Κώστας Σημίτης: Ο πρωθυπουργός του ευρώ και της λιτότητας

Δημοσιεύτηκε στις 05/01/2025 13:30

Κώστας Σημίτης: Ο πρωθυπουργός του ευρώ και της λιτότητας

Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, πέθανε σε ηλικία 88 ετών το πρωί της Κυριακής, 5/1/2025. Ήταν ο πρωθυπουργός που συνέδεσε το όνομά του με το ευρώ και τις πολιτικές λιτότητας, ταυτόχρονα με τη σταδιακή ιδιωτικοποίηση του μεγάλου ελληνικού δημόσιου τομέα, στοχεύοντας στην εναρμόνιση με τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ειδικά η δεύτερη θητεία του ως πρωθυπουργός, συνοδεύτηκε από την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, και μεταξύ των σημαντικότερων πεπραγμένων της θεωρείται η ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία το 2002, αλλά ο σχεδιασμός και η προετοιμασία για την εισαγωγή τους είχαν ξεκινήσει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οπότε και υπήρξε ένα πλέγμα πολιτικών, που προκάλεσαν λαϊκές αντιδράσεις, και ξεκίνησαν με την υπογραφή από την Ελλάδα, της Συνθήκης του Μάαστριχτ, τον Φεβρουάριο του 1992.

Από την 1η Ιανουαρίου του 2002, η Ελλάδα εισερχόταν σε μια νέα εποχή, αφήνοντας πίσω της το εθνικό νόμισμα, τη δραχμή

Με τις κυβερνήσεις Σημίτη, η χώρα έκανε τα πάντα για να επιτευχθεί ο στόχος του ευρώ. Στο δρόμο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της επίτευξης των κριτηρίων της Συνθήκης του Μάαστριχτ για την ένταξη στο ευρώ, φτάσαμε στη μείωση του ελλείμματος από 10,4% το 1995 σε 1,09% το 1999 και του δημοσίου χρέους από 111,3% του ΑΕΠ σε 105,2%.

«Σε λίγες ώρες, μαζί με το νέο έτος, το ευρώ, μπαίνει στη ζωή μας.(…) Από σήμερα η δραχμή, το νόμισμά μας, από το 1833, όπως είδαμε, αντικαθίσταται από το ευρώ». Αυτό δήλωνε ο πρωθυπουργός της χώρας, Κώστας Σημίτης, στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του την 31η Δεκεμβρίου του 2001.

Η αμφισβήτηση των στοιχείων

Η κυβέρνηση που ακολούθησε (της Νέας Δημοκρατίας, με αρχηγό τον Κώστα Καραμανλή και υπουργό Οικονομικών το Γ. Αλογοσκούφη) αμφισβήτησε την εγκυρότητα των οικονομικών στοιχείων που παρουσιάστηκαν για να γίνει η Ελλάδα μέλος της ΟΝΕ, όπως αναφέρεται στη wikipedia. Η κριτική εστιάστηκε κυρίως στο ύψος του ελλείμματος και αποτέλεσε κύριο επιχείρημα για τη θεώρηση ως λάθους την αποδοχή της εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ. Το έλλειμμα του 1999, έτος αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, παρουσιάζεται να είναι 3,1% του ΑΕΠ, μεγαλύτερο του κριτηρίου του Μάαστριχτ για έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ και του 1,6% βάσει του οποίου αξιολογήθηκε η ελληνική οικονομία. Ωστόσο, μετέπειτα αναθεωρήσεις των στοιχείων δείχνουν και άλλες χώρες να υπερβαίνουν το δημοσιονομικό έλλειμμα του 3% κατά την περίοδο αξιολόγησης. Έτσι, το 1997, που είναι το έτος αξιολόγησης για τις πρώτες χώρες που έγιναν μέλη της Ευρωζώνης, το έλλειμμα της Γαλλίας ήταν 3,3%, της Ισπανίας 3,4% και της Πορτογαλίας 3,4%.

Το 2005 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρουσίασε αποτελέσματα δημοσιονομικής απογραφής με τα οποία αμφισβήτησε δημοσιονομικά στοιχεία των κυβερνήσεων Σημίτη. Τη μεθοδολογία της απογραφής (όπως την κατάργηση της τιτλοποίησης, τον χρονικό ανακαταμερισμό υπολογισμού των στρατιωτικών δαπανών) επέκρινε αργότερα η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία.

Η Eurostat αναθεώρησε το ύψος των αμυντικών δαπανών για τα έτη 1997 – 2003 αλλάζοντας τον κανονισμό λογιστικής καταγραφής των αμυντικών δαπανών, από ημερομηνία παράδοσης του πολεμικού υλικού (delivery basis), που τότε ακολουθούσαν οι μισές χώρες της ΕΕ, σε ημερομηνία πληρωμής ακόμα και των – συνήθως τεράστιων – προκαταβολών (cash basis). Η Eurostat επικαλέστηκε ως αιτία της αλλαγής την έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων για παραδόσεις πολεμικού υλικού. Με την αναθεώρηση στις αμυντικές δαπάνες του 1999 προστέθηκαν €973,8εκ. ή 0,9% του τότε ΑΕΠ. Χωρίς την αναθεώρηση των αμυντικών δαπανών το έλλειμμα του 1999 θα ήταν 2,2% ΑΕΠ. Από το 2005, η Eurostat καταγράφει πλέον τις αμυντικές δαπάνες με τη λογιστική μέθοδο της παράδοσης (delivery basis) και μόνον, για όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της ΕΕ, όπως δηλαδή ίσχυε για την Ελλάδα πριν την αναθεώρηση του 2004. Η Eurostat τότε ζήτησε από τις χώρες να διορθώσουν τις χρονολογικές σειρές τους προς τα πίσω ώστε να ακολουθούν διαχρονικά τον ίδιο ορισμό. Η Ελλάδα δεν προέβη σε επανόρθωση. Μόνο για την περίοδο 1997-2004 και μόνον για την Ελλάδα, οι στρατιωτικές δαπάνες έχουν υπολογιστεί με τη μέθοδο καταγραφής των πληρωμών τη στιγμή που γίνονται (cash basis). Η ορθότητα απεικόνισης του ελλείμματος 3,1% για το 1999 αμφισβητείται. Το 2,2% πάντως παραμένει υψηλότερο από αυτό που αρχικά είχε υπολογιστεί.

Η ένταξη στην ευρωζώνη

Στις 19 και 20 Ιουνίου του 2000, η Ελλάδα εντάσσεται στην ευρωζώνη. Το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ECOFIN), στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής που πραγματοποιήθηκε στην Πορτογαλία, αποφάσισε την ένταξη τη Ελλάδος στο ευρώ.

Την 1η Ιανουαρίου του 2001, η Ελλάδα εντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ και η αμετάκλητη ισοτιμία μετατροπής της δραχμής σε ευρώ ορίστηκε σε: 1 ευρώ = 340,750 δραχμές. Η Τράπεζα της Ελλάδος έγινε μέλος του Ευρωσυστήματος, το οποίο αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ.

Τα πρώτα χρόνια στο ευρώ

Τη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του (2000-2003) ήταν και τα πρώτα χρόνια της Ελλάδας στο ευρώ. Ένταξη που μαζί με το νέο νόμισμα, έφερε σημαντικούς περιορισμούς στη μακροοικονομική πολιτική της χώρας. Η νομισματική πολιτική είναι πλέον αποκλειστική ευθύνη της ΕΚΤ. Η δημοσιονομική πολιτική όφειλε να τηρεί της δεσμεύσεις του Συμφώνου Σταθερότητας για χαμηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και μειούμενο δημόσιο χρέος.

Μειώθηκε η αβεβαιότητα από τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ των νυν χωρών της Ευρωζώνης και διευκολύνθηκαν οι διασυνοριακές συναλλαγές. Την ίδια στιγμή όμως η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη περιόρισε τα παραδοσιακά εργαλεία μακροοικονομικής πολιτικής και ανέδειξε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε πολιτική προτεραιότητας. Συγχρόνως, αναίρεσε από τον μηχανισμό της αγοράς το ρόλο «τιμωρού» για τις ανισορροπίες στην οικονομία ή για την ανεπάρκεια της οικονομικής πολιτικής και, έτσι, μετέτρεψε τις οικονομικές κρίσεις του παρελθόντος σε ανισορροπίες διαφορετικού τύπου, που σωρεύονται χωρίς να γίνονται άμεσα αντιληπτές.

Έχοντας την κάλυψη του ενιαίου νομίσματος και σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων υπήρχε χρόνος για να προχωρήσουν σταδιακά οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις εκμεταλλευόμενοι και τους διαθέσιμους κοινοτικούς πόρους. Μεταρρυθμίσεις που δεν προχώρησαν όπως ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης θα ήθελε λόγω των λαϊκών αντιδράσεων με χαρακτηριστικό παράδειγμα την προσπάθεια «μεταρρύθμισης» του ασφαλιστικού – «μεταρρύθμιση Γιαννίτση».

Το  2003 το ΔΝΤ ενημέρωσε την κυβέρνηση Σημίτη ότι  προκειμένου η ελληνική οικονομία να αντέξει στο ευρώ, απαιτούνταν άμεσα διαρθρωτικά μέτρα και ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής πειθαρχίας για να επιτευχθεί επείγουσα εσωτερική υποτίμηση. Η κυβέρνηση Σημίτη κατέληξε να υποσχεθεί τη λήψη σκληρών μέτρων.

Η επιτήρηση

Τα οικονομικά μεγέθη της περιόδου 2000-2003 έπειτα από συνεχείς αναθεωρήσεις τόσο των δημοσιονομικών όσο και των εθνικολογιστικών μεγεθών δείχνουν ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης συνέχισαν να είναι υψηλοί. Κατά μέσο όρο η οικονομία αναπτύχθηκε σε σταθερές τιμές 4,5% ετησίως, ωθούμενη κυρίως από τις επενδύσεις (8,5% μέση ετήσια πραγματική αύξηση). Η κατανάλωση, ιδιωτική και κρατική, αυξήθηκε επίσης (3,8% μέση ετήσια πραγματική αύξηση) τροφοδοτούμενη και από τους υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης, όπως αναφέρεται στη wikipedia. Η πιστωτική επέκταση ήταν υψηλή λόγω της απελευθέρωσης της τραπεζικής αγοράς μέσω και των ιδιωτικοποιήσεων τραπεζών την προηγούμενη δεκαετία και της ευκολότερης πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές.

Ο πληθωρισμός συνέχισε να είναι υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τροφοδοτούμενος από την υψηλή ζήτηση, τα χαμηλά επιτόκια και φυσικά τις ολιγοπωλιακές συνθήκες σε πολλές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών (3,4% ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός) αν και φυσικά πολύ χαμηλότερος από παλαιότερα.

Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης την περίοδο αυτή αυξήθηκε από το 3,7% το 2000 στο 5,6% το 2003, παρόλο που το 2000-2002 υπήρχε πρωτογενές πλεόνασμα (από 3,6% το 2000 στο -0,7% το 2003). Η αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων το 2004 από την κυβέρνηση Καραμανλή οδήγησε στην απόφαση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υπαχθεί η Ελλάδα σε καθεστώς επιτήρησης. Η επιτήρηση αυτή έληξε το 2007, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων με τη χρησιμοποίηση εκ νέου λανθασμένων στοιχείων.

© Πηγή: In.gr