Γυναικοκτονία στους Αμπελόκηπους: Τι υποστήριξε στο απολογητικό του υπόμνημα ο 39χρονος που σκότωσε με σφυρί τη σύζυγό του
Την δική του εκδοχή για τις συνθήκες που τέλεσε την εγκληματική του ενέργεια με θύμα τη σύζυγό του και μητέρα των δύο ανήλικων παιδιών τους έδωσε απολογούμενος στην ανακρίτρια ο 39χρονος ο οποίος κατηγορείται ότι σκότωσε τη γυναίκα του με σφυρί και μετά έκρυψε το πτώμα της στο πατάρι.
Σύμφωνα με πληροφορίες στο απολογητικό υπόμνημα που κατέθεσε ο κατηγορούμενος ο οποίος εκπροσωπήθηκε από το δικηγόρο Χρήστο Στάθη ισχυρίστηκε πως όλα ξεκίνησαν όταν «γύρω στις 1:30 π.μ., ξύπνησα και διαπίστωσα ότι η σύζυγος μου έλειπε από δίπλα μου. Την αναζήτησα, και την βρήκα στο μπάνιο που μιλούσε στο τηλέφωνο με ανοιχτή ακρόαση, σε video κλήση. Την άκουσα να λέει ότι θα έπαιρνε το μεγάλο μας γιο και θα έφευγε ενώ στην άλλη πλευρά του τηλεφώνου ακουγόταν μία αντρική φωνή (η οποία μάλιστα προσομοίαζε στην φωνή παιδικού μου φίλου) που ανταποκρινόταν θετικά στα λεγόμενα της. Της ζήτησα να έρθει στο δωμάτιο να μιλήσουμε. Πράγματι ήρθε και ενώ στην αρχή αρνήθηκε ότι μιλούσε στο τηλέφωνο (αποκρινόμενη ότι δήθεν έβλεπε «βιντεάκια»), στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι μιλούσε με άντρα και συγκεκριμένα με τον παιδικό μου φίλο και μου δήλωσε ταυτόχρονα ότι θα έπαιρνε το μεγάλο παιδί και θα έφευγε, αφού εγώ δεν είχα χρήματα, αποδίδοντας μου μάλιστα τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς ότι «είμαι ανθρωπάκι», και «λίγος».
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι προσπάθησε να διατηρήσει μάταια τη ψυχραιμία του και κατά τα λεγόμενα του την ρώτησε «για ποιο λόγο θα πάρει το μεγάλο παιδί μαζί της, αφού έχουμε δύο παιδιά». «Τότε, όπως υποστήριξε, μου απάντησε με απόλυτη ψυχρότητα κοιτάζοντας με κατάματα ότι δεν είναι δικό μου παιδί (σ.σ το μεγαλύτερο)».
Ο 39χρονος ισχυρίστηκε ότι αυτό τον οδήγησε σε μία «έντονη ψυχική υπερδιέγερση» η οποία πυροδότησε έναν ανεξέλεγκτο μηχανισμό μέσα του.
«Θόλωσα τόσο πολύ ακούγοντας ότι το παιδί μου, που λατρεύω, ότι δεν ήταν δικό μου, και χωρίς κανένα έλεγχο των πράξεων μου, έπιασα ένα σφυρί από την τσάντα των εργαλείων που χρησιμοποιώ στην οικοδομή και είχα εντός της κρεβατοκάμαρας και της κατάφερα ένα χτύπημα στο κεφάλι. Έπεσε πάνω στο κρεβάτι μας και εντελώς τυφλωμένος από τα έντονα συναισθήματα που βίωνα εκείνη τη στιγμή, έπιασα το καλώδιο ενός φορτιστή που ήταν δίπλα μου και το έσφιξα στο λαιμό της.
Όταν λίγα δευτερόλεπτα αργότερα κατάλαβα τι είχε συμβεί, τρελάθηκα και προσπάθησα να την επαναφέρω δύο φορές. Την πίεζα στο στήθος και προσπάθησα να την κάνω να αναπνεύσει αλλά δεν κατάφερα τίποτα. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Την σκέπασα και την έβαλα στην ντουλάπα.
Τα παιδιά δεν είχαν ξυπνήσει και δεν άκουσαν τίποτα. Το πρωί έφυγαν για το σχολείο, χωρίς να παραξενευτούν για την απουσία της μητέρα τους, αφού άλλωστε πάντοτε εγώ τα καλούσα στο τηλέφωνο για να επιβεβαιώσω ότι είχαν ξυπνήσει και θα έφευγαν για το σχολείο, αφού εγώ έφευγα νωρίς, γύρω στις 6 για να μεταβώ στη δουλειά μου.
Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ, δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν μπορούσα να πιστέψω τι είχε συμβεί. Δεν το χωρούσε ο νους μου. Ήθελα όμως να το πω στις αρχές γιατί δεν άντεχα άλλο το βάρος, κι έτσι κάλεσα την αστυνομία και με απόλυτη ειλικρίνεια τους είπα τα πάντα. Από την μοιραία στιγμή που διαδραματίστηκαν αυτά τα γεγονότα, μέχρι και την αυθόρμητη εμφάνιση μου στις Αρχές, βίωνα καθημερινά μια ουσιαστική και συνειδητή ενδοσκόπηση που με οδήγησε να επιζητώ την αυτοτιμωρία μου. Άλλωστε, ποτέ δεν σκέφτηκα να τραπώ σε φυγή…
Ακόμα και τα μηνύματα που απέστειλα στον γιο μου από το κινητό της μητέρας του, αποκλειστικό σκοπό είχαν να καθησυχάσουν τα παιδιά μου και όχι να αποκρύψουν την άδικη πράξη μου, αφού άλλωστε ενώ είχα το χρονικό περιθώριο να τα διαγράψω δεν το έπραξα, αλλά αντίθετα τα έθεσα ο ίδιος υπόψη των Αρχών κατά το στάδιο της προανάκρισης.
Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν τα συναισθήματα μου. Θα έδινα τα πάντα να γυρνούσα το χρόνο πίσω για να αλλάξω αυτό που έγινε σε μία στιγμή ανεξέλεγκτης οργής.»