ΙΟΒΕ:Μείζον εθνικό πρόβλημα η μείωση και γήρανση του πληθυσμού – Αρνητικό το φυσικό ισοζύγιο σε 13 περιφέρειες
Σήμα κινδύνου για την υπογεννητικότητα από την έκθεση κοινωνικών και οικονομικών τάσεων στις ελληνικές περιφέρειες του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Η μείωση και γήρανση του πληθυσμού αποτελούν εθνικό πρόβλημα και σχετίζονται με τους ρυθμούς ανάπτυξης σε περιφερειακό επίπεδο.
Ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται σταθερά και με συνέπεια τα τελευταία χρόνια και η υπογεννητικότητα αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η χώρα μας στο μέλλον. Οι γεννήσεις υπολείπονται των θανάτων με την τάση αυτή να μετριάζεται σε ένα βαθμό από θετικές καθαρές μεταναστευτικές ροές.
Η χώρα μας εντάσσεται στις πλέον γερασμένες της Ε.Ε και θα παραμείνει στην ομάδα αυτή και τις επόμενες δεκαετίες.
Αρνητικό φυσικό ισοζύγιο
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ, το φυσικό ισοζύγιο, δηλαδή η διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων, καταγράφεται πλέον αρνητική και στις 13 περιφέρειες της χώρας, κυρίως λόγω σημαντικής μείωσης των γεννήσεων σε συνδυασμό με αναβολή των γεννήσεων σε μεγαλύτερη ηλικία.
Το μεταναστευτικό ισοζύγιο μετριάζει την πληθυσμιακή πτώση σε 10 περιφέρειες, εκτός από την Αττική, τη Δυτική Ελλάδα και τη Δυτική Μακεδονία, όπου είναι αρνητικό. Η Κρήτη είναι η μόνη περιφέρεια στην Ελλάδα που παρουσιάζει οριακά θετικό ρυθμό πληθυσμιακής ανάπτυξης, καθώς το θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο υπερκαλύπτει το οριακά αρνητικό φυσικό ισοζύγιο.
Οι μεταναστευτικές εισροές όμως δεν επαρκούν να αντιστρέψουν την πληθυσμιακή μείωση που οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στην μεγάλη μείωση των γεννήσεων σε όλες τις περιφέρειες.
Σύντομα το 1/3 του πληθυσμού θα είναι 65 ετών και άνω
Με βάση τα στοιχεία του Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών η Ελλάδα κινδυνεύει με έναν εκρηκτικό συνδυασμό γήρανσης και υπεργηρίας σε σχεδόν από μία στις τέσσερις Περιφερειακές Ενότητες της χώρας με αποτέλεσμα σύντομα (πολύ πριν από το 2050) να έχουμε μια ομάδα όπου το 1/3 του πληθυσμού θα είναι 65 ετών και άνω, ενώ ταυτόχρονα το 1/4 των ηλικιωμένων θα είναι υπέργηροι.
Το φαινόμενο της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα καθώς και η γήρανση του πληθυσμού είναι ένα γεγονός, το οποίο εξελίσσεται αδιάκοπα τα τελευταία 35-40 χρόνια. Το 2022 η χώρα μας κατέγραψε τον χαμηλότερο αριθμό γεννήσεων σε 92 χρόνια.
Η Ελλάδα έχει από τους χαμηλότερους ρυθμούς γεννήσεων στην Ευρώπη και μάλιστα ορισμένα χωριά δεν έχουν καταγράψει ούτε μία γέννηση εδώ και χρόνια. «Για να διασφαλιστεί η συνέχιση ενός έθνους/χώρας/περιοχής, ο δείκτης γονιμότητας θα πρέπει διαχρονικά να διατηρείται πάνω από 2,1 παιδιά/γυναίκα» δήλωνε προ λίγων ημερών ο Νικόλαος Ζυγουρόπουλος, MD, ARSOG, AFRSH, MBA (INSEAD), MChem (Oxford University), χειρουργός γυναικολόγος – μαιευτήρας, ακαδημαϊκός υπότροφος, βοηθός καθηγητής Πανεπιστημίου Ιατρικής και Φαρμακευτικής «Carol Davila».
Ο συνολικός δείκτης γονιμότητας το 2022 στην Ελλάδα ήταν στο 1,32 με την Γαλλία να είχε την υψηλότερη συνολική γονιμότητα στην ΕΕ με 1,79 γεννήσεις ανά γυναίκα.
Υψηλή συγκέντρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Αττική
Η πληθυσμιακή συρρίκνωση θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία με την αγορά εργασίας και το ασφαλιστικό σύστημα να «κουβαλά» τα χρόνια των μνημονίων που οδήγησαν σε βίαιες ανατροπές στο εργασιακό και συνταξιοδοτικό τοπίο.
Τα πρώτα «καμπανάκια» έχουν ήδη αρχίσει να χτυπούν με το κύμα συνταξιούχων να μεγαλώνει αισθητά παρά το γεγονός πως οι συντάξιμες αποδοχές είναι χαμηλότερες.
Πρόσθετο πρόβλημα, σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ, αποτελεί το γεγονός πως η οικονομική δραστηριότητα συγκεντρώνεται κυρίως στις περιφέρειες των δύο μεγάλων αστικών κέντρων, με την Αττική να συνεισφέρει σχεδόν το μισό του συνολικού ΑΕΠ, πάνω από το ένα τρίτο των επενδύσεων και πάνω από το μισό των εξαγωγών.
Παρά όμως τις σημαντικές αποκλίσεις στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, έντονη αναπτυξιακή δυναμική καταγράφηκε τόσο στις ηπειρωτικές όσο και στις νησιωτικές περιφέρειες της χώρας, με τη Στερεά Ελλάδα, τη Δυτική Μακεδονία, την Πελοπόννησο, το Νότιο Αιγαίο, την Κρήτη και τα Ιόνια Νησιά να ξεχωρίζουν. Οι πάγιες επενδύσεις ανακάμπτουν με υψηλό ρυθμό στη νησιωτική Ελλάδα και την Ήπειρο, ωστόσο το επενδυτικό κενό συγκριτικά με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει σημαντικό.