Αζήτητοι: Οι ξεχασμένοι ασθενείς που έζησαν και πέθαναν στο σανατόριο του «Σωτηρία»
Για τρεις δεκαετίες, από το 1945 έως το 1975, εκατοντάδες ασθενείς με φυματίωση από όλη την Ελλάδα, έζησαν και πέθαναν στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Δεν τους αναζήτησε κανείς και θάφτηκαν ανώνυμα σε ομαδικούς τάφους στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου. Μετά από 80 χρόνια, η σκοτεινή τους ιστορία έρχεται στο φως.
Η σύνοψη του ντοκιμαντέρ «Αζήτητοι» της Μαριάννας Οικονόμου, που κέρδισε τις εντυπώσεις του κοινού στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (πήρε ένα από τα πέντε Βραβεία Κοινού), δίνει μια πρώτη εντύπωση από τη συγκλονιστική ιστορία που κάλυψε η σιωπή και αποκάλυψε, δεκαετίες μετά, η ταινία η οποία κάνει πρεμιέρα στην Αθήνα σε λίγες μέρες.
Οι «Αζήτητοι» θα παρουσιαστούν την Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου, στις 8μμ, στον κινηματογράφο «Δαναό», παρουσία της σκηνοθέτιδας και των συντελεστών, ενώ έως και την Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου θα πραγματοποιούνται θεματικές προβολές με ειδικούς καλεσμένους από την ιατρική και πανεπιστημιακή κοινότητα.
Το ντοκιμαντέρ έδωσε «φωνή» στους εκατοντάδες φυματικούς που έφυγαν από τη ζωή χωρίς να αφήσουν κανένα αποτύπωμα. Ή σχεδόν κανένα.
Οι βαλίτσες πίσω από έναν ψευδότοιχο κτιρίου του «Σωτηρία», τον οποίο ρίξανε το 2015 εξαιτίας μίας διαρροής νερού, ήταν η τυχαία πληροφορία που έδωσε το έναυσμα.
Γιατί, όμως, ξεχάστηκε ένα τόσο τραγικό γεγονός; Πώς εξελίχθηκε η έρευνα που έβγαλε από τη λήθη περισσότερους από 300 φυματικούς, οι οποίοι κατέληξαν και θάφτηκαν σε χώρο του νοσοκομείου -το ακριβές σημείο παραμένει άγνωστο- χωρίς κανείς να τους αναζητήσει, ούτε καν τα υπάρχοντά τους; Πώς αντέδρασαν σήμερα απόγονοι των συγγενικών τους προσώπων;
«Έγινα χειρότερα πατέρα αν νομίζεις ότι από εμένα έγινες φυματικός και εγώ σου πταίω»
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε με την δημοσιογράφο και ερευνήτρια Νίκη Τσιλιγκίρογλου, που έκανε την τριετή έρευνα και, όπως μας είπε, μετά το πέρας της είδε κάποια ζητήματα διαφορετικά. Γιατί «όταν σε λησμονούν είναι σαν να πεθαίνεις δύο φορές, χωρίς το παρελθόν, χωρίς τη μνήμη δεν έχουμε και μέλλον»…
Πώς ξεκίνησε και πώς εξελίχθηκε η έρευνα; Ποιες ήταν οι κυριότερες δυσκολίες/προκλήσεις που αντιμετώπισες;
Όλα ξεκίνησαν στη διάρκεια μίας συνάντησης με την σκηνοθέτιδα Μαριάννα Οικονόμου όπου μου μίλησε για τα δέματα και τις επιστολές που βρέθηκαν πίσω από έναν ψευδότοιχο στο νοσοκομείο Σωτηρία και μου ζήτησε να αναλάβω την έρευνα. Μία έρευνα πολυεπίπεδη, όπως αποδείχτηκε.
Στο αρχικό στάδιο, σε συνεργασία με την μουσειολόγο Ασημίνα Γρηγορίου, ανοίγαμε τα δέματα που περιείχαν επιστολές και προσωπικά αντικείμενα. Μετά ακολούθησε η αναζήτηση συγγενών και αργότερα η έρευνα σε αρχειακό υλικό εποχής, με εφημερίδες, βίντεο κτλ.
Είχα περιορισμένο χρόνο στο πρώτο στάδιο καθώς θα ξεκινούσαν εργασίες αναπαλαίωσης του κτιρίου στο «Σωτηρία», οπότε έπρεπε να κρατώ αναλυτικές σημειώσεις. Θυμάμαι όταν έψαχνα τους συγγενείς της Μαρίας Τσουκαλά είχα σημειώσει «Σούκου μήμα, Ληκοχώρι», οπότε έψαχνα για το Λυκοχώρι. Αρχικά στον Νομό Αιτωλοακαρνανίας, όπου υπάρχει η Αγία Βαρβάρα που παλιότερα λεγόταν Λυκοχώρι, μετά στον νομό Φθιώτιδας, στα δημοτολόγια, στα ληξιαρχεία, όπου υπήρχαν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Μέχρι που μας δόθηκε μια ολιγόωρη άδεια να μπούμε ξανά στο υπό ανακαίνιση κτίριο, όπου φυλασσόταν το αρχείο. Πήγα αμέσως στο συγκεκριμένο δέμα και άρχισα να αναζητώ κάτι, μία λέξη, μια διεύθυνση που θα με καθοδηγούσε. Ανάμεσα στην αλληλογραφία βρήκα ένα φάκελο που έγραφε στη θέση του αποστολέα «Βυδιάκι». Το ανακάλυψα στον νομό Αρκαδίας. Από τον Δήμο Γορτυνίας μου έδωσαν το τηλέφωνο της προέδρου του χωριού που συμπτωματικά ήταν η συγγενής που έψαχνα!
Γενικά οι συνθήκες, όπως συμβαίνει συνήθως με τα ντοκιμαντέρ, δεν ήταν ιδανικές. Καταφέραμε στο χρονικό διάστημα που μας δόθηκε, μέσα από το σύνολο 350 δεμάτων, να ανοίξουμε 37. Κάθε δέμα έκρυβε μία διαφορετική έκπληξη, συγκίνηση, μια μοναδική ιστορία, μια φράση που μας καθήλωνε, ένα αντικείμενο από το παρελθόν που θα σήμαινε πολλά για τον ιδιοκτήτη του. Για παράδειγμα μέσα στο δέμα του Παναγιώτη Παπαϊωάννου (+1975) βρήκαμε έναν λαχνό που κλήρωνε την ημέρα που πέθανε.
Σε κάθε επιστολή που άνοιγα, υπήρχε η αγωνία πως διαβάζω κάτι που δεν μου ανήκει, δεν απευθύνεται σε εμένα, κάτι σαν παραβίαση ιδιωτικότητας. Από την άλλη, με παρηγορούσε η σκέψη πως ήταν η ευκαιρία οι άνθρωποι αυτοί να βγουν από την αφάνεια, σαν ένα είδος μνημόσυνου που δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν οι συγγενείς.
«Τι να σε κάνω παιδί μου που είμαστε όλοι φτωχοί άνθρωποι»
Μετά από την αναζήτηση των συγγενών ξεκίνησε η έρευνα αρχειακού υλικού εποχής. Εφημερίδες, βίντεο, φωτογραφίες, εκπομπές ραδιοφωνικές κτλ. Σε αυτό το στάδιο συνεργαστήκαμε με το αρχείο της ΕΡΤ και τη Βιβλιοθήκη της Βουλής από όπου κυρίως εξασφαλίσαμε το υλικό μας. Εκ των υστέρων σκέφτομαι πως πολύ θα ήθελα να ξέρω πώς να έφθασε -αν έφθασε ποτέ- η είδηση του θανάτου στους συγγενείς κι αν υπάρχουν συγγενείς που να έχουν φυλάξει τα γράμματα των ασθενών…
Πόσο δύσκολο ήταν να βρεις συγγενείς αυτών των ανθρώπων που εγκαταλείφθηκαν στη λήθη;
Όπως ανέφερα και παραπάνω, στη δυσκολία εντοπισμού συνέβαλε κάποιες φορές και η άρνηση συνεργασίας των Αρχών. Από τις κατά τόπους υπηρεσίες δημοτολογίων και ληξιαρχείων πήρα απαντήσεις του τύπου «δεν μπορούμε να σας πούμε αν είχε συγγενείς, είναι προσωπικό δεδομένο» ή «δεν υπάρχουν στοιχεία», «δεν είμαι υποχρεωμένη να σας απαντήσω», «έχουν φύγει από εδώ, έχουν χαθεί τα ίχνη της οικογένειας..», «όχι δεν υπάρχουν εγγραφές».
Ούτε που θυμάμαι σε πόσους Δήμους, δημοτολόγια, ληξιαρχεία μίλησα. Αλλά ευτυχώς, χάρη στην κατανόηση και συνεργασία κάποιων, μπόρεσα να βρω συγγενείς. Όταν φθάσαμε στο Βυδιάκι για να συναντήσουμε την μοναδική συγγενή της Μαρίας Τσουκαλά, τελικά μάθαμε πως το «Σούκο μήμα» αναφερόταν στο Χάνι της περιοχής όπου πήγαιναν οι γονείς της για να παραλάβουν την αλληλογραφία και να απαντήσουν στην κόρη τους. Έτσι στο φάκελο έγραφαν το όνομα της περιοχής που είχε πάρει το όνομά της από τον Σούκο Μπέη, ο οποίος είχε δολοφονηθεί από τον Κολοκοτρώνη (το μνήμα στη γλώσσα των ντόπιων έγινε «Σούκο μήμα»!). Όσο για το Λυκοχώρι ήταν μια έκταση γεμάτη λύκους που έμενε η οικογένεια παραέξω από το Βιδιάκι.
Ποιες ήταν οι πρώτες αντιδράσεις των συγγενών; Γνώριζαν τους ανθρώπους που κατέληξαν στο Σωτηρία;
Με έκπληξη, απορία και ταραχή άκουγαν να τους λέω πως βρέθηκαν επιστολές από συγγενή τους που άφησε την τελευταία του πνοή στο Σωτηρία. Μίλησα με αρκετούς, κάποιοι δεν άντεχαν να ξαναζήσουν τον ίδιο πόνο, προτίμησαν τη σιωπή. Είναι σεβαστό, δεν είναι καθόλου εύκολο να αναμοχλεύεις το βαθύ συναίσθημα της απώλειας.
Μεγάλη συγκίνηση για εμάς, για όλη την ομάδα, ήταν όταν ανακαλύψαμε πως ο Νίκος Ναδάλης από τη Χίο, ο οποίος δεν είχε γνωρίσει τον πατέρα του και είχε ελάχιστες πληροφορίες γι’ αυτόν, είναι μουσικός και ο ίδιος και ο γιος του -όπως ήταν ο πατέρας και παππούς τους.
Τι δεν θα ξεχάσεις ποτέ από αυτά που έζησες και έμαθες από την τριετή αυτή έρευνα;
Την αγωνία σε κάθε νέο δέμα που ανοίγαμε, σε κάθε επιστολή γι’ αυτά που μας αποκαλυπτόντουσαν, το σφίξιμο στην καρδιά από αυτά που διάβαζα, αλλά, και το χαμόγελο σε κάθε φωτογραφία που ταυτοποιούσαμε Αυτό το ταξίδι στις κοινωνικές συνθήκες του τότε, με τις επιστολές γεμάτες αγάπη, πίκρα, ελπίδα, θυμό, νοσταλγία, πόνο, απόγνωση και προσμονή δεν είναι κάτι που ξεχνιέται.
«Σεβαστή μου μητέρα χαίρε, με στεναχώρησες, εγώ σου έγραψα να μου στείλεις λεφτά αν πούλαγες τα κυπαρίσσια όχι να μου στείλεις τον μιστό σου και να μείνεις απένταρη»
Πώς να ξεχάσω τις προτάσεις που περνούσαν μπρος από τα μάτια μου στην επιστολή του Δουμουλάκη Μιχαήλ (+1948) που δεν ταχυδρόμησε προς τη μητέρα του, γραμμένη μόλις λίγες εβδομάδες πριν πεθάνει: «Σεβαστή μου μητέρα χαίρε, με στεναχώρησες, εγώ σου έγραψα να μου στείλεις λεφτά αν πούλαγες τα κυπαρίσσια όχι να μου στείλεις τον μιστό σου και να μείνεις απένταρη, εγώ όπως περάσω θα περάσω, διαλυθήκαμε, να μην πεθάνουμε κι όλας…» . Και της μητέρας του Παναγιώτη Μπήλιου (+1948) που του έγραφε: «…που δάκρυα άλλα δεν έχω για να κλάψω». Ακόμη την επιστολή που έλαβε ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος (+1964): «τι να σε κάνω παιδί μου που είμαστε όλοι φτωχοί άνθρωποι (….), είμαι μάνα και καίγομαι από την πίκρα μου παιδί μου, έχε υπομονή…».
Ή τη σπαραχτική επιστολή της κόρης του Δημήτρη Λιαρομάτη (ίσως +1956): «… έγινα χειρότερα πατέρα αν νομίζεις ότι από εμένα έγινες φυματικός και εγώ σου πταίω, ας με αξιώσει ο Θεός να γίνω φυματικιά, να έρθω αυτού και να μην βρεθεί άνθρωπος να μου δώσει νερό και θα είμαι ευχαριστημένη….». Είναι γεμάτες συναισθήματα, που μένουν χαραγμένα στη μνήμη.
Τι άλλαξε στη ζωή σου μετά την έρευνα αυτή; Είδες κάποια πράγματα διαφορετικά;
Μετά από αυτές τις επιστολές που περιέγραφαν την ένδεια της εποχής και ήταν γεμάτες με αγάπη και νοιάξιμο, βλέπω διαφορετικά κάποια ζητήματα. Ήταν σαν ένα ταξίδι στον χρόνο, στα συναισθήματα, στην ιστορία. Μέσα από τις επιστολές που ήρθαν στο φως σαν να διαφυλάσσεται η προσωπική μνήμη των συγγενών ταυτόχρονα με τη συλλογική. Σαν αυτοί που ξεχάστηκαν να μας καλούν να θυμηθούμε την ιστορία μας. Όταν σε λησμονούν είναι σαν να πεθαίνεις δύο φορές, χωρίς το παρελθόν, χωρίς τη μνήμη δεν έχουμε και μέλλον.
Η ταινία
Οι προβολές πραγματοποιούνται με την υποστήριξη της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας. Το ντοκιμαντέρ είναι μια παραγωγή της DOC3 Productions, σε συμπαραγωγή της Anemon και της ΕΡΤ. Υλοποιήθηκε με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο διαγωνιστικό τμήμα του 26ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όπου κέρδισε το Βραβείο Κοινού, ενώ προβλήθηκε επίσης στο Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαιολογικού και Πολιτιστικού Ντοκιμαντέρ ΑΓΩΝ, αποσπώντας το Βραβείο Κοινού και το Βραβείο Σεναρίου.
Η ταινία θα ταξιδέψει σε όλη την Ελλάδα και θα προβληθεί στο βασικό δίκτυο του CineDoc σε Αθήνα, Βόλο, Θεσσαλονίκη και Ρέθυμνο, ενώ θα ακολουθήσουν επιπλέον προβολές.