Ο Τσίπρας μπροστά στο πολιτικό του τέλος – Αντιμέτωπος με το φάσμα της ήττας
Η συνέντευξη του πρωθυπουργού έδειξε ότι ο Αλέξης Τσίπρας αδυνατεί να κατανοήσει πλήρως τους λόγους της ήττας ή να απαντήσει στα ερωτήματα του ίδιου του ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ
Κανονικά οι συνεντεύξεις του πρωθυπουργού στην τηλεόραση ήταν ένα από τα ισχυρά του χαρτιά. Είχε πάντα άνεση και μπορούσε να τις εκμεταλλευτεί όχι απλώς για να «περάσει το μήνυμα» αλλά και για να κάνει εξαγγελίες και να ορίσει αυτός την πολιτική ατζέντα.
Όμως, αυτό δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα του πρωθυπουργού την Τετάρτη 12 Ιουνίου στην τηλεόραση του Alpha. Για πρώτη φορά ο πρωθυπουργός έδειχνε και μια κόπωση αλλά και μια αμηχανία απέναντι στην ήττα αλλά και απέναντι στο ίδιο το ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ.
Ηρθαν και οι χθεσινές δημοσκοπήσεις που δείχνουν άνετη νίκη της ΝΔ και αυτοδυναμία για να κάνουν ακόμη πιο βαρύ το κλίμα στην Κουμουνδούρου. Στον ΣΥΡΙΖΑ ήδη προσπαθούν να δουν πώς θα διαχειριστούν την επερχόμενη ήττα τους ενώ ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι πια ο αγέρωχος, αλαζόνας πρωθυπουργός που θύμιζε σε όλους ότι είναι «άχαστος», ότι από τον Μητσοτάκη δεν θα χάσει ποτέ κι ότι θα διαλυθεί η ΝΔ.
Οταν φτάνει να ζητά συγγνώμη για ήσσονος σημασία θέμα, όταν δεν ζήτησε για το Μάτι, για τα μνημόνια, για την εξόντωση της μεσαίας τάξης τότε είναι φανερό ότι βρίσκεται μπροστά στην προσωπική του Πομπηία.
Μια καθυστερημένη και λειψή συγγνώμη
Ο πρωθυπουργός επέλεξε σε αυτή τη συνέντευξη να ζητήσει συγγνώμη για το θόρυβο που προκλήθηκε με τις μετατάξεις. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς όχι μόνο εξαιτίας της κλίμακας των αντιδράσεων αλλά και επειδή κατανόησε ότι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται σε αυτή τη φάση ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να φανεί ότι ταυτίζεται με πρακτικές των παραδοσιακών κομμάτων που συνδυάζουν μπορεί να είναι τυπικά νόμιμες αλλά στην κοινωνία αντιμετωπίζονται με όρους μεγάλης ηθικής απαξίας.
«Και σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ εγώ θα ήθελα, με την ευκαιρία που μου δίνεται, να πω ότι χρωστάμε μια συγγνώμη για αυτό, όχι στα μέλη μας και στο κόμμα μας, αλλά σε όλον τον ελληνικό λαό. Διότι δεν αρκεί, δεν αρκεί, επαναλαμβάνω, να λέμε ότι οι άλλοι έχουν κάνει τέρατα, αλλά όταν δίνουμε την εντύπωση ότι μπαίνουμε κι εμείς σ’ αυτό το διακομματικό αλισβερίσι προνομίων, τότε κι εμείς γινόμαστε ένα μέρος ενός πολιτικού συστήματος που δίνει μια εικόνα, αν θέλετε, πολύ σκοτεινή, πολύ θολή, μια εικόνα που προσβάλλει το πολιτικό σύστημα και διαρρηγνύει την εμπιστοσύνη των πολιτών».
Μόνο που κανείς αναρωτιέται γιατί ο πρωθυπουργός δεν έδειξε την ίδια ευαισθησία σε πολλές άλλες στιγμές τα τελευταία χρόνια. Γιατί επί της ουσίας δεν είχαμε μια συγγνώμη ούτε για το πώς παραβιάστηκε η λαϊκή εντολή σε σχέση με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, ούτε για το πώς δεν υπήρξε έγκαιρη ενημέρωση για τη εν κρυπτώ διαπαγμάτευση της Συμφωνίας των Πρεσπών, ούτε βέβαια για το κοινωνικό κόστος των μέτρων που η δική του κυβέρνηση πήρε.
Η υπεράσπιση των νομοθετημάτων της «τελευταίας στιγμής»
Παρότι από πολλές πλευρές ασκήθηκε κριτική στην κυβέρνηση γιατί ενώ επί της ουσίας ο πρωθυπουργός εξήγγειλε πρόωρες εκλογές ήδη από το βράδυ της 26ηςΜαΐου, η κυβέρνηση επέλεξε να συνεχίσει να νομοθετεί μέχρι τη διάλυση της Βουλής, ο πρωθυπουργός επέλεξε να υπερασπιστεί αυτή την πρακτική, που υπερβαίνει τα παραδοσιακά κοινοβουλευτικά ήθη:
«Ήταν λοιπόν αναγκαίο όχι να πάμε σε τροπολογίες της τελευταίας στιγμής τέτοιου χαρακτήρα -και κόπηκαν όλες όπως το είδατε- αλλά ήταν αναγκαίο να διεκπεραιώσουμε ζητήματα που αφορούσαν κοινωνικές ομάδες, κοινωνικές κατηγορίες που, αν δεν διεκπεραιώνονταν, θα έμεναν στη μέση και θα δημιουργούσαν τεράστια κοινωνικό πρόβλημα στη μέση του καλοκαιριού. Και ταυτόχρονα όλοι καταλαβαίνουμε ότι πάμε σε μια εκλογική αναμέτρηση που δεν ξέρουμε κιόλας αν την επόμενη μέρα θα έχουμε άμεσα τον σχηματισμό κυβέρνησης, άρα έπρεπε ορισμένα πράγματα, ώριμα επαναλαμβάνω… Και για αυτό πήγαμε μονάχα σε τροπολογίες που η κυβέρνηση αποφάσισε και αρνηθήκαμε και προς τιμήν της κυβέρνησης, δεν το έχει κάνει καμία άλλη κυβέρνηση στο παρελθόν, μέχρι την τελευταία στιγμή πήγαιναν με φωτογραφικές τροπολογίες βουλευτών, δεν έγινε δεκτή καμία τροπολογία βουλευτή».
Η άρνηση αναγνώρισης ότι υπάρχει πρόβλημα με την κατάσταση στη δικαιοσύνη
Ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του επέμεινε στην επιλογή να προωθηθούν οι αλλαγές στη δικαιοσύνη παρότι η κυβέρνησή του τελούσε επί της ουσίας σε παραίτηση και κατηγόρησε την αξιωματική αντιπολίτευση επειδή δεν προσήλθε σε μια διαδικασία συναινετικής επιλογής.
Σε σχέση με το θόρυβο που έχει ξεσπάσει με βάση τις καταγγελίες Αγγελή, ο πρωθυπουργός επέμεινε να μην παίρνει θέση, παρότι οι καταγγελίες αγγίζουν και την κυβέρνηση και αφορούν τις παρεμβάσεις υπουργού καλυπτόμενος πίσω από το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος υπουργός δεν κατονομάζεται.
Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι η κυβέρνηση βρίσκεται υπό πίεση ακριβώς γιατί καταδεικνύεται ότι μία από τις βασικές της δεσμεύσεις, δηλαδή η αποκάλυψη σκανδάλων, μεθοδεύεται πολύ περισσότερο με απόπειρες χειραγώγησης της δικαιοσύνης προς επίτευξη πολιτικών στόχων, παρά με όρους πραγματικής διερεύνησης.
Η αναζήτηση υπονομευτών και εχθρών
Το άλλο στοιχείο που χαρακτήρισε αυτή τη συνέντευξη ήταν η αναζήτηση εχθρών, εξωτερικών και εσωτερικών, ιδίως σε σχέση με τις κριτικές που ασκούνται στις εξαγγελίες σε σχέση με τον κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού από τα μέτρα που θέσπισε αλλά και σε σχέση με όσα προτείνει.
Μέχρι τώρα ο Αλέξης Τσίπρας υπερηφανευόταν ότι κατόρθωνε και το μνημόνιο να εφαρμόζει και τους δημοσιονομικούς στόχους να επιτυγχάνει. Αυτό, άλλωστε, ήταν το αφήγημα περί της «εξόδου από τα μνημόνια».
Τώρα, ο Αλέξης Τσίπρας υποστηρίζει ότι τόσο ο Γιάννης Στουρνάρας όσο και οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών προσπαθούν να υπονομεύσουν το έργο της κυβέρνησης και συντονίζονται με την προεκλογική εκστρατεία της ΝΔ, προλειαίνοντας το έδαφος για την αναίρεση κατακτήσεων.
«Στην Έκθεση της Κομισιόν για πρώτη φορά, για πρώτη φορά από το 2015, προχθές μπήκε ζήτημα απολύσεων στο δημόσιο τομέα, μετά απ’ αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα και μετά από τις διαρκείς δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη ο οποίος εμφανίζεται ως το φαβορί σ’ αυτή την αναμέτρηση διότι κατεγράφη ένα ποσοστό στο οποίο προηγείται στις ευρωπαϊκές εκλογές, για πρώτη φορά υπήρξε ζήτημα απολύσεων στο δημόσιο τομέα, που έχει να τεθεί από τότε που ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ τη διακυβέρνηση του τόπου»
Η στρατηγική της πόλωσης μέσω επίκλησης κινδύνων
Και σε αυτή τη συνέντευξη ο πρωθυπουργός επέλεξε να χαράξει μια διαχωριστική γραμμή με τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, κυρίως με το να επικαλείται τους κινδύνους που θα έρθουν εάν ανέβει η αξιωματική αντιπολίτευση στην εξουσία.
Αυτό φαίνεται ότι είναι μια από τις βασικές πλευρές της αντιπολιτευτικής τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό εξηγεί όχι μόνο κινήσεις όπως η ανάδειξη των πρόσφατων δηλώσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη ως απόδειξη ότι ετοιμάζεται να επιτεθεί στις κατακτήσεις των εργαζομένων, αλλά και την ιδιαίτερη επικέντρωση στην προοπτική απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων από τη μια πιθανή κυβέρνηση της ΝΔ, τόσο ως πλήγμα στους ίδιους τους δημοσίους υπαλλήλους αλλά και ως ενδεχόμενη διάλυση κρίσιμων δημόσιων λειτουργιών.
«Ο κ. Μητσοτάκης λοιπόν εάν επαναφέρει το ένα προς πέντε ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι μόνο 1.800 θα μπορούμε να προσλαμβάνουμε κι όχι 9 χιλιάδες. Κι όταν την ίδια στιγμή έχει δηλώσει ότι θα κάνει 1.500 προσλήψεις αστυνομικών, σημαίνει ότι μόνο 300. Από τους 9 χιλιάδες αν πάμε στους 300 σημαίνει τι; 8.700 θέσεις σε καίριους τομείς του κοινωνικού κράτους, σε νοσοκομεία, σε σχολεία, σε κοινωνική στήριξη, στο Βοήθεια στο Σπίτι θα μείνουν κενές. Αυτό δεν αφορά αυτούς που δε θα προσληφθούν. Είναι λάθος να το βλέπουμε έτσι. Αφορά τους πολίτες».
Η αμήχανη αναμέτρηση με τη δυσαρέσκεια της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ
Ο πρωθυπουργός προσπάθησε να δείξει ότι κατανοεί γιατί ένα σημαντικό μέρος της εκλογικής βάσης του κυβερνώντος κόμματος επέλεξε το δρόμο της εκλογικής αποδοκιμασίας. Υποστήριξε, μάλιστα, ότι το κλειδί για μια ενδεχόμενη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ακριβώς ο βαθμός στον οποίο θα κατανοήσουν αυτό το τμήμα των ψηφοφόρων:
«Μπορούμε αν καταφέρουμε και κατανοήσουμε πλήρως, όχι με υπεροψία, όχι με αλαζονεία τους ανθρώπους εκείνους που δεν μας έκλεισαν την πόρτα, αλλά μας έδωσαν ένα μήνυμα. Και μας είπαν: «Ξέρετε κάτι; Εσείς πετύχατε το χρέος απέναντι στην ιστορία, αλλά εμείς λαβωθήκαμε». Εμείς είχαμε περισσότερες προσδοκίες , είχαμε την προσδοκία να τα καταφέρουμε όλα αυτά πιο γρήγορα και με λιγότερο πόνο. Να δείξουμε ότι το λάβαμε αυτό το μήνυμα και να εξηγήσουμε. Για αυτό είπα δε δουλεύουμε με τον φόβο, δουλεύουμε με τη λογική. Να εξηγήσουμε ποιο είναι το δικό μας σχέδιο και ποιος είναι ο οδοστρωτήρας ο οποίος έρχεται για να σαρώσει κοινωνικές κατακτήσεις, εργασιακά δικαιώματα και τα δικαιώματα της μεσαίας τάξης.»
Το απόν πρόγραμμα
Ο πρωθυπουργός σε αυτή τη συνέντευξη υπερασπίστηκε τη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να έχει ένα πρόγραμμα το οποίο να υπερβαίνει τους περιορισμούς της μεταμνημονιακής συνθήκης. Μόνο που την ίδια στιγμή και σε αυτή τη συνέντευξη δεν μπόρεσε να εξηγήσει ποια ακριβώς θα είναι τα βήματα και η μεθοδολογία για να μπορέσουμε να πάμε σε μια νέα κατάσταση.
Προφανώς είχε προηγηθεί, την περασμένη Δευτέρα η παρουσίαση του προγράμματος, αλλά έχει ενδιαφέρον ότι ο πρωθυπουργός κυρίως απάντησε στο εάν μπορεί να είναι εφικτό αυτό, αντί να επιμείνει στο ότι έχει ένα θετικό αφήγημα.
Αυτό επιτάθηκε και από το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός θέλησε να επιμείνει στους κινδύνους που θα υπάρξουν με μια ενδεχόμενη κυβέρνηση ΝΔ παρά στο θετικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να έχει η συνέχιση της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως, αυτό είναι και το όριο του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές. Προσπαθεί κυρίως να υπογραμμίσει τον κίνδυνο από την αλλαγή κόμματος στη διακυβέρνηση, στο όνομα όχι τόσο ενός σημαντικού κυβερνητικού έργου, όσο της αποτροπής των χειρότερων. Όμως αυτή είναι μια αρκετά ισχνή βάση για να αντιμετωπίσει ψηφοφόρους που ήδη έδειξαν τη δυσπιστία τους.