
Αυτή η κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας ήταν πάρα πολύ χρήσιμη. Όχι για την αντιπολίτευση, σίγουρα όχι για την κυβέρνηση, αλλά για τον ελληνικό λαό που από τις 26 Ιανουαρίου φωνάζει πως «δεν έχει οξυγόνο». Και ήταν χρήσιμη η συζήτηση που άνοιξε, γιατί έδειξε πως αυτήν την στιγμή έχουμε μια κυβέρνηση η οποία δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις.
Θα μπορούσε να είναι πολιτική φαρσοκωμωδία σαν το SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, αν δε μιλούσαμε για το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό δυστύχημα στην ιστορία της χώρας, τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις σε καιρό ειρήνης και την απόλυτη πλειοψηφία της κοινωνίας να φωνάζει πως ναι, υπάρχει συγκάλυψη. Ναι, δεν εμπιστεύονται αυτήν την κυβέρνηση και ναι, ζητούν δικαιοσύνη. Μια δημοκρατική κυβέρνηση, εν μέσω τέτοιου σάλου και δυσαρέσκειας, θα αφηνόταν στην κρίση του λαού. Θα είχε παραιτηθεί και θα πήγαινε σε εκλογές, κάτι που στο παρελθόν έχει γίνει από άλλες κυβερνήσεις. Όμως, αυτή η κυβέρνηση παραμένει ακλόνητη. Όχι κοινωνικά, κοινωνικά έχει ηττηθεί. Παραμένει ακλόνητη κοινοβουλευτικά.
Χωρίς Πρωθυπουργό
Χωρίς την παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη διεξάχθηκε η συζήτηση. Μια εικόνα καθόλου κολακευτική, ειδικά όταν το βασικότερο επιχείρημα της πλειοψηφίας ήταν πως σε περίπτωση εκλογών δεν υπάρχει κανένας άλλος να κυβερνήσει τη χώρα.
Όμως, ακόμη κι όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίστηκε, αποδείχθηκε αλαζόνας. Δεν έδωσε απαντήσεις κι όταν επιχείρησε να το κάνει, προκαλώντας την αντίδραση της αντιπολίτευσης, τους αποκάλεσε όλες και όλους «Ψεύτες, ψεύτες ψεύτες!». Επέμεινε δε, και παρά τα εκατομμύρια που έχουν διαδηλώσει αυτές τις μέρες σε ολόκληρη τη χώρα, ότι αυτή η κυβέρνηση «θα πάει μέχρι τις εκλογές».
Αυτό είναι το βασικότερο επικοινωνιακό πρόβλημα. Και το ηθικό πρόβλημα, φυσικά. Πώς αγνοεί ένας πρωθυπουργός την λαϊκή οργή, επιμένοντας ότι όλα βαίνουν καλώς; Πώς μιλά για ανάπτυξη και καλύτερη οικονομία, ανακοινώνοντας αύξηση του κατώτατου μισθού, την στιγμή που ο πληθωρισμός είναι στα ύψη; Πώς αρνείται να παραδεχτεί λάθη και αστοχίες στην υπόθεση των Τεμπών, όταν οι δρόμοι βράζουν από διαμαρτυρόμενους πολίτες;
Χωρίς Απαντήσεις
Η ενιαία κυβερνητική γραμμή ήταν πάρα πολύ σαφής: θα πετάξουμε την μπάλα στην εξέδρα. Δε δόθηκε απολύτως καμία απάντηση. Ούτε για τα συστήματα τηλεδιοίκησης, ούτε για τον τρόπο που έγινε η πρόσληψη του μοιραίου σταθμάρχη, ούτε για την εντολή της κας Γκάγκα να μην επιτραπεί στους συγγενείς η αναγνώριση των νεκρών, ούτε για το μπάζωμα του πεδίου της σύγκρουσης.
Ούτε για το e-mail Τριαντόπουλου, που αποδεικνύει πως ο εν γνώσει του πρωθυπουργού και με χρηματοδότηση του αρμόδιου υπουργείου έγινε ο… καθαρισμός του χώρου.
Ούτε για τους λόγους για τους οποίους θα καθυστερήσουν να γίνουν ασφαλείς οι διαδρομές ως, τουλάχιστον, το 2027.
Δε δόθηκε καμία απάντηση. Παρά μόνο την τρίτη ημέρα, ημέρα της ψηφοφορίας, επιχειρήθηκε από ορισμένους μια συναισθηματική προσέγγιση -όπως στην περίπτωση του Θάνου Πλεύρη, ο οποίος παρέθεσε το προσωπικό του βίωμα από τη νύχτα της τραγωδίας- και από άλλους μία πιο μετρημένη, αλλά ακόμη έντονη επίθεση στην αντιπολίτευση. Συγκεκριμένα στους «4» της πρότασης δυσπιστίας.
Κάποιες επιθέσεις έγιναν πιο προσωπικές, όπως εκείνη του Δημήτρη Κυριαζίδη προς τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, όταν της είπε «να πάει να κάνει κανένα παιδί». Η καταδίκη ήταν ομόφωνη και ο βουλευτής διαγράφηκε.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η στάση της ΚΟ της πλειοψηφίας δεν θύμισε κυβέρνηση που αναλαμβάνει ευθύνες.
Με αντιπολίτευση
Θετικά αξιολογείται η στάση της προοδευτικής αντιπολίτευσης. Όλα τα κόμματα, πλην του ΚΚΕ που, όμως, υπερψήφισε, συνεργάστηκαν για την κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας και κατάφεραν να φέρουν όντως σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση. Πέρα από τη δημοκρατική διαδικασία που έθεσε ερωτήματα, είναι η πρώτη φορά από το 2019 που βλέπουμε την αντιπολίτευση να λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά.
Τα προοδευτικά κόμματα φαίνεται να άκουσαν την λαϊκή απαίτηση. Κάτι που τόνισε και η κυρία Έφη Αχτσιόγλου στην τοποθέτησή της. «Καλούμαστε να αναλάβουμε την ιστορική ευθύνη», είπε απαντώντας στο ερώτημα εκ της κυβέρνησης «αν πέσει ο Μητσοτάκης, ποιος;». Τόνισε ότι η αντιπολίτευση θα αποδεχθεί τον ιστορικό της ρόλο και οι τοποθετήσεις των υπολοίπων κοινοβουλευτικών εκπροσώπων κινήθηκαν σε ένα ίδιο μήκος κύματος. Κάτι που αφήνει μια υπόνοια για ενδεχόμενη προεκλογική συνεργασία. Σίγουρα δείχνει μια ωριμότητα, αντί αντιπαλότητας, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή.
Όλα τα προοδευτικά κόμματα του κοινοβουλίου έθεσαν ερωτήματα, παρέθεσαν στοιχεία και πίεσαν την κυβέρνηση, μεταφέροντας εντός της Βουλής τα ερωτήματα που τίθενται στους δρόμους της χώρας. Ήταν, πράγματι, μια καλή στιγμή για τη δημοκρατία.
Θα συνεχιστούν οι κινητοποιήσεις;
«Κάν’ το όπως η Σερβία»; Μπορεί. Τέτοιες μαζικές και πυκνές χρονικά κινητοποιήσεις έχουν να συμβούν από το 2014.
Η πρόσφατη ιστορική εμπειρία δείχνει πως όσο οξύνεται μια πολιτική κρίση και όσο οι πολίτες δεν λαμβάνουν απαντήσεις, τόσο εντείνεται το κλίμα στους δρόμους. Την Παρασκευή κινητοποιήθηκαν και οι φοιτητικοί σύλλογοι. Το παρελθόν μας δείχνει ότι όποτε ξεκινούν φοιτητικές κινητοποιήσεις, το μέλλον μπορεί να διαρκέσει πολύ και να είναι έντονο.
Το σημαντικό στοιχείο στη δεδομένη συγκυρία είναι ότι οι κινητοποιήσεις, το αίτημα πίσω από αυτές, έχει παλλαϊκά χαρακτηριστικά. Δεν είναι αυστηρά ιδεολογικό, όπως κατά το δημοψήφισμα, ούτε αυστηρά ταξικό, όπως κατά τις αντιμνημονιακές συγκεντρώσεις στις πλατείες. Είναι αίτημα για δικαιοσύνη και κουβαλά μαζί του τη δυσφορία λόγω της συνολικής κατάστασης στη χώρα.
Πριν μόνο μερικούς μήνες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών να είναι απογοητευμένοι λόγω της ακρίβειας ενώ συστηματικά ο καταλληλότερος για πρωθυπουργός παραμένει ο «κανένας».
Η δυσαρέσκεια που εκφράζεται έχει πολύ βαθύτερες ρίζες κι αυτό το γνωρίζει η κυβέρνηση. Η αλαζονεία που επιδεικνύει πάνω στο ζήτημα της απόδοσης δικαιοσύνης, δεν λειτουργεί υπέρ της. Η τωρινή πρόταση δυσπιστίας έχει καλές πιθανότητες να είναι ιστορικής σημασίας.