Ελαιόλαδο: Έρχονται τα πρώτα συμβόλαια της νέας σοδειάς – Πως διαμορφώνεται η παραγωγή στην Ευρώπη
«Ποδαρικό» από τους Αγίους Αποστόλους Λακωνίας έκανε η φετινή ελαιοκομική σεζόν 2024-25, όπου το περασμένο Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024, «βγήκαν» οι πρώτες ποσότητες της χρονιάς με φρέσκο ελαιόλαδο.
Οι Άγιοι Απόστοιλοι Λακωνίας, αποτελεί παραδοσιακά το σημείο εκκίνησης για τη νέα σεζόν, καθώς στην περιοχή αυτή ξεκινά η συγκομιδή από τις πρώτες ελιές ποικιλίας Αθηνολιά. Η πρώτη «λαδιά» της χρονιάς είναι γεγονός και μαζί με αυτή, ήρθαν και φούντωσαν και οι φήμες για το πού θα… καθίσει η μπίλια με τις φετινές τιμές. Από μέρα σε μέρα, όταν αρχίσει να ξεκαθαρίζει το τοπίο με τις ποσότητες και την ποιότητα του ελαιολάδου, αναμένεται να ξεκινήσει και το… παζάρι και οι σκληρές διαπραγματεύσεις για τα πρώτα συμβόλαια, καθώς το εμπορικό ενδιαφέρον είναι ήδη ιδιαίτερα έντονο.
Οι τελευταίοι 40 τόνοι που είχε σε απόθεμα ο Αγροτικός Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Αγίων Αποστόλων Λακωνίας πωλήθηκαν προς 7,25 ευρώ/κιλό
Ήδη, το πέρασμά τους από τους Αγίους Αποστόλους για τα πρώτα φρέσκα ελαιόλαδα, έχουν κάνει τόσο Έλληνες μεταποιητές και έμποροι όσο και Ιταλοί, οι οποίοι βολιδοσκοπούν την κατάσταση, εξετάζουν τα δεδομένα της παραγωγής, ετοιμάζοντας την προσφορά που θα καταθέσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το κλείσιμο συμφωνίας για τα φρέσκα ελαιόλαδα είναι πλέον θέμα ημερών.
Πάντως, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, το αγουρέλαιο αναμένεται να «πιάσει» τιμή πάνω από τα 8 ευρώ/κιλό, όταν πέρσι η αντίστοιχη τιμή στους Αγίους Αποστόλους ήταν στα 9,05 ευρώ/κιλό, ενώ τους τελευταίους 40 τόνους, που είχε σε απόθεμα ο Αγροτικός Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Αγίων Αποστόλων Λακωνίας, πωλήθηκαν προς 7,25 ευρώ/κιλό.
Αν και τα πρώτα συμβόλαια θα αποτελέσουν σοβαρό βαρόμετρο για τις εξελίξεις, το πού θα κυμανθεί η τιμή θα ξεκαθαρίσει προς τα τέλη Νοεμβρίου αρχές Δεκεμβρίου, όταν στην παραγωγή θα μπαίνουν σιγά – σιγά όλες οι περιοχές της χώρας.
Καλή χρονιά για το ελαιόλαδο
«Θα έχουμε μια καλή χρονιά φέτος», τονίζει στον ΟΤ ο Παναγιώτης Μπατσάκης, πρόεδρος του Αγροτικού Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Αγίων Αποστόλων Λακωνίας, ο οποίος εκτιμά ότι η παραγωγή, που θα φτάσει στον συνεταιρισμό θα κυμανθεί στους 1.400 τόνους. Πέρσι η αντίστοιχη ποσότητα ήταν μόλις στους 530 τόνους. Αντίστοιχα, σε όλη την περιοχή η παραγωγή αναμένεται να φτάσει τους 2.500 τόνους.
«Φέτος όσα δέντρα είναι αρδευόμενα έχουν πολύ καλή ποσότητα και ποιότητα ελαιοκάρπου. Τα προβλήματα εντοπίζονται στα ξηρικά κτήματα, όπου έχει χαθεί ο καρπός», σημειώνει στον ΟΤ, ο κ. Μπατσάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η φετινή ποιότητα είναι εξαιρετική και εφόσον «έρθει και μια καλή βροχή, τότε θα βγάλουμε ένα από τα πιο ποιοτικά λάδια της τελευταίας δεκαετίας».
Σημάδια ανάκαμψης παρουσιάζει και η παραγωγή της Ελλάδας, η οποία εκτιμάται ότι θα φτάσει τους 250.000 τόνους από τους 150.000 τόνους πέρσι
Μετά την Αθηνολιά, η συγκομιδή θα συνεχιστεί στην περιοχή με την Κορωνέϊκή, ενώ μέχρι τα τέλη του Δεκεμβρίου θα έχει ολοκληρωθεί το μάζεμα σε όλα τα κτήματα.
Επανακάμπτει η παραγωγή ελαιολάδου
Σε φυσιολογικά επίπεδα αναμένεται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, να επανέρθει η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου, φτάνοντας τους 3 με 3,2 εκατ. τόνους. Σημάδια ανάκαμψης παρουσιάζει και η παραγωγή της Ελλάδας, η οποία εκτιμάται ότι θα φτάσει τους 250.000 τόνους από τους 150.000 τόνους πέρσι.
Ειδικότερα, εκτός κάποιου καταστροφικού απροόπτου της τελευταίας στιγμής, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Επιστημονικής Εταιρείας Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας (4Ε), η φετινή παγκόσμια παραγωγή, μετά από τρία χρόνια ξηρασίας και αντίξοων καιρικών συνθηκών, ανακάμπτει.
Έτσι, η εκτιμώμενη παραγωγή ελαιολάδου εσοδείας 2024/25 αναμένεται να κυμανθεί στους 1,3 με 1,5 εκατ. τόνους στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή παραγωγό χώρα, την Ισπανία, με την Τουρκία να ακολουθεί με 300.000 – 320.000 τόνους. Η παραγωγή στην Ελλάδα αναμένεται στους 230.000 – 290.000 τόνους, στην Τυνησία 260.000 – 280.000 τόνους, στην Ιταλία 180.000 – 200.000 τόνους, στην Πορτογαλία 160.000 – 180.000 τόνους, στο Μαρόκο 110.000 – 140.000 τόνους, στη Συρία 90.000 – 100.000 τόνους και στις λοιπές 550.000– 650.000 τόνους.
Πηγή ΟΤ