Με βραδυφλεγή βόμβα μοιάζουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη των νοσοκομείων σε προμηθευτές και εταιρείες με τον πέλεκυ της καταδίκης από την Ευρώπη να είναι έτοιμος να πέσει, καθώς παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις η κατάσταση δεν έχει εξομαλυνθεί.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Γενικής Διακυβέρνησης, τα ληξιπρόθεσμα χρέη των νοσοκομείων πλησίαζαν το 1,3 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2024, την ώρα που σύμφωνα με τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις δεν πρέπει να ξεπερνούν τα 350 εκατ. ευρώ.
Βλέπουν… μείωση
Την ίδια ώρα η ηγεσία του υπουργείου Υγείας βλέπει… μείωση των χρεών. Ειδικότερα, πριν από ένα μήνα και κατά τη διάρκεια συνεδρίου ο υφυπουργός Υγείας Μάριος Θεμιστοκλέους είδε πτώση 30% στα ληξιπρόθεσμα χρέη των νοσοκομείων, ενώ οι πληροφορίες αναφέρουν πως στόχος του υπουργείου είναι η χρονιά να κλείσει με τα χρέη να έχουν περιοριστεί στα 850 εκατ. ευρώ, κάτι που θεωρείται από παράγοντες του χώρου της υγείας ως εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί.
Η αισιοδοξία του υπουργείου εδράζεται στο γεγονός ότι τα χρέη είναι ακαθάριστα και πως μετά την εκκαθάριση και τους συμψηφισμούς με clawback και rebate το τελικό ποσό θα είναι εμφανώς μικρότερο.
Ανησυχίες στην Ευρώπη
Από την πλευρά της η Ευρώπη δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία των ιθυνόντων του υπουργείου. «Το υψηλό επίπεδο καθυστερήσεων στα νοσοκομεία προκαλεί ανησυχίες. Το ανεξόφλητο απόθεμα των ληξιπρόθεσμων οφειλών στα νοσοκομεία παραμένει υψηλό και υπάρχει σημαντικός κίνδυνος οι ενέργειες που ανέλαβε το υπουργείο Υγείας για την εκκαθάριση βραχυπρόθεσμα να μην είναι επαρκείς. Ωστόσο, οι Αρχές έχουν δεσμευτεί για δράσεις που αναμένεται να συμβάλουν στη μείωση των συσσώρευση νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών το 2024», αναφέρεται χαρακτηριστικά στη σχετική έκθεση αξιολόγησης της Ε.Ε. που κυκλοφόρησε πριν ακριβώς ένα χρόνο.
Τί έγινε αυτό το διάστημα; Επί της ουσίας τίποτα καθώς τα ληξιπρόθεσμα χρέη τον Δεκέμβριο του 2023 ήταν σχεδόν στα επίπεδα του Σεπτεμβρίου του 2024, ενώ κατά τη διάρκεια της χρονιάς που τελειώνει πλησίασαν έως και το 1,5 δισ. ευρώ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον προηγούμενο Απρίλιο η Κομισιόν να προσφύγει στο ευρωπαϊκό δικαστήριο κατά της Ελλάδας.
Δύο προσφυγές
Αξίζει να σημειωθεί πως αυτή ήταν η δεύτερη προσφυγή, καθώς λίγους μήνες νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 2023 είχε ακολουθήσει και άλλη, καθώς η οδηγία της Ε.Ε. που αφορά στις καθυστερήσεις πληρωμών, υποχρεώνει τις αρμόδιες αρχές να εξοφλούν τα τιμολόγιά τους το πολύ εντός διμήνου.
Στην Ελλάδα οι καθυστερήσεις αυτές κυμαίνονται από 6 έως 9 μήνες, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις που έχουν ξεπεράσει και τον ένα χρόνο. Σύμφωνα µε τον ΣΕΙΒ (Σύνδεσµος Επιχειρήσεων Ιατρικών και Βιοτεχνολογικών Προϊόντων), οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην εξόφληση των ιατρικών υλικών, καθυστερήσεις που μπορεί να ξεπεράσουν και τις 400 ημέρες, καταγράφονται στα εξής νοσοκομεία: ΠΓΝ Αλεξανδρούπολης, Γ.Ν. Η Σωτηρία, Γ.Ν. Θεσσαλονίκης Γ. Παπανικολάου, ΓΝΑ Αλεξάνδρα, ΠΓΝ Αττικόν, Γ.Ν. Ρόδου, Γ.Ν. Βόλου, 401 ΓΣΝ, 424 ΓΣΝ και Ναυτικό Νοσοκοµείο.
Μέσα και τα στρατιωτικά νοσοκομεία
Στην ίδια μοίρα φαίνεται να βρίσκονται και τα στρατιωτικά νοσοκομεία. Μάλιστα, η κατάσταση με τα ληξιπρόθεσμα χρέη τους (αλλά και γενικότερα τα χρέη των νοσοκομείων) αποτέλεσε αντικείμενο ερώτησης από το ΠΑΣΟΚ πριν από λίγες μέρες. Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο κείμενο της ερώτησης:
«Τεράστιος είναι ο αριθμός των εξώδικων για απλήρωτες οφειλές, τη στιγμή που η πολιτεία χρωστάει εκατομμύρια στα νοσοκομεία. Αν τα εν λόγω ποσά είχαν καταβληθεί, τα στρατιωτικά νοσοκομεία θα λειτουργούσαν δίχως προβλήματα. Αναρωτιόμαστε αν υπάρχει κάποια σκοπιμότητα που δεν υπογράφονται οι σχετικές εξοφλήσεις προς τα νοσοκομεία».
Η περίπτωση του 401 ΓΣΝΑ
Ειδικά πάντως για την περίπτωση του 401 ΓΣΝΑ – το οποίο μπορεί να αποτελέσει case study για τους λόγους οικονομικής δυσπραγίας των νοσοκομείων – υπάρχει σχετικό πόρισμα. Η υπόθεση έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς για το συγκεκριμένο νοσοκομείο είχε εκδοθεί και το 2018 έτερο πόρισμα από το Σώμα Επιθεωρητών Υγείας και Πρόνοιας, το οποίο κατέγραφε πολλά από τα κακώς κείμενα που αφορούσαν σε προβλήματα προμηθειών, σε υπερκοστολογήσεις υλικών, σε «εικονικούς» ασθενείς κλπ. Όπως φαίνεται, από το 2018 έως το 2024 τίποτε δεν άλλαξε, αντιθέτως, τα πράγματα μάλλον πήγαν προς το χειρότερο.