Η Ελλάδα στις πλέον γερασμένες χώρες της Ε.Ε – Οι μεγάλες προκλήσεις της εποχής
Το δημογραφικό, στις ανεπτυγμένες κυρίως χώρες, όπου το πλήθος και το ειδικό βάρος των ηλικιωμένων αυξάνεται ταχύτατα, καλεί τις κυβερνήσεις να ενσκήψουν στα προβλήματα και στις προκλήσεις που θέτει η δημογραφική γήρανση, μια γήρανση που οφείλεται τόσο στη συρρίκνωση της γονιμότητας των μεταπολεμικών γενεών όσο και στην αύξηση των προσδόκιμων ζωής.
Πολλά από τα ερωτήματα που τίθενται στις χώρες αυτές είναι κοινά, όπως: Ποιες είναι οι συνέργειες για μια ολοκληρωμένη και συντονισμένη πολιτική, που, εκτός των άλλων, θα επιτρέψει στους ηλικιωμένους να έχουν μια υγιή και ενεργή γήρανση; ποιες οι πολλαπλές προκλήσεις που θέτει η μη αναστρέψιμη μεσοπρόθεσμα αυτή γήρανση;
Συρρίκνωση της γονιμότητας των μεταπολεμικών γενεών και αύξηση των προσδόκιμων ζωής παρατηρούμε στην Ελλάδα και όχι μόνο
Οι απαντήσεις σε πολλές περιπτώσεις είναι σύνθετες και τα χαρακτηριστικά κάθε χώρας διαφορετικά.
Αυξήθηκαν οι +65 και οι +85
Στην Ελλάδα ο συνολικός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 39% ανάμεσα στις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας και σήμερα, οι 65 ετών και άνω αυξήθηκαν 4,6 φορές (από 520 χιλ. σε 2,4 εκατομμύρια) ενώ οι 85 ετών και άνω πολλαπλασιάστηκαν επι 20 (600 χιλ. σήμερα έναντι 30 μόλις χιλ. το 1951), ενημερώνει το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών με τα στοιχεία να άκρως ανησυχητικά.
Η Ελλάδα έχοντας το 23% του πληθυσμού της 65 ετών και άνω εντάσσεται στις πλέον γερασμένες χώρες της Ε.Ε ενώ θα παραμείνει στην ομάδα αυτή και τις επόμενες δεκαετίες.
«Αρνητική θα είναι η ζυγαριά γεννήσεων και θανάτων τα επόμενα 25 χρόνια ό,τι και να κάνουμε», αναφέρει (MEGA) χαρακτηριστικά ο Βύρωνας Κοτζαμάνης, διευθυντής στο ινστιτούτο δημογραφικών ερευνών και μελετών (ΙΔΕΜ).
Η χώρα μας χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα όμως και από έντονες χωρικές διαφοροποιήσεις καθώς το ποσοστό των 65 ετών και άνω κυμαίνεται από 12,6% (ελάχιστο, Π.Ε Μυκόνου) έως 33,9 % (μέγιστο, Π.Ε Ευρυτανίας), ενώ το ποσοστό των 85 και άνω στον πληθυσμό των ηλικιωμένων αυξάνεται ταχύτατα (6% το 1951 αλλά 16% το 2023). Οδεύουμε, επομένως, «προς έναν εκρηκτικό συνδυασμό ΄΄γήρανσης’’ και ΄΄υπεργηρίας’’ σε σχεδόν από 1 στις 4 Περιφερειακές Ενότητες της χώρας μας, με αποτέλεσμα σύντομα (πολύ πριν από το 2050) να έχουμε μια ομάδα όπου το 1/3 του πληθυσμού τους θα είναι 65 ετών και άνω, ενώ ταυτόχρονα το 1/4 των ηλικιωμένων θα είναι ‘’υπέργηροι’’», αναφέρει το ΙΔΕΜ.
Οι τέσσερις προκλήσεις
«Η δημογραφική πρόκληση συνίσταται στα εξής: πρώτον έχουμε μια τρομερή συγκέντρωση του πληθυσμού μας στον χώρο, με αποτέλεσμα 1 στους 2 κατοίκους να είναι σε ένα πολύ μικρό κομμάτι της επιφάνειας, μόλις το 2%. Έχουμε μια επιβράδυνση του προσδόκιμου ζωής μας σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που αυτό κάτι λέει για το δημόσιο σύστημα υγείας μας. Εμείς πάμε πιο αργά από τους υπόλοιπους. Το τρίτον είναι ότι τα νέα ζευγάρια κάνουν όλο και λιγότερα παιδιά από τους γονείς τους, τα κάνουν όλο και σε μεγαλύτερη ηλικία. Το τέταρτο είναι ότι οι νέοι από τη χώρα μας, παραγωγικής και αναπαραγωγικής ηλικίας, φεύγουν, επομένως η ζυγαριά είσοδοι και έξοδοι είναι αρνητική», λέει ο ο Βύρωνας Κοτζαμάνης.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως η αύξηση του πλήθους των ηλικιωμένων σε ένα φθίνοντα πληθυσμό δεν αποτελεί φυσικά μια ελληνική ιδιαιτερότητα, καθώς το αυτό ισχύει ήδη σήμερα σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες ενώ στην κατάσταση αυτή θα βρεθούν όλες σχεδόν τις αμέσως επόμενες δυο δεκαετίες, σημειώνει το ινστιτούτο.
Λύσεις και γρήγορα
Η πρόκληση είναι παρούσα. Το ΙΔΕΜ σημειώνει πως από τις λύσεις που θα δοθούν θα κριθεί και στη χώρα μας αν ο κοινωνικός στιγματισμός, η περιθωριοποίηση των «ηλικιωμένων» -επάγωγο της έως σήμερα θεωρούμενης απουσίας «συλλογικής χρησιμότητάς» τους- θα αρθεί, εάν το κοινωνικό ρολόι θα προλάβει το βιολογικό, εάν η ανισορροπία ανάμεσα στις δύο βασικές συνιστώσες της γήρανσης (κοινωνική /δημογραφική), είναι δυνατόν να ανατραπεί.
Από τις επιλογές που θα γίνουν θα κριθεί επίσης, εάν «ευγενείς» δραστηριότητες (όπως η φροντίδα- θεραπεία) που θεωρούνται σήμερα ακόμη σε μεγάλο βαθμό ως μη «παραγωγικές» θα αποκτήσουν τη θέση που τους ανήκει, ώστε να δυναμιτίσουν την οικονομία του μέλλοντος σε συνδυασμό και με την αυξημένη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών για τους ηλικιακά μεγαλύτερους.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ
Ανησυχία για την υπογεννητικότητα στη χώρα προκαλούν στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ τα οποία, για το 2023, δείχνουν πως οι γεννήσεις στην Ελλάδα ήταν 71.455, οι θάνατοι 128.101, μία διαφορά δηλαδή 56.646.
Τα στοιχεία αυτά της ΕΛΣΤΑΤ φανερώνουν μια πτώση 6,1% των γεννήσεων σε σχέση με το 2022.
Η αναλογία γεννήσεων-θανάτων ονομάζεται «φυσικό ισοζύγιο» και είναι ένα μέγεθος που κινείται σε αρνητικό έδαφος, από την εποχή των μνημονίων και μετά. Η ψαλίδα του «φυσικού ισοζυγίου» μειώθηκε ελαφρά σε σύγκριση με το 2022, όμως αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι καταγράφηκαν λιγότεροι θάνατοι, καθώς οι επιπτώσεις του πανδημικού κύματος υποχώρησαν.
Μετά από μια περίοδο σταθεροποίησης των γεννήσεων τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες παρατηρούμε μια «βουτιά» μετά το 1980. Η πτώση ανακόπτεται προσωρινά κατά την πρώτη δεκαετία του 2000 και συνεχίζεται έκτοτε με αμείωτη ένταση οδηγώντας σε αναπόφευκτη συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας.
Η πληθυσμιακή συρρίκνωση θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας και στο ασφαλιστικό σύστημα με την Ελλάδα να «κουβαλά» τα χρόνια των μνημονίων που οδήγησαν σε βίαιες ανατροπές στο εργασιακό και συνταξιοδοτικό τοπίο.
Τα πρώτα «καμπανάκια» έχουν ήδη αρχίσει να χτυπούν με το κύμα συνταξιούχων να μεγαλώνει αισθητά παρά το γεγονός πως οι συντάξιμες αποδοχές είναι χαμηλότερες.