γνώρισε τον Κίζελ όταν ήταν και οι δύο κρατούμενοι στο Άουσβιτς. Ο Σμόλεν είπε στον Κριστ ότι η ιστορία αυτού του καλού ανθρώπου έπρεπε να ειπωθεί. Και είχε απόλυτο δίκιο.
«Πολλοί υπέθεσαν τότε ότι τους πρόδωσα, επειδή ήμουν ακόμα ζωντανός. Όμως δεν θα το έκανα ποτέ αυτό, θα τους άφηνα μάλλον να με χτυπήσουν μέχρι θανάτου».
Ποιος ήταν ο Ότο Κίζελ;
Ο Κίζελ γεννήθηκε έξω από το Βερολίνο το 1909. Στην ηλικία των 14 ετών εγκατέλειψε την εκπαίδευσή του ως ηλεκτρολόγος, επειδή προτιμούσε να είναι κύριος του εαυτού του από το να ακολουθεί οδηγίες. Άρχισε να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι πουλώντας κορδόνια παπουτσιών. Πουλούσε επίσης φρούτα, διαφημίζοντάς τα με το τολμηρό άσμα: «Μπανάνες, μπανάνες για τις κυρίες χωρίς άντρα».
Αλλά η επιβίωση στη Γερμανία της Βαϊμάρης, με την παραπαίουσα οικονομία της, δεν ήταν εύκολη – και έγινε πολύ πιο δύσκολη μετά το 1929, όταν ξεκίνησε η Μεγάλη Ύφεση.
Ως νεαρός, είχε αρκετές περιπέτειες με τον νόμο – πιθανότατα για κλοπές και διαρρήξεις, σύμφωνα με τον Κριστ – και μπαινόβγαινε στη φυλακή.
Εγκληματίας καριέρας
Κάποιος σαν τον Κίζελ δεν ταίριαζε ακριβώς στην εικόνα του ιδανικού Γερμανού όπως την εννοούσαν οι Ναζί.
Όταν οι Ναζί ανέλαβαν την εξουσία το 1933, ο Κίζελ δεν έπεσε από τα «σύννεφα». Η οπτική του για τους νέους κυβερνήτες της Γερμανίας ήταν κατάφωρα η χειρότερη δυνατή. Μάλιστα, όταν συνελήφθη για μια από τις κλοπές του, ακόμα και στο αστυνομικό τμήμα και παρόλες τις πιέσεις που δέχτηκε αρνήθηκε πεισματικά να πει «Χάιλ Χίτλερ», σύμφωνα με τον συγγραφές του βιβλίου.
Ο Κίζελ μπορεί απέρριπτε το νέο σύστημα, αλλά το σύστημα δεν τον απέρριψε. Από τη σκοπιά των Ναζί, ο Κίζελ ήταν αυτό που θα χαρακτήριζαν «εγκληματία καριέρας». Σύμφωνα με τους νόμους της εποχής, όσοι καταδικάζονταν σε τουλάχιστον τρεις ποινές φυλάκισης για κλοπή και περνούσαν τουλάχιστον έξι μήνες πίσω από τα κάγκελα, μπορούσαν να μεταφερθούν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης χωρίς δικαστική απόφαση.
Ο ρόλος των κάπων
Το 1937, ο Κίζελ κλήθηκε από την Γκεστάπο. Συνελήφθη και στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Sachsenhausen, έξω από το Βερολίνο. Ο αρχηγός της Γκεστάπο Χάινριχ Χίμλερ ονειρευόταν μια «εθνική κοινότητα χωρίς εγκληματίες» ή «αντικοινωνικά» στοιχεία και άνθρωποι σαν τον Κίζελ έπρεπε να κλειστούν μόνιμα για το «καλό της κοινωνίας».
Όμως ο Κίζελ είχε έναν ιδιαίτερο ρόλο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Έγινε λειτουργός κρατουμένων – ένας προνομιούχος κρατούμενος που ήταν επιφορτισμένος με τη βοήθεια των φρουρών – γνωστός και ως «κάπο». Οι Ναζί πίστευαν ότι οι «εγκληματίες καριέρας» ήταν ιδανικοί κάποι, επειδή δεν είχαν ιδεολογία και δεν σχημάτιζαν υπόγεια δίκτυα, σε αντίθεση με τους κομμουνιστές, τους σοσιαλδημοκράτες και άλλους πολιτικούς κρατούμενους.
Η δουλειά τους ήταν να αναθέτουν εργασίες σε άλλους κρατούμενους. Οι κάποι προορίζονταν να είναι μικρά γρανάζια στη δολοφονική μηχανή των στρατοπέδων συγκέντρωσης και να φροντίζουν ώστε οι κρατούμενοι να πεθαίνουν από εξάντληση.
Οι περισσότεροι κάποι έκαναν ακριβώς αυτό που ήθελαν οι Ναζί. Κάποιοι διασκέδαζαν πνίγοντας Πολωνούς κρατούμενους στα περιττώματα ή χτυπώντας τους μέχρι θανάτου. Ένας από τους πιο διαβόητους κάπους ήταν ο Μπρούνο Μπρόντνιεβιτς, γνωστός ως τρόφιμος Νο 1.
Για πολλές δεκαετίες, οι εγκληματίες δεν αναγνωρίζονταν ως ειδική ομάδα θυμάτων του Ολοκαυτώματος, σε αντίθεση με τους Εβραίους και τους πολιτικούς κρατούμενους.
Αντίσταση στα κρυφά
Ο Ότο Κίζελ ήταν διαφορετικός. Τον έστειλαν στο Άουσβιτς τον Μάιο του 1940, όταν το στρατόπεδο ήταν ακόμα καινούργιο και το διηύθυνε ο διαβόητος διευθυντής Ρούντολφ Ες. Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών, το ναζιστικό στρατόπεδο θανάτου περιείχε κυρίως μη εβραίους Πολωνούς κρατούμενους.
Τα στρατεύματα των SS – το σημαντικότερο εργαλείο τρόμου και καταπίεσης που χρησιμοποίησε το ναζιστικό καθεστώς – στόχευαν κυρίως τις πολωνικές ελίτ, γεγονός που ο Κίζελ είχε μάθει κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Sachsenhausen. Προειδοποιούσε τους νέους κρατούμενους να μην αυτοπροσδιορίζονται ως ακαδημαϊκοί ή στρατιωτικοί, καθώς αυτό θα μπορούσε γρήγορα να ισοδυναμεί με την θανατική τους καταδίκη. Ανέθετε επίσης στους πιο εξαντλημένους κρατούμενους να εργάζονται στις κουζίνες, όπου είχαν πρόσβαση σε περισσότερο φαγητό.
Οι νεοεισερχόμενοι, που ήταν ακόμη δυνατοί, θα τους αναλάμβαναν μια εξωτερική θέση και ο Κίζελ θα υποσχόταν να τους μεταθέσει κάπου αλλού μόλις οι δυνάμεις τους θα έπεφταν. Το μικρό του γραφείο έγινε ένας τόπος ελπίδας, όπου παρείχε παρηγοριά και βοηθούσε όσους προσπαθούσαν να δραπετεύσουν.
Αυτό που βοήθησε τον Κίζελ ήταν η πολωνική γλώσσα, καθώς αυτός και οι άλλοι κάποι μπορούσαν να συνεννοούνται σε αυτή και όχι στην γερμανική – σε αντίθεση με τους φρουρούς των SS για τους οποίους ήταν αδύνατο να καταλάβουν τι λένε καθώς δεν μιλούσαν πολωνικά. Ο κρατούμενος Μπόλεσλαβ Γκριμπ θυμάται τον Κίζελ να κοιτάζει τον αξιωματικό φύλαξης Γκέρχαρντ Πάλιτς και να λέει στον Γκριμπ σε άπταιστα πολωνικά: «Κοιτάξτε και θυμηθείτε το πρόσωπο αυτού του εγκληματία».
Ο Πάλιτς, αγρότης, ήταν γνωστός για τη σκληρότητά του. Στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν η παροχή καθημερινών αναφορών σχετικά με τον αριθμό των κρατουμένων και η επίβλεψη των τιμωριών. Ο συνήθης χαιρετισμός του προς τους νέους κρατούμενους ήταν: «Ξεχάστε τις γυναίκες σας, τα παιδιά σας και τις οικογένειές σας. Εδώ θα πεθάνετε σαν σκυλιά».
Πώς κατάφερε ο Κίζελ να κρατήσει μυστική την αντίστασή του από τους Ναζί; Απ’ έξω, φαινόταν πολύ εργατικός και προσπαθούσε να παραμένει απαρατήρητος γύρω από τους άλλους kapos.
Προειδοποιούσε τους νέους κρατούμενους να μην αυτοπροσδιορίζονται ως ακαδημαϊκοί ή στρατιωτικοί, καθώς αυτό θα μπορούσε γρήγορα να ισοδυναμεί με την θανατική τους καταδίκη.
Η θεαματική έξοδος από το Άουσβιτς
Τον Δεκέμβριο του 1942, ο Κίζελ «πήρε» το αυτί του ένα σχέδιο απόδρασης από το Άουσβιτς και βρέθηκε μπροστά σε μια επιλογή – να το καταγγείλει ή να ενταχθεί στους συνωμότες. Αποφάσισε να ενταχθεί στην ομάδα των Πολωνών κρατουμένων και προμηθεύτηκε ένα αμαξίδιο με τη δικαιολογία ότι θα έπαιρνε γραφεία για έναν φρουρό των SS.
Δύο από τους συνωμότες επρόκειτο να πάνε μαζί του για να τον βοηθήσουν να μεταφέρει τα έπιπλα. Το τέταρτο άτομο της ομάδας, ο Μπόλεσλαβ Κουτσμπάρα, είχε κλέψει μια στολή των SS, την οποία χρησιμοποίησε για να παριστάνει τον επόπτη.
Η απόδραση στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Οι τέσσερις φυγάδες ήρθαν σε επαφή με μαχητές της αντίστασης έξω από το στρατόπεδο και κρύφτηκαν.
Επιστροφή στο στρατόπεδο
Η ιστορία δεν τελείωσε εκεί καθώς ο Κίζελ την «πάτησε» εξαιτίας μιας γυναίκας, σύμφωνα με τη DW. Τον είχε ερωτευτεί, αλλά στη συνέχεια τον είδε με την κόρη της οικογένειας που τον φιλοξενούσε και υποψιάστηκε ότι ο Κίζελ είχε σχέση μαζί της.
Έτσι, εννέα μήνες αργότερα, ο Κίζελ επέστρεψε στο Άουσβιτς. Αυτή τη φορά, στην πτέρυγα 11 – την πτέρυγα των θανατοποινιτών. Κάθε μέρα περίμενε να τον εκτελέσουν. Η μοίρα, όμως, είχε άλλα σχέδια.
Ο διευθυντής του στρατοπέδου Ες απαλλάχθηκε από τη διοίκηση και ο διάδοχός του διέταξε αμνηστία για ορισμένους κρατούμενους, συμπεριλαμβανομένου του Κίζελ.
«Επέστρεψα στο στρατόπεδο, αλλά δεν είχα πια καμία λειτουργία», είχε δηλώσει ο Κίζελ.
«Πολλοί υπέθεσαν τότε ότι τους πρόδωσα, επειδή ήμουν ακόμα ζωντανός. Όμως δεν θα το έκανα ποτέ αυτό, θα τους άφηνα μάλλον να με χτυπήσουν μέχρι θανάτου».
Ωστόσο, οι εντυπώσεις του Κίζελ δεν ταιριάζουν με τις μαρτυρίες άλλων επιζώντων του Άουσβιτς, δήλωσε ο Κριστ – κανένας από αυτούς δεν πίστευε ότι ήταν προδότης.
Με τους σοβιετικό στρατό να πλησιάζει το 1944, ο Κίζελ μεταφέρθηκε σε ένα στρατόπεδο στο Flossenbürg της Βαυαρίας. Επέζησε από την πορεία θανάτου που διέταξαν οι Ναζί σε μια ύστατη προσπάθεια να μην απελευθερωθούν οι κρατούμενοι από τις επερχόμενες συμμαχικές δυνάμεις. Το 1945 τα βάσανά του τελείωσαν μια για πάντα.
Οι εγκληματίες αναγνωρίζονται ως θύματα το 2020
Μετά τον πόλεμο, ο Κίζελ παρέμεινε στη Βαυαρία. Παντρεύτηκε, απέκτησε δύο κόρες και έβγαλε και πάλι τα προς το ζην πουλώντας φρούτα και λαχανικά. Το 1964 κατέθεσε στην πρώτη δίκη του Άουσβιτς στη Φρανκφούρτη ως ένας από τους 211 επιζώντες του στρατοπέδου. Σύμφωνα με τον Κριστ, οι δικαστές υπαινίχθηκαν ότι ο Κίζελ ήταν πληροφοριοδότης.
«Πιθανώς ήταν μια άμεση αντίδραση του τύπου: ‘Αυτός ο άνθρωπος επέζησε τόσα πολλά και βγήκε αλώβητος από τόσο απίθανες συγκρούσεις, άρα μάλλον ήταν κάπως βρώμικο’ – φυσικά αυτό ήταν εντελώς αδικαιολόγητο», είπε ο συγγραφέας.
Ο ίδιος ο Κίζελ δεν μίλησε σχεδόν ποτέ για τη θητεία του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο Κριστ πιστεύει ότι μάλλον ντρεπόταν και προτιμούσε να μην ξέρουν οι Βαυαροί γείτονές του ότι ήταν κάποτε κλέφτης.
«Αυτός ο χαρακτηρισμός ‘εγκληματίας καριέρας’ – φυσικά, το στίγμα παρέμεινε στη βιογραφία του και μετά τον πόλεμο», δήλωσε ο Κριστ. Για πολλές δεκαετίες, οι εγκληματίες δεν αναγνωρίζονταν ως ειδική ομάδα θυμάτων του Ολοκαυτώματος, σε αντίθεση με τους Εβραίους και τους πολιτικούς κρατούμενους. Οι Γερμανοί νομοθέτες ψήφισαν την κατάλληλη πρόταση μόλις το 2020.
*Πηγή: Deutsche Welle, Κεντρική φωτογραφία: United States Holocaust Memorial Museum / Facebook