Ο Στέφανος Κασσελάκης γράφει στο in για το Μεσανατολικό: Η Αριστερά πρέπει να προτείνει λύση που να εξασφαλίζει ειρήνη με δικαιοσύνη
Ένας από τους λόγους ύπαρξης μίας σύγχρονης πατριωτικής Αριστεράς, είναι αδιαμφισβήτητα η υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων και η ισχυροποίηση του στάτους της Ελλάδας στο διεθνές γίγνεσθαι. Είναι επομένως προφανές ότι με την συμπλήρωση ενός έτους από την πρωτοφανή τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ και την επακόλουθη ισραηλινή εισβολή στη Γάζα και την αιματοχυσία δεκάδων χιλιάδων αμάχων, οι προοδευτικές δυνάμεις είναι αυτές που καλούνται να καταθέσουν προτάσεις για την επίλυση της κρίσεως του Μεσανατολικού.
Η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς και της Παλαιστινιακής Ισλαμικής Τζιχάντ, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου κατά πολλούς στη Μέση Ανατολή. Εάν θέλουμε ωστόσο να είμαστε ειλικρινείς, η κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή ήταν ζήτημα χρόνου – και είναι ζήτημα χρόνου και για την επόμενη κλιμάκωση στο μέλλον –, όσο δεν επιλύονται δύο κρίσιμα ζητήματα: Το Παλαιστινιακό και οι σχέσεις του Δυτικού Κόσμου με το Ιράν και τους συμμάχους του.
Η Ελλάδα πρέπει να επιστρέψει στο ρόλο της ως γέφυρα στην περιοχή, με πρωτοβουλίες για την ειρήνη
Σε αυτά τα δύο κρίσιμα ζητήματα θα πρέπει φυσικά να προστεθούν και το «ξήλωμα» του συστήματος ασφαλείας στην περιοχή της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, το οποίο ακόμη δεν έχει επανακάμψει με ευθύνη της Δύσης, αλλά και η αδυναμία της διεθνούς κοινότητας να παρέμβει ουσιαστικά για την αποκλιμάκωση των κρίσεων.
Αναφορικά λοιπόν με το πρώτο ζήτημα, αυτό της επίλυσης του Παλαιστινιακού, θα πρέπει να ξεκαθαρισθεί ότι η φρικιαστική σφαγή εκατοντάδων Ισραηλινών αμάχων, οι απαγωγές, οι βιασμοί και οι θηριωδίες που διέπραξε η Χαμάς, δεν μπορούν και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να κηλιδώνουν τον δίκαιο αγώνα των Παλαιστινίων για αυτοδιάθεση και εθνική ανεξαρτησία, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το διεθνές δίκαιο και ειδικότερα οι αποφάσεις του ΟΗΕ. Ούτε φυσικά μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογία για τις δεκάδες χιλιάδες αμάχων νεκρών που έχουν προκληθεί από την ισραηλινή εισβολή στη Γάζα, κατά παράβαση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Οι συντηρητικές δυνάμεις στην Ευρώπη, όπως η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δεν έχουν καταφέρει να παρουσιάσουν μια σοβαρή πρόταση για την επίλυση της κρίσεως. Αντίθετα, αρέσκονται στο να δικαιολογούν συνεχώς τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Νετανιάχου και να κατηγορούν ως «αντισημιτική» οποιαδήποτε άλλη δύναμη κάνει γόνιμη και παραγωγική κριτική στην κυβέρνηση του Ισραήλ.
Η Αριστερά, ως εκείνη η δύναμη η οποία αντιμάχεται κάθε είδους διάκριση και ρατσιστική αντίληψη, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του αντισημιτισμού, καλείται να παραθέσει μια πρόταση η οποία θα εξασφαλίζει ειρήνη με δικαιοσύνη: Αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επανεκκίνηση των συνομιλιών μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ και των συνόρων του 1967, με λύση δύο κρατών που θα συμβιώνουν ειρηνικά με τα Ανατολικά Ιεροσόλυμα, πρωτεύουσα του Παλαιστινιακού κράτους, με μια αρχιτεκτονική ασφαλείας η οποία θα ικανοποιεί και τα δύο έθνη, χωρίς εποικισμούς και εξώσεις κατοίκων από τα σπίτια τους στα οποία διαβιούν επί δεκαετίες. Κανένας προοδευτικός πολίτης, δεν μπορεί να μένει αδιάφορος απέναντι στο δράμα των Παλαιστινίων, και στον δίκαιο αγώνα τους.
Έναν αγώνα για ελευθερία και αξιοπρέπεια, παρά τις αντίξοες συνθήκες και την απουσία ενεργητικών πρωτοβουλιών από την πλευρά της διεθνούς κοινότητας. Αποτελεί παράλληλα επιτακτική ανάγκη να στηριχθεί η Παλαιστινιακή Αρχή, ο μόνος νόμιμος εκπρόσωπος του Παλαιστινιακού Λαού, προκειμένου να μπορέσει και εκείνη να προβεί στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα διασφαλίσουν την βιωσιμότητά της και την αποτελεσματική άσκηση εξουσίας, ως ο ένας εκ των δύο εγγυητών της ειρήνης μεταξύ Παλαιστίνης και Ισραήλ.
Σε αυτήν την συγκυρία, η Ελλάδα πρέπει να επιστρέψει στο ρόλο της ως γέφυρα στην περιοχή, με πρωτοβουλίες για την ειρήνη και τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου. Η κυβέρνηση λοιπόν, ενόψει και της ανάληψης από την Ελλάδα της θέσεως μη – μονίμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, θα έπρεπε να έχει ήδη προβεί σε σειρά ειρηνευτικών πρωτοβουλιών. Από μία Πολυμερή Διάσκεψη για το Μεσανατολικό, μέχρι μια προσπάθεια να φιλοξενήσει απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης.
Από το ζήτημα της κινητοποίησης για την επιστροφή των ισραηλινών ομήρων, μέχρι το ζήτημα της απρόσκοπτης ροής ανθρωπιστικής βοήθειας, ιδίως στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μέσης Ανατολής. Αυτό άλλωστε επιβάλλει και ο ιστορικά πολυδιάστατος ρόλος της χώρας στη Μέση Ανατολή, ο οποίος άλλωστε θα πρέπει να σταθμισθεί και από την ανάγκη ανάσχεσης του τουρκικού επεκτατισμού στην περιοχή.
Οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν σήμερα να διεκδικήσουν δυναμικά την ειρήνη
Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η Τουρκία στο πλαίσιο του νεο-οθωμανικού της δόγματος έχει αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή και φυσικά ουδόλως αδιάφορη είναι μπροστά στο ενδεχόμενο να εδραιωθεί ως «προστάτιδα δύναμη» των μουσουλμανικών πληθυσμών στην περιοχή. Δυστυχώς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρκείται στο να διατηρεί την μονόπλευρη παγωμένη στάση της, προς εξυπηρέτηση του δόγματος του «δεδομένου συμμάχου», χωρίς να έχει να πει έστω μία κουβέντα να πει για τους δεκάδες χιλιάδες αμάχους νεκρούς Παλαιστινίους.
Όσον αφορά το ζήτημα του Ιράν, αυτό θα πρέπει να συνυπολογισθεί με το δίκαιο αίτημα του Ισραήλ για ασφάλεια του κράτους και των πολιτών του, από τις διαρκείς επιθέσεις που δέχεται από το Ιράν, την Χεζμπολλάχ, τους Χούθι και την Χαμάς. Είναι ξεκάθαρο ότι καμιά ειρήνη στη Μέση Ανατολή δεν πρόκειται να διαρκέσει όσο το Ιράν και οι σύμμαχοί του έχουν την ελευθερία να προβαίνουν σε επιθετικές ενέργειες. Ο λεγόμενος «Άξονας της Αντίστασης», έχει καπηλευθεί κατά καιρούς αντι-ιμπεριαλιστικά συνθήματα, ιδίως όσον αφορά την διαρκή εμπλοκή της Δύσης στην περιοχή, είτε με την μορφή των ΗΠΑ είτε με αυτή των παλαιών αποικιοκρατικών δυνάμεων, ωστόσο στην ουσία του είναι βαθιά ισλαμιστικός.
Η εμπλοκή της Ελλάδας στο εν λόγω ζήτημα, θα έπρεπε να εκφρασθεί κατά βάση με την άσκηση αναγκαίων πιέσεων προς την ΕΕ, προκειμένου η τελευταία να πράξει ό,τι είναι δυνατόν για να ενισχύσει την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία εκτός της παράνομης τουρκικής κατοχής αντιμετωπίζει και κινδύνους μετά τις απειλές της Χεζμπολλάχ. Παράλληλα, λόγω και των γνωστών εθνικών ευαισθησιών με την ανοικτή πληγή της Κύπρου, η σιωπή της κυβέρνησης απέναντι στη διαρκή παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας του Λιβάνου από το Ισραήλ, αποτελεί ένα τακτικό και στρατηγικό ολίσθημα.
Απέναντι λοιπόν στην κυβερνητική αδράνεια, οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν σήμερα, μετά από έναν χρόνο πολέμου στη Μέση Ανατολή, να διεκδικήσουν δυναμικά την ειρήνη. Να δώσουν φωνή στις αντιπολεμικές πρωτοβουλίες και στα ανθρωπιστικά εγχειρήματα. Και φυσικά να μη φοβηθούν τον γόνιμο διάλογο με μόνο σκοπό την διασφάλιση της ειρήνης και ενός καλύτερου αύριο.
Η αμήχανη σιωπή ενδεδυμένη με τον μανδύα της υπευθυνότητας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, κρύβει από πίσω απραξία, ανευθυνότητα και αδυναμία προάσπισης των εθνικών μας συμφερόντων. Είναι λοιπόν στο χέρι μας, να διαμορφώσουμε τις συνθήκες για μια νέα υπεύθυνη εξωτερική πολιτική, της οποίας θα ηγείται η πατριωτική Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.
Άλλωστε η εξωτερική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εκείνη που άνοιξε δρόμους στη διεθνή κοινότητα για την σημερινή κυβέρνηση, με πρωτοβουλίες όπως η Συμφωνία των Πρεσπών και τα τριμερή σχήματα συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, τα οποία φυσικά η κυβέρνηση διέλυσε με «επιτελική αριστεία».
Είναι λοιπόν στο χέρι μας να μην επιτρέψουμε στην κυβέρνηση να μειώσει περαιτέρω το διεθνές κύρος της χώρας, ακολουθώντας και στο Μεσανατολικό την πολιτική που ακολούθησε στο ζήτημα της Ουκρανίας: Την λογική του προκεχωρημένου φυλακίου και του νατοϊκού επιλοχία.