Είναι στην πραγματικότητα το κομβικό ερώτημα των ημερών για όποιον σκέφτεται το πολιτικό μέλλον ιδίως της Ευρώπης. Τα τελευταία χρόνια, σε αλλεπάλληλες εκλογικές μάχες και σε διαφορετικές χώρες κομματικοί σχηματισμοί της Ακροδεξιάς αποτελούν σταθερά την ανερχόμενη δύναμη, είναι τμήμα κυβερνητικών σχηματισμών, έχουν την πρωθυπουργία σε μια χώρα του G7 όπως η Ιταλία και είναι σε τροχιά εξουσίας σε μια άλλη, τη Γαλλία. Αλλά και πέρα από την Ευρώπη από την απήχηση του Ντόναλντ Τραμπ – και το υπαρκτό ενδεχόμενο να εκλεγεί για δεύτερη φορά πρόεδρος των ΗΠΑ -, την εμπειρία της Βραζιλίας υπό τον Μπολσονάρο αλλά και της Αργεντινής υπό τον Μιλέι, μέχρι τον ακροδεξιό στον πυρήνα του εθνικισμό του Μόντι στην Ινδία.
Την ίδια στιγμή, πέρα από την εκλογική άνοδο της Ακροδεξιάς, η πραγματική απήχηση της πολιτικής της είναι αρκετά μεγαλύτερη. Αρκεί να σκεφτούμε τον βαθμό που η ατζέντα της έχει γίνει κυρίαρχης σε θέματα όπως η μετανάστευση ή η λογική «νόμου και τάξης».
Παράλληλα, πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι πλέον δεν αντιμετωπίζεται ως μια δύναμη «εκτός συνταγματικού πλαισίου». Ο Εμανουέλ Μακρόν προκήρυξε πρόωρες εκλογές για να ανακόψει την επέλαση του Εθνικού Συναγερμού, για να καταφέρει στο τέλος να τον κάνει ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων αφού η κυβέρνηση Μπαρνιέ λειτουργεί υπό την ανόχη της Ακροδεξιάς.
Όλα αυτά τα ζητήματα κάνουν εξαιρετικά επίκαιρο το βιβλίο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου «Το γκρίζο κύμα. Η νέα Ακροδεξιά και οι συνεργοί της», που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος και βρίσκεται ήδη στη δεύτερη έκδοσή του, στοιχείο ενδεικτικό του ενδιαφέροντος που έχει προκαλέσει.
Ο Παπακωνσταντίνου δεν αντιμετωπίζει την άνοδο της Ακροδεξιάς ως μια πολιτική παθολογία που απλώς προέκυψε εντός των «φιλελεύθερων δημοκρατιών». Αντιθέτως, προσφέρει μια λεπτομερή επισκόπηση των παραγόντων που συνετέλεσαν σε αυτή και που δείχνουν ότι η πολιτική παρουσία της Ακροδεξιάς υποβοηθήθηκε με διάφορους τρόπους σε όλη την περίοδο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμου από τις επισήμως «αντιφασιστικές» δυνάμεις, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα πώς στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου οι αμερικανικές και όχι μόνο μυστικές υπηρεσίες είδαν σε κομμάτια της ακροδεξιάς, τους αναγκαίους «αντικομμουνιστές μαχητές». Αντίστοιχα, παρατηρεί πώς η Ακροδεξιά τροφοδοτήθηκε από την άνοδο ιδεολογικών δυναμικών όπως ο εθνικισμός, ιδίως στην περίοδο μετά την κατάρρευση του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» (όπου σε όσες χώρες τα εθνικιστικά κινήματα είχαν και παρελθόν συνεργασίας με τον Άξονα, καταγράφηκε και ένα κύμα ιστορικού ρεβιζιονισμού).
Ο Παπακωνσταντίνου δεν παραβλέπει ότι η άνοδος της Ακροδεξιάς είναι ένας μπελάς για τα σημερινά κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα στην Ευρώπη και όχι μόνο, σημειώνοντας ταυτόχρονα τα κοινωνικά προβλήματα που την τροφοδοτούν, ιδίως ένα διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας και μια επιφύλαξη απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν κατορθώνουν να συναντηθούν με αριστερόστροφες τοποθετήσεις, εξαιτίας της στρατηγικής κρίσης των περισσότερων ρευμάτων της Αριστεράς. Όμως, ταυτόχρονα υπογραμμίζει ότι ήταν οι πολιτικές επιλογές των «συστημικών» κομμάτων, αυτή η κυρίαρχη αντίληψη ενός «Ακραίου Κέντρου, που στην πραγματικότητα δημιουργεί πολιτικό χώρο και για την Ακροδεξιά, ιδίως από τη στιγμή που σταδιακά ήταν τα κεντροδεξιά πρώτα και κεντροαριστερά μετά κόμματα που σταδιακά υιοθετούσαν πολιτικές θέσεις (π.χ. για το μεταναστευτικό) που έκαναν την Ακροδεξιά να φαντάζει τμήμα του πολιτικού mainstream.
Από την άλλη, και οι ίδιες οι παραλλαγές της Ακροδεξιάς έχουν αποδειχτεί ιδιαίτερα ικανές στο να προσφέρουν εκείνα τα συστημικά εχέγγυα που τις κάνουν αποδεκτές. Αυτό αφορά σίγουρα τον τρόπο που ακροδεξιοί σχηματισμοί δεν έχουν κανένα πρόβλημα να υιοθετήσουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Αφορά, όμως, και τον τρόπο που η Ακροδεξιά αντλεί νομιμοποίηση από τη συμπόρευσή της με τη «Συλλογική Δύση» σε θέματα όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία ή η υποστήριξη των ισραηλινών πολεμικών επιχειρήσεων στη Γάζα. Αντίστοιχα, υπογραμμίζει τον τρόπο που η ιδιαίτερη έμφαση της Ακροδεξιάς σε έναν ισλαμόφοβο ρατσισμό, με αποκορύφωμα τις θεωρίες συνωμοσίας όπως αυτή της «Μεγάλης Αντικατάστασης», σε μεγάλο βαθμό συντονίζεται με τον πυρήνα της στρατηγικής του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» όπως διαμορφώθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001.
Ταυτόχρονα, δεν παραλείπει να υπογραμμίσει πως σε συγκεκριμένες στιγμές η Ακροδεξιά μπόρεσε να δώσει τον τόνο ακριβώς γιατί η Αριστερά δεν μπορούσε να αρθρώσει σε αιτήματα και να διαπαιδαγωγήσει σε πολιτική λογική τις αγωνίες και τις αναζητήσεις ανθρώπων που ανήκαν κατεξοχήν στα λαϊκά στρώματα, με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα την αδυναμία να διατυπωθεί το αίτημα του Brexit με όρους μιας αριστερής τοποθέτησης που να απαλλάσσεται από την ξενοφοβία και τον συντηρητισμό της Ακροδεξιάς.
Στον επίλογο του βιβλίου ο Παπακωνσταντίνου πιάνει ένα ιδιαίτερα σημαντικό θέμα. Υπενθυμίζει ότι σε πείσμα μιας κυρίαρχης ρητορικής η αγορά δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά τη δημοκρατία. Στην ιστορία του ο καπιταλισμός μπόρεσε να συνυπάρξει με πλήθος τυραννικών ή αυταρχικών μορφών, ενώ για μεγάλο διάστημα στηρίχτηκε στη δουλεία. Αντιθέτως, ήταν σε μεγάλο βαθμό οι περίοδοι περιορισμού της ασυδοσίας της αγοράς, όπως για παράδειγμα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που επέτρεψαν την ενίσχυση της δημοκρατίας.
Επιπλέον, είναι οι πολιτικές του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού» αυτές που στον πυρήνα τους τροφοδοτούν την Ακροδεξιά: «Αυτή η ακραία εξατομίκευση, η αίσθηση ότι ζούμε σε έναν κόσμο όπου για να επιβιώσεις πρέπει να ακολουθείς την αρχή “ο καθένας για τον εαυτό του και τον τελευταίο ας τον πάρει ο διάβολος” αποτελεί το ιδανικό υπόστρωμα για την οργιαστική ανάπτυξη της Ακροδεξιάς με οποιαδήποτε μορφή» (σ. 281).
Αυτό υπογραμμίζει και το διακύβευμα σήμερα που είναι εάν θα υπάρξει μια πολιτική της εργασίας: «αν υπάρχει μια θεμελιώδης και άρρηκτη σχέση, αυτή είναι ανάμεσα στη Δημοκρατία και την Εργασία, την πολιτική ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Ή θα σωθούν μαζί ή θα αφανιστούν μαζί. Τρίτος δρόμος δεν υπήρξε πραγματικά στην Ιστορία και δεν φαίνεται πιθανό να υπάρξει στο μέλλον».
Όλα αυτά πιστεύω ότι υπογραμμίζουν τη σημασία του βιβλίου του Παπακωνσταντίνου. Αποφεύγει όλες τις κακοτοπιές της αντιμετώπισης της Ακροδεξιάς υπό το πρίσμα του «λαϊκισμού», σχήμα που πολλές φορές καταλήγει στη συμμετρία ανάμεσα σε αριστερό και δεξιό λαϊκισμό που στον ορίζοντά του έχει τη θεωρία των «δύο άκρων». Επισημαίνει ορθά την ευθύνη των δυνάμεων του «Ακραίου Κέντρου» για τη σημερινή τροφοδότηση της Ακροδεξιάς. Αναδεικνύει τη συσχέτιση ανάμεσα στην κοινωνική έρημο που διαμόρφωσαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και την άνοδο της Ακροδεξιάς. Και βεβαίως υπενθυμίζει ότι ο αντίπαλος της Ακροδεξιάς στην πραγματικότητα μπορεί να είναι μόνο μια πολιτική με αφετηρία τη σημερινή κατάσταση των δυνάμεων της Εργασίας και ορίζοντα την κοινωνική χειραφέτηση.