Ιάκωβος Καμπανέλλης: Είχα τη διάθεση κάτι να πω

Δημοσιεύτηκε στις 02/12/2024 19:07

Ιάκωβος Καμπανέλλης: Είχα τη διάθεση κάτι να πω

«Γεννήθηκα στη Νάξο το 1922. Τα παιδικά μου χρόνια είναι ζυμωμένα με τη Νάξο. Και υπάρχει πάρα πολλή Νάξος στα έργα μου, γιατί έχω μέσα μου έναν ολόκληρο θησαυρό, μια ολόκληρη μυθολογία από τα παιδικά μου χρόνια. Δεν ήμασταν αστοί, αλλά γίναμε ένα διάστημα, λόγω κάποιας οικονομικής ανόδου περαστικής. Γρήγορα, όμως, βρεθήκαμε σε άθλια οικονομική κατάσταση και ήλθαμε στην Αθήνα. Ήμασταν εννέα παιδιά και έπρεπε όλοι να δουλέψουμε. Άρχισα να δουλεύω το πρωί και το βράδυ πήγαινα σε νυχτερινή εμπορική σχολή, αλλά την παράτησα για να πάω στη Σιβιτανίδειο, όπου σπούδασα σχεδιαστής. Μετά πήγα σ’ έναν πολιτικό μηχανικό κι ύστερα σε μια τεχνική εταιρεία. Τότε ήλθε ο πόλεμος. Δεν στρατεύτηκα, γιατί ήμουν μικρός».

 

«ΤΑ ΝΕΑ», 16.7.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Μέσα στην Κατοχή μ’ έναν φίλο του αποφασίζουν μία τυχοδιωκτική περιπέτεια. «Ονειρευόμασταν να πάμε στη Μέση Ανατολή, αλλά δεν μπορούσαμε. Σκεφτήκαμε τότε να πάμε στην Αυστρία. Φύγαμε κουβαλώντας τσιγάρα και άλλα πράγματα, και με διαβατήρια παραχαραγμένα από έναν Ιταλό. Μας έπιασαν στο Ίνσμπρουκ. Χωρίς πολλές πολλές διαδικασίες μάς ρίξανε στις φυλακές, μετά μας έβαλαν σ’ ένα μικρό στρατόπεδο και μετά μας έστειλαν στο Μαουτχάουζεν. Βρέθηκα στο Μαουτχάουζεν χωρίς να ’χω καμιά σχέση με Αντίσταση κ.λπ.».

Ο νεαρός Καμπανέλλης επέζησε. Μένει δυόμισι χρόνια στο στρατόπεδο, ώσπου απελευθερώνεται το ’45 και γυρίζει στην Αθήνα.

 

«ΤΑ ΝΕΑ», 16.7.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

«Δεν ήταν καθόλου απλά τα πράγματα. Βρήκα την οικογένειά μου ευτυχώς όλοι επιζούσαν σ’ ένα σπίτι κατεστραμμένο. Αλλά βρήκα και μια Αθήνα, μια Ελλάδα τρομοκρατημένη. Η οικογένειά μου φοβόταν να πει ότι ήμουν σε στρατόπεδο μήπως θεωρηθεί ότι αυτό είχε γίνει γιατί ήμουν τόσο επικίνδυνος αριστερός. Τη γειτονιά μου, το Μεταξουργείο,  όπου ως τότε ζούσαμε πολύ ωραία και αγαθά, τη βρήκα μοιρασμένη στα δυο. Τη χώριζε μίσος και αίμα. Ένα βράδυ στα καλά καθούμενα κάτι Χίτες με πιάσαν και με δείραν. Βρέθηκα σε απόγνωση: να γυρίζω από το στρατόπεδο σ’ έναν κόσμο τόσο εχθρικό… Και δεν είναι φιλολογίες αυτά…»

— Πώς στραφήκατε στο θέατρο;

«Ήμουν ένας νέος που διάβαζε πολύ, με κλίση στις τέχνες. Διάβαζα ήδη πριν από τον πόλεμο και στην Κατοχή. Όταν γύρισα από το στρατόπεδο, είχα τη διάθεση κάτι να πω. Το χειμώνα του ’45-’46 είδα στο θέατρο Αλίκης —το σημερινό Μουσούρη— από το Θέατρο Τέχνης μια παράσταση που με συγκλόνισε: Για ένα κομμάτι γης, βασισμένο σ’ ένα βιβλίο του Κόλντγουελ. Με προβλημάτισε πολύ πώς μπορεί να έρχεται κανείς από ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, όπου έχουν δει τα μάτια του τόσα και τόσα φοβερά, και να συγκλονίζεται από ένα ψεύδος — όπως είναι κάθε παράσταση! Για μένα, αν θέλετε, αυτό ήταν και η αποκάλυψη της δύναμης του θεάτρου. Θέλησα να γίνω ηθοποιός, έδωσα εξετάσεις και στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, αλλά δεν με παίρνανε γιατί δεν είχα απολυτήριο γυμνασίου. Μέσα στην απελπισία μου που οι δρόμοι αυτοί για το θέατρο ήταν κλειστοί, σκέφτηκα να γράψω».

 

«ΤΑ ΝΕΑ», 16.7.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γράφει ένα πρωτόλειο, το «Άνθρωποι και ημέρες», που μένει στα συρτάρια, και δύο μονόπρακτα εμπνευσμένα από το στρατόπεδο: «Η οδός» και «Ο κρυφός ήλιος», που χάνεται. Συναντά τον Αδαμάντιο Λεμό, γίνεται συνεργάτης του και εισηγητής δραματολογίου στο πρωτοποριακό τότε θεατράκι της Καλλιθέας, όπου και ανεβάζεται «Ο χορός πάνω στα στάχυα». Γράφει τα «Οδυσσέα γύρισε σπίτι», «Ο μπαμπάς ο πόλεμος», «Ο γορίλας και η ορτανσία».

«Τα έργα αυτά άρεσαν πολύ σ’ όσους τα διάβασαν», λέει ο συγγραφέας, «θαυμάζονταν και στην πενταετία ’50-’55, το όνομά μου κυκλοφορούσε στον κόσμο του θεάτρου με πολλή εκτίμηση και αγάπη: Ένας νέος με πάρα πολύ ταλέντο, μ’ ένα δικό του στυλ. Κανείς όμως δεν τα ανέβαζε. Ίσως γιατί ήταν κάτι διαφορετικό. Ο Τερζάκης τα είχε εισαγάγει στην Καλλιτεχνική Επιτροπή του Εθνικού, η οποία όμως τα απέρριψε ως μη κατάλληλα για το Εθνικό. Είχα όνομα χωρίς να είμαι παιγμένος. Αποτέλεσμα αυτής της φήμης ήταν να γίνει τόσο εύκολα και αμέσως ταινία —η Στέλλα— το θεατρικό που είχα γράψει με τον τίτλο Η Στέλλα με τα κίτρινα γάντια. Και αμέσως να κληθώ να γράψω τον Δράκο. Ώσπου ο Χουρμούζιος, το ιερό τέρας, επέλεξε την Έβδομη μέρα της δημιουργίας για να εγκαινιάσει τη Δεύτερη Σκηνή του Εθνικού».

[…]

 

«ΤΑ ΝΕΑ», 16.7.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γύρω στο ’54-’55, ενώ δίδασκε στη Σχολή Σταυράκου, γνωρίζει τον Κάρολο Κουν. Το ’56 εκείνος τον καλεί να συνεργαστεί μαζί του για την προβολή του «Κύκλου με την κιμωλία» που ανέβαζε. Οι πόρτες του «Θεάτρου Τέχνης» έχουν ανοίξει για τον Καμπανέλλη. Μπαίνει και ενσωματώνεται.

Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος ανεβάζει τα μονόπρακτά του «Αυτός και το παντελόνι του» και «Κρυφή ζωή», και μετά είναι η σειρά της «Αυλής».

— Πώς λειτούργησε η επιτυχία της «Αυλής των θαυμάτων» στον συγγραφέα Καμπανέλλη;

«Με ενεθάρρυνε, γιατί μου έδωσε τη δυνατότητα να επιβληθώ. Απλώς, αργότερα, με ενόχλησε πολύ όταν κάποιοι κριτικοί αναρωτήθηκαν γιατί δεν ξανάγραψα κάτι όπως η Αυλή… Δεν τους άκουσα […]».

 

«ΤΑ ΝΕΑ», 16.7.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Πόσο αντλήσατε, κ. Καμπανέλλη, από την προσωπικότητα Κάρολος Κουν;

«Πάρα, πάρα πολλά. Τον θεωρώ δάσκαλο. Του χρωστώ πάρα πολλά. Του χρωστώ τις παραστάσεις του που είδα. Και του χρωστώ το χάρισμα να μπορώ να μπαίνω στο θέατρο οποιαδήποτε ώρα και να τον παρακολουθώ διδάσκοντα στις πρόβες. Ήταν ένα μέγα μάθημα. Όχι μόνον υποκριτικής αλλά και συγγραφής. Κι από την άλλη μεριά ήταν η φιλία και οι συζητήσεις με τον Κουν εκτός θεάτρου, που ήταν πολύτιμες. Αν με ρωτήσετε ποιοι ήταν οι μεγαλύτεροι δάσκαλοί μου, θα σας απαντήσω: το στρατόπεδο συγκεντρώσεως και ο Κουν».

[…]

 

«ΤΑ ΝΕΑ», 16.7.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Ο «Οδυσσέας» σας «γυρίζει» σε λίγες μέρες, 40 σχεδόν χρόνια μετά τη συγγραφή του και 24 μετά το πρώτο ανέβασμά του από τον Κάρολο Κουν. Τι θελήσατε να συμβολίζει;

«Είναι γραμμένος στην πιο σκληρή ψυχροπολεμική περίοδο. Οι προσδοκίες που είχε φέρει το τέλος του πολέμου είχαν τελείως διαψευστεί. Στην Ελλάδα αυτή η γεύση ήταν ακόμα πιο πικρή. Διαπιστώναμε ότι οι προσδοκίες ήταν κατασκευασμένα είδωλα που τα είδαμε να αυτοκτονούν ή να δολοφονούνται, να κατεδαφίζονται μπροστά στα μάτια μας κατά έναν τρόπο κωμικοτραγικό. Αυτό είναι το έργο: η αυτοκτονία και η δολοφονία των κατασκευασμένων ειδώλων».

 

— Πιστεύετε ότι το έργο «ισχύει» και σήμερα;

«Βέβαια! Γιατί η προσωπολατρία εξακολουθεί να είναι μία πλάνη μεγάλη και μία απάτη μεγάλη. Και γιατί οι ιδεολογίες εξακολουθούν να είναι διαψευδόμενα οράματα».

[…]

— Κύριε Καμπανέλλη, ποιο είναι το καταστάλαγμα των 40 θεατρικών σας χρόνων;

«Μου φαίνεται ότι πέρασαν πολύ γρήγορα, αλλά από την άλλη βλέπω πόσο πολλά πράγματα χώρεσαν σ’ αυτά τα 40 χρόνια. Ήταν 40 χρόνια με πάρα πολλές χαρές και στενοχώριες. Χαίρομαι που διάλεξα το θέατρο. Αγαπώ πάντα το θέατρο, αγαπώ πάντα το γράψιμο. Νομίζω ότι είναι το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω στη ζωή μου ή που νομίζω ότι μπορούσα να κάνω».

*Αποσπάσματα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στο δημοσιογράφο Γιώργο Σαρηγιάννη, με αφορμή τη συμπλήρωση τεσσάρων δεκαετιών (1950-1990) από τότε που ανέβηκε πρώτη φορά στη σκηνή έργο του κορυφαίου δραματουργού. Η πολύ ενδιαφέρουσα αυτή συνέντευξη είχε δημοσιευτεί στο φύλλο των «Νέων» που είχε κυκλοφορήσει στις 16 Ιουλίου 1990.

Ο ακαδημαϊκός Ιάκωβος Καμπανέλλης, διάσημος θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος και στιχουργός, γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου 2011, λίγο μετά το θάνατο της γυναίκας του.

 

Ο Καμπανέλλης ήταν εκείνος που εισήγαγε το σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό στο νεοελληνικό θέατρο, αναζητώντας παράλληλα νέους τρόπους έκφρασης στο πεδίο της δραματουργίας (σάτιρα, αφαιρετική γραφή, θέατρο του παραλόγου, κοινωνικός ρεαλισμός), ενώ σημαντική υπήρξε η συμβολή του και στο χώρο του ελληνικού κινηματογράφου.

Ο Καμπανέλλης ασχολήθηκε και με τη στιχουργική, ενώ έγραψε μεταξύ άλλων το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Μαουτχάουζεν» (1963), ένα δημιούργημα της αντιπολεμικής λογοτεχνίας με πολύ μεγάλη απήχηση.

in.gr