Όταν η Ρωσία προσπάθησε να φωτίσει τη Σιβηρία με γιγάντιους καθρέπτες στο Διάστημα
Θυμίζει σενάριο επιστημονικής φαντασίας, πέρασε όμως στην ιστορία ως μια από τις πιο παράξενες και φιλόδοξες διαστημικές αποστολές: ήταν το σχέδιο της Ρωσίας να εκτοξεύσει καθρέπτες στο Διάστημα που θα ανακλούσαν το φως του Ήλιου και θα φώτιζαν τη Σιβηρία τους δύσκολους χειμερινούς μήνες.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1993, δύο χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι κοσμοναύτες του ρωσικού διαστημικού Mir απελευθέρωσαν μια διπλωμένη ανακλαστική μεμβράνη, πλάτους 20 μέτρων, η οποία ξετυλίχθηκε στο Διάστημα και έστειλε μια δέσμη φωτός προς τη Γη.
Ήταν μια πρώτη επιτυχία για το ρωσικό σχέδιο Znamya («λάβαρο») που είχε στόχο να κάνει τη νύχτα μέρα στη ρωσική Άπω Ανατολή, αναφέρει το BBC.
Η φωτεινή κηλίδα που σχηματίστηκε στο έδαφος είχε πλάτος 5 χιλιομέτρων. Δεν ήταν όμως σταθερή αλλά κινούταν με ταχύτητα 8 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο, καθώς περνούσε πάνω από την Ελβετία, τη Γερμανία, την Πολωνία και τη Ρωσία, με παρατηρητές στο έδαφος να αναφέρουν ότι είδαν μια περίεργη λάμψη.
Στη συνέχεια η ανακλαστική μεμβράνη βγήκε από τροχιά και καταστράφηκε φλεγόμενη στην ατμόσφαιρα πάνω από τον Καναδά.
Γερμανική ιδέα
Η ιδέα των διαστημικών κατόπτρων είχε εμφανιστεί πολύ νωρίτερα, το 1923, όταν ο γερμανός πυραυλικός επιστήμονας Χέμαν Όμπερθ πρότεινε την εκτόξευση γιγάντιων καθρεπτών που θα έλιωναν παγόβουνα για να ανοίγουν δρόμο για τα πλοία ή θα βοηθούσαν στη διαχείριση καταστροφών.
Απώτερος στόχος ήταν να τεθούν σε τροχιά 36 γιγάντιοι καθρέπτες με πλάτος 200 μέτρα ο καθένας
Ο Όμπερθ εξέτασε την ιδέα στη διδακτορική διατριβή του, η οποία απορρίφθηκε από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και κυκλοφόρησε τελικά ως βιβλίο με τίτλο The Rocket into Planetary Space.
Η ιδέα αναβίωσε στη ναζιστική Γερμανία, με τους ερευνητές ενός στρατιωτικού κέντρου στο Χίλερσλιμπεν να εργάζονται στο πρόγραμμα Sonnengewehr («ηλιακό όπλο»). Το 1945, το περιοδικό Time έγραφε ότι γερμανοί επιστήμονες είχαν αποκαλύψει σε αμερικανούς ανακριτές ότι τα κάτοπτρα του Sonnengewehr θα μπορούσαν να βάζουν φωτιά σε εχθρικές πόλεις ή να βράζουν ολόκληρες λίμνες.
Τη δεκαετία του 1970 πήρε τη σκυτάλη ο επίσης γερμανός Κραφτ Έρικε, ο οποίος μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παραδόθηκε στις ΗΠΑ και πήρε χάρη ως ερευνητής του Operation Paperclip, στο οποίο εργάστηκαν περίπου 1.600 γερμανοί επιστήμλνες.
Το 1978 πρότεινε το Power Soletta, ένα πρόγραμμα για την εκτόξευση κατόπτρων που θα επέτρεπαν στους αγρότες να εργάζονται στα χωράφια ακόμα και τη νύχτα. Η ιδέα του όμως δεν προχώρησε.
Ιστιοφόρα στο Διάστημα
Περίπου την ίδια εποχή, ο ρώσος επιστήμονας Βλαντιμίρ Σιρομιάτνικοφ, ο οποίος είχε εργαστεί στον πύραυλο Vostok που μετέφερε τον Γιούρι Γκαγκάριν σε τροχιά, εξέταζε την ιδέα της εκτόξευσης μεγάλων μεμβρανών που θα λειτουργούσαν ως ιστία για διαστημικά ταξίδια: η ανάκλαση του φωτός πάνω στις μεμβράνες θα δημιουργούσε μια δύναμη προς την αντίθετη κατεύθυνση, περίπου όπως ο άνεμος σπρώχνει τα πανιά των ιστιοφόρων.
Όταν ο Σιρομιάτνικοφ συνειδητοποίησε ότι το σχέδιό του δεν είχε προφανή πρακτική χρησιμότητα για να εξασφαλίσει χρηματοδότηση, τροποποίησε την αρχική του ιδέα και πρότεινε την εκτόξευση κατόπτρων για φωτισμό.
Το Znamya 2,5 θα μπορούσε να φωτίσει μια περιοχή στο έδαφος με πλάτος 8 χιλιόμετρα,
Αυτό που προέκυψε ήταν το πρόγραμμα Space Regatta («διαστημική ρεγγάτα»), το ανατέθηκε σε μια κοινοπραξία κρατικών ρωσικών εταιρειών υπό την εποπτεία της Roscosmos.
Απώτερος στόχος ήταν να τεθούν σε τροχιά 36 γιγάντιοι καθρέπτες με πλάτος 200 μέτρα ο καθένας, οι οποίοι εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να φωτίσουν από κοινού μια περιοχή πλάτους 90 χιλιομέτρων. Το φως τους θα ήταν 50 φορές λαμπρότερο από την πανσέληνο.
Το πρωτότυπο του πρώτου κατόπτρου, Znamya 1, παρέμεινε στη Γη για δοκιμές. Το επόμενο κάτοπτρο, Znamya 2, εκτοξεύτηκε στον διαστημικό σταθμό Mir στις 27 Οκτωβρίου 1992.
H ανάπτυξή του καθυστέρησε για τεχνικούς λόγους μέχρι τις 4 Φεβρουαρίου 1993, οπότε η τυλιγμένη ανακλαστική μεμβράνη, συνδεδεμένη με ένα μη επανδρωμένο σκάφος Progress, απελευθερώθηκε από τον σταθμό. Όταν βρέθηκε στην κατάλληλη απόσταση, το σκάφος άρχισε να περιστρέφεται, οπότε η μεμβράνη ξετυλίχθηκε μόνη της χάρη στη φυγόκεντρο δύναμη,
Το πείραμα ήταν επιτυχές, όμως το φως που ανακλούσε το Znamya 2 ήταν λιγότερο έντονο από το αναμενόμενο και δύσκολα εστιαζόταν σε ένα σημείο.
Ο Σιρομιάτνικοφ πίστευε ότι οι δυσκολίες θα αντιμετωπίζονταν με το Znamya 2,5, ένα κάτοπτρο πλάτους 25 μέτρων που θα μπορούσε να φωτίσει μια περιοχή στο έδαφος με πλάτος 8 χιλιόμετρα,
Το Znamya 2,5 εκτοξεύτηκε στον διαστημικό Mir και η ανάπτυξή του ξεκίνησε στις 5 Φεβρουαρίου 1999. Την ώρα όμως που η μεμβράνη ξετυλιγόταν, μια λανθασμένη εντολή που εστάλη στο σκάφος Progress προκάλεσε την ανάπτυξη της κεραίας επικοινωνιών, η οποία μπλέχτηκε στη μεμβράνη και την εμπόδισε να ανοίξει.
Το κάτοπτρο και το σκάφος Progress που τη μετέφερε καταστράφηκαν την επόμενη ημέρα με βουτιά αυτοκτονίας στην ατμόσφαιρα.
Και η πτώση του Znamya 2,5 σήμανε το τέλος του φιλόδοξου προγράμματος.
Πέρα από τα σημαντικά τεχνικά εμπόδια, η Ρωσία είχε να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις των αστρονόμων, με τη Βασιλική Αστρονομική Εταιρεία της Βρετανίας να διαμαρτύρεται ότι η φωτορύπανση θα τύφλωνε τα τηλεσκόπια. Οι οικολόγοι ανησυχούσαν από την πλευρά τους ότι ο τεχνητός φωτισμός θα προκαλούσε σύγχυση στα άγρια ζώα.
Ο Σιρομιάτνικοφ δεν κατάφερε ποτέ να εκτοξεύσει το Znamya 3, το οποίο θα είχε πλάτος 70 μέτρα και σχεδιαζόταν να εκτοξευτεί το 2001.
Ο ερευνητής πέθανε το 2006 έχοντας αναγνωριστεί ως πρωτοπόρος της διαστημικής μηχανικής. Το όραμά του όμως να φωτίσει τη Σιβηρία δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.