Γιώργος Σεφέρης: Το Νομπέλ Λογοτεχνίας και όσα ακολούθησαν
Στις 24 Οκτωβρίου 1963, ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, γίνεται ο πρώτος έλληνας λογοτέχνης που βραβεύεται με το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1979, Νομπέλ Λογοτεχνίας θα κερδίσει και ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης
Τα ονόματα των συνυποψηφίων του Σεφέρη προκαλούν δέος. Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 25ης Οκτωβρίου 1963:
«Μέχρις όμως της τελευταίας στιγμής συνεζητούντο τα ονόματα και άλλων υποψηφίων. Εκτός του Ζαν – Πωλ Σάρτρ και του ποιητού Ρενέ Σαρ από την Γαλλίαν, εξητάσθησαν αι υποψηφιότητες του Χιλιανού ποιητού και διπλωμάτου Πάμπλο Νερούντα, των Άγγλων μυθιστοριογράφων Γράχαμ Γκρην και Λώρενς Ντάρρελ – ο τελευταίος είναι εκείνος που μετέφρασε τον Σεφέρην εις την αγγλικήν – και τού Άγγλου επίσης ποιητού Ρόμπερτ Γκρέηβς».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας, το βραβείο Νομπέλ απονεμήθηκε στον Γιώργο Σεφέρη «διά το εξέχον λυρικόν έργον του, το οποίον εμπνέει μία βαθειά αίσθησις του κόσμου της ελληνικής παιδείας.
»Η ποιητική παραγωγή του Γιώργου Σεφέρη», συνεχίζει η ανακοίνωση, «δεν είναι μεγάλη εις όγκον, αλλά λόγω της μοναδικής σκέψεως και του μοναδικού ύφους της, ως και της ομορφιάς της γλώσσας της, έχει καταστή ένα σύμβολον μονίμου διαρκείας όλων όσα είναι ακατάλυτα εις την ελληνικήν παραδοχήν της ζωής».
Η ομιλία του Σεφέρη
Τον Δεκέμβριο του 1963, ο Σεφέρης παραλαμβάνει το βραβείο. Μέσα σε μία ομιλία λίγων λεπτών, ο έλληνας ποιητής κατορθώνει να «χωρέσει» ολόκληρο το ελληνικό πνεύμα. Μεταξύ άλλων παρουσίασε τα δύο κύριαρχα ρεύματα στην ελληνική γλώσσα και παράδοση:
«Οι δυσκολίες μας ξεκινούν από την εποχή όπου οι Αλεξανδρινοί, θαμπωμένοι από τα κλασικά αριστουργήματα αρχίζουν να διδάσκουν τι είναι δόκιμο και τι δεν είναι δόκιμο να γράφουμε – αρχίζουν με άλλα λόγια να διδάσκουν τον λογιωτατισμό.
»Δεν είχαν λογαριάσει πως η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός και ότι τίποτε δεν μπορεί να την εμποδίσει να εξελιχτεί. Ωστόσο, πρέπει να είχαν μεγάλη δύναμη: μπόρεσαν να σπείρουν γενεές και γενεές λογιώτατον, που διαιωνίστηκαν ως στις μέρες μας.
»Το άλλο ρεύμα, που έμεινε πολύν καιρό καταφρονεμένο , είναι το δημοτικό, το λαϊκό ή προφορικό. Είναι αρχαίο, όσο και το πρώτο. Και δεν του λείπουν τα γραπτά μνημεία. Πολύ συγκινήθηκα όταν μού έτυχε να διαβάσω το γράμμα ενός ναύτη στον πατέρα του, το οποίο μάς σώθηκε σ’ ένα πάπυρο του 2ου αιώνα.
»Η αμεσότητα, η παρουσία εκείνης της γλώσσας ήταν που μου έκανε εντύπωση, και ένιωσα θλίψη με την σκέψη ότι, επί αιώνες, ένας κόσμος ολόκληρος από αισθήματα έμεινε ανέκφραστος, σκεπασμένος για πάντα από το τεράστιο σάβανο του λογιωτατισμού και της ρητορικής καλλιέπειας».
Πόλη και Κρήτη
Στη συνέχεια της ομιλίας του, ο Σεφέρης προχωράει σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συγκριτική αναφορά μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Κρήτης.
«Η Κωνσταντινούπολη ψυχορραγεί πολλά χρόνια πριν πέσει. Όταν επιτέλους πέφτει, μια σκλαβιά αιώνων σκεπάζει όλο το έθνος. (…) Υπάρχει μια εξαίρεση: μερικών νησιών, και ιδιαίτερα της Κρήτης. Το νησί κατεχόταν τότε από τους Βενετσιάνους, Εκεί, γύρω στο 16ο αιώνα, βλέπουμε ν’ αναπτύσσεται μια ποίηση και ένα θέατρο σε στίχους γραμμένους σε μια γλώσσα υπέροχα ζωντανή κι απόλυτα σίγουρη για τον εαυτό της.
»Όταν σκεφτεί κανείς, πως την ίδια εποχή, άκμαζαν στο ίδιο νησί σημαντικά εργαστήρια ζωγραφικής και ότι, κατά τα μέσα του αιώνα, εκεί γεννιέται και μεγαλώνει ο ζωγράφος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, σίγουρα θα νιώσει περισσότερη θλίψη για την πτώση της Κρήτης παρά για την άλωση της Πόλης.
»Γιατί, στο κάτω – κάτω, η Κωνσταντινούπολη ήταν ένας οργανισμός που είχε κιόλας δεχτεί ένα θανάσιμο χτύπημα, στα 1204, από τους Σταυροφόρους. Επιζούσε. Ενώ η Κρήτη βρισκόταν πάνω στον ανθό της. Και δεν μπορεί παρά να σκύψεις, με ένα παράξενο αίσθημα πίκρας και πίστης μαζί, πάνω στην μοίρα αυτής της ελληνικής γης, της οποίας οι άνθρωποι πάντα ετοιμάζουν μια ανανέωση που θα σκορπιστεί από τις ανεμικές της Ιστορίας».
Ο αγώνας για την ελληνική έκφραση
Ο Σεφέρης, απευθυνόμενος στη Σουηδική Ακαδημία, και μέσω αυτής σε ολόκληρη την υφήλιο, μιλά «για μερικούς άντρες που μέτρησαν στον αγώνα για την ελληνική έκφραση, από τότε που ανασαίνουμε τον αέρα της ελευθερίας», προσθέτοντας: «Συμπαθήστε με αν η έκθεσή μου είναι ανεπαρκής – δεν θά θελα να καταχραστώ την υπομονή σας.
Διονύσιος Σολωμός
«Θά ‘ταν, πολύ πιο φυσικό, καθώς το φαντάζομαι, η ποίηση ενός λαού θαλασσινού, αγροτικού, και πολεμιστή, να αρχίζει με έναν άνθρωπο που θα τραγουδούσε τραχιά και απλά αισθήματα. Συνέβηκε το αντίθετο. Άρχισε με ένα ποιητή που κατεχόταν από τον δαίμονα του απόλυτου. (…)
Ήταν ένας μεγάλος Ευρωπαίος, που γνώριζε καλά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η ποίηση του αιώνα του. Μπορούσε να είχε σταδιοδρομήσει στην Ιταλία: έγραψε ιταλικά ποιήματα και οι ενθαρρύνσεις δεν του έλειψαν. Προτίμησε την στενή πύλη: αποφάσισε να δημιουργήσει το έργο του ελληνικά. (…) Πίστευε στην γλώσσα του λαού, κι εχθρευόταν κάθε μορφή λογιωτατισμού.
(…) Έγραψε και τον Ύμνο στην Ελευθερία, που οι στίχοι του χρησίμεψαν για τον εθνικό μας ύμνο (…). Όμως δεν είναι γι’ αυτό που μετράει για μας η κληρονομιά του. Είναι γιατί μπόρεσε να χαράξει, όσο οριστικά του επέτρεπε η εποχή του, τον δρόμο που θάπαιρνε η ελληνική έκφραση.
»Αγάπησε την ζωντανή γλώσσα και δούλεψε σ’ όλη του την ζωή, για να την ανυψώσει στο επίπεδο της ποίησης που εκείνος οραματιζόταν. (…)
»Πεθαίνει στα 1857. Στα 1927, δημοσιεύεται για πρώτη φορά ‘Η Γυναίκα της Ζάκυθος’, πού τον καθιερώνει μεγάλο πεζογράφο – όπως είχε καθιερωθεί, από χρόνια, μεγάλος ποιητής. Είναι ένα υπέροχο κείμενο που κάνει μια βαθιά τομή στο πνεύμα μας.
»Νομίζω πως είναι σημαδιακό ότι η μοίρα θέλησε ο Σολωμος, 70 χρονια μετά τον θάνατό του, να αποκριθεί με αυτό το μήνυμα στις ανησυχίες των νεώτερων γενεών. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πάντα ένα ξεκίνημα».
Ανδρέας Κάλβος
«Σύγχρονος του Σολωμού και μία από τις πιο μοναχικές φυσιογνωμίες της ελληνικής λογοτεχνίας. (…)
Ένα τομίδιο με είκοσι ωδές – τις οποίες δημοσιεύει, μόλις πατήσει τα τριάντα – αποτελεί όλο το έργο του. (…)
Ζηλωτής της αρετής, εχθρός της τυραννίας. Η ποίησή του είναι εμπενευστμένη από το μεγαλείο και τον πόνο της μαρτυρικής πατρίδας του. (…)
Το έργο του λησμονιόταν όλο και πιο πολύ. Ασφαλώς, η φωνή του δεν ταίριαζε με τα γούστα της ανεδαφικής και ρομαντικής ρητορείας που επικρατούσε, εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα. Τον ανακάλυψε ξανά , γύρω στα 1890, ο Κωστής Παλαμάς».
Κωστής Παλαμάς
«Είχε πολύ μεγάλο ρόλο σ’ αυτό το κίνημα [του δημοτικισμού]. Ήμουν έφηβος όταν τον πρωτοείδα, σε μια διάλεξή του. Ήταν ένας άντρας πολύ μικρόσωμος. Σου επιβαλλόταν με το βάθος των ματιών του και της φωνής του – η οποία ήταν πλούσια, με ένα σπάσιμο στην άκρη.
»Το έργο του είναι απέραντο: σκεπάζει με τον ίσκιο του πολλές δεκαετίες της λογοτεχνικής μας ζωής. Εκφράστηκε σε όλα τα ποιοτικά είδη: λυρικά, επικά, σατυρικά. Είναι ταυτόχρονα ο σημαντικότερος λογοτεχνικός κριτικός μας. (…)
»Τον βλέπω σαν μια δύναμη της φύσης, ενάντια στην οποία η κριτική γίνεται μίζερη και φτενή. Είναι σάμπως μια δύναμη, απωθημένη και σωρευμένη επί χίλια τόσα χρόνια λογιωτισμού, να είχε επιτελούς σπάσει τα φράγματά τη.
»Όταν τα νερά λευτερώνονται για να κατακλύσουν ένα διψασμένο κάμπο, δεν μπορείς να έχει την αξίωση να κατεβάζουν μονάχα λουλούδια. (…)
»Ένας κόσμος ολόκληρος από ανέκφραστα πράγματα συνωστίζονταν στην ψυχή του. Αυτόν τον κόσμο, τον δικό του, είναι που λευτέρωσε. (…)
»Δεν θέλω να ισχυριστώ πως η αφθονία του δεν τον έβλαψε, όμως ο λαός που, στα 1943, είχε μαζευτεί γύρω από το φέρετρό του, σίγουρα κάτι είχε νιώσει από τα όσα σας είπα όταν, τη στιγμή του ύστατου αποχαιρετιστμού, άρχισε αυθόρμητα να ψάλλει κάτω από τα μάτια των Αρχών Κατοχής, τον εθνικό μας ύμνο, τον ύμνο στην ελευθερία».
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
«Βρίσκεται στους αντίποδες του Παλαμά. Είναι μια σπάνια περίπτωση ποιητή, που κινητήρια δύναμή του δεν είναι το «ρήμα». Η αφθονία του λόγου είναι ο κίνδυνός του. (…)
»Εκείνο που χαρακτηρίζει την τέχνη του είναι οι αρνήσεις του. Είναι, επίσης, το αίσθημά του της ιστορίας. Δεν εννοώ την ιστορία που ζει στο παρόν, που φωτίζει την παρούσα ζωή μας, το δράμα της και την μοίρα της. (…)
»Η παράδοσή του δεν είναι η λαϊκή παράδοσης του Σολωμού ή του Παλαμά – είναι η λόγια παράδοση. Εκεί όπου αυτοί εμπνέονται από ένα δημοτικό τραγούδι ή από ένα λαϊκό θρύλο, εκείνος θα προστρέξει στον Πλούταρχο ή σε κάποιον ασήμαντο χρονογράφο, είτε στον βίο και την πολιτεία ενός Πτολεαμαίου ή ενός Σελευκίδη.
Η γλώσσα του είναι ένα κράμα από όσα του είχε κληροδοτήσει μια καλή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης (η δική του οικογένεια) και από όσα άρπαζε το αφτί του στους δρόμους της Αλεξάνδρειας. (…)
Ο φίλος του, ο Αγγλος μυθιστοριογράφος Ε. Μ. Φόρστερ, μου διηγήθηκε πως όταν του απάγγειλε για πρώτη φορά μια μετάφραση ποιήματός του, ο Καβάφης ξαφνιασμένος φώναξε: ‘ ‘Ώστε λοιπόν καταλαβαίνετε αγαπητέ μου Φόρστερ, καταλαβαίνετε!’ Τόσο είχαμε χάσει τη συνήθειά μας να μας καταλαβαίνουν».
Άγγελος Σικελιανός
Ο Σεφέρης αναφέρθηκε επίσης στον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος «είχε κάτι από την μεγαλοπρέπεια ενός βάρδου μιας άλλης εποχής και συνάμα μια σπάνια οικειότητα με την γη μας και με τους ανθρώπους της» και που «ήξερε να συνδέει πολύ φυσικά τα λόγια και τη στάση ενός βοσκού του Παρνασσού ή μιας χωριατοπούλας, με τον ιερό κόσμο που ο ίδιος κατοικούσε».
Ο Σεφέρης κλείνει την αναφορά του σε αυτούς που πρωταγωνίστησαν στον αγώνα για την ελληνική έκφραση, με τον Μακρυγιάννη.
Μακρυγιάννης
«Σ’ αυτήν τη χώρα των αντιθέσεων που είναι η πατρίδα μου, η περίπτωσή του είναι ακραία. (…)
»Είχε μάθει λίγα γράμματα, στα τριάντα πέντε του χρόνια, για να μπορέσει να διηγηθεί όσα είχε δει στον πόλεμο της ανεξαρτησίας μας, όπου είχε μεγάλη δράση. (…)
»Τον παρομοιάζω με ένα από εκείνους τους γέρικους κορμούς που έχουν οι ελιές μας, τους διαμορφωμένους από τα στοιχεία της φύσης, και που μπορούν, νομίζω, να μας διδάξουν την σοφία. Έτσι κι αυτός διαμορφώθηκε από τα ανθρώπινα στοιχεία, από πολλές γενεές ανθρώπινων ψυχών (…)
»Είναι προικισμένος με μια παράξενη εκφραστική δύναμη. Το γράψιμό του θυμίζει μια ξερολιθιά χτισμένη πέτρα πέτρα. Όλες οι λέξεις του λειτουργούν και έχουν ρίζες».
Αλληλεγγύη
Σε μία αναμφίβολα κορυφαία στιγμή αναγνώρισης του έργου του και της προσωπικής του πορείας, ο Σεφέρης επέλεξε η ομιλία του να μην είναι ούτε στο ελάχιστο αυτοαναφορική.
Αντίθετα, επέλεξε να αναφερθεί στους σπουδαίους ομότεχνούς του. Και ουσιαστικά παρουσιάζοντας τα κυρίαρχα στοιχεία και του κορυφαίους γι’ αυτόν εργάτες της ελληνικής γλώσσας και παράδοσης, μίλησε για αυτά και αυτούς που τον έκαναν αυτό που είναι.
«Σας μίλησα γι’ αυτούς τους ανθρώπους, γιατί οι σκιές τους δεν έπαψαν με συντροφεύουν από τότε που άρχισε το ταξίδι μου για την Σουηδία και γιατί οι προσπάθειές τους αντιπροσωπευούν, στο νου μου, τις κινήσεις ενός κορμιού αλυσοδεμένου επί αιώνες, όταν επιτέλους σπάσουν τα δεσμά του και ψηλαφεί, ξαναζωντανεύει, κι αναζητάει τις φυσικές του κινήσεις.
»Αυτή η ομιλία μου ασφαλώς έχει πολλά ελαττώματα. Το ελάττωμα της απλούστευσης, που παραμορφώνει. Το ελάττωμα – που δεν αγαπώ – μιας προσωπικής επιλογής. Σίγουρα παράλειψα πολύ μεγάλες μορφές. Π.χ. τον Αδαμάντιο Κοραή. Μα πώς να μιλήσει κανείς, αν δεν αποφασίσει να διαλέξει. Συγχωρέστε με»
Οι πρώτες αντιδράσεις
Στην Ελλάδα πάντως, λίγες εβδομάδες νωρίτερα, τις πρώτες ώρες από την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας, υπήρξαν, σύμφωνα με τον Γ. Π. Σαββίδη, που έγραψε στο «ΒΗΜΑ» της 7ης Νοεμβρίου 1993, υπήρξαν οι εξής αντιδράσεις:
«Η άμεση απήχηση στην Ελλάδα; Μουγκαμάρα και φθόνος. Την ημέρα της αναγγελίας βρισκόμουν για συμπαράσταση του ποιητή, περιμένοντας το τηλεφώνημα για την τελική απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας.
»Όταν ακούστηκε η επιβεβαίωση, για να μην απασχολώ τη γραμμή, πετάχτηκα στο κοντινό ψιλικατζίδικο, που είχε τηλέφωνο, να δώσω στην είδηση στο “Βήμα”.
»Επιστρέφοντας, βρήκα να περιφέρεται στην οδό Άγρας ένας έρημος ιταλός δημοσιογράφος. Με σταμάτησε και ρώτησε; “Πού μένει ο Σεφέρης;”
»Του έδειξα την πόρτα. Με κοίταξε σαν να τον δούλευα: “Mα πού είναι οι έλληνες δημοσιογράφοι και οι φωτογράφοι;” – “Στρατός και Στόλος παρόντες!”, όπως έλεγε ο κουλοχέρης στο “Παραμύθι χωρίς όνομα”…
»Κάπως αργότερα, άρχισαν να καταφθάνουν συγγενείς, φίλοι και ομότεχνοι. Οι τελευταίοι, αδέξιοι και κίτρινοι (ανάμεσά τους και δύο ακαδημαϊκοί).
»Η Κυρία Μαρώ (σ.σ. σύζυγος Γιώργου Σεφέρη), οργανωμένη οικοδέσποινα, άνοιξε τις δέουσες σαμπάνιες. Αλλιώς, ούτε λουλούδια, ούτε γάτα. Μονάχα ο Αλέκος Σεγκόπουλος φιλοτιμήθηκε να στείλει για δώρο ένα αντίτυπο υπερπολυτελείας της Αλεξανδρινής έκδοσης του Καβάφη.
»Αμήχανες αντιδράσεις πρωτάρηδων, θα πείτε. Ας δούμε κάποιες ύστερες.
α) Φιλύποπτες λόγιες κότες: “Μα να το πάρει ο Σεφέρης, και όχι ο Σαρτρ…”.
β) Επιστρέφοντας αεροπορικώς από τη Στοκχόλμη, είχα τηλεγραφήσει στο “Βήμα” αριθμό πτήσης και ώρα αφίξεως, υποδεικνύοντας την οργάνωση κάποιας υποδοχής. Στο Ελληνικό βρήκαμε να μας περιμένουν δύο γυναίκες: η μάνα μου και η Ιωάννα Τσάτσου. Κανείς άλλος».