Αποχή: Η ακτινογραφία του κόμματος του «Κανένα» – Έρευνα κοινής γνώμης
Θηριώδης αποχή, αποχή ρεκόρ, η μεγαλύτερη αποχή της μεταπολίτευσης: Αυτοί είναι κάποιοι από τους τίτλους με τους οποίους υποδέχθηκαν τα ΜΜΕ τα αποτελέσματα των περσινών επαναληπτικών εθνικών εκλογών του Ιουνίου 2023, στις οποίες το «κόμμα του κανένα» συγκέντρωσε το πρωτοφανές ποσοστό του 46,26% (από 38,9% τον Μάιο).
Τα ίδια και χειρότερα ήταν τα αποτελέσματα των φετινών ευρωεκλογών, με την αποχή να σκαρφαλώνει σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα, στο 58,76%. Ακόμα και αν ένα ποσοστό οφείλεται στην μη εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων, το μέγεθος της αποχής δεν παύει να σοκάρει.
Σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά την πρώτη «ψυχρολουσία» και ενώ βαθαίνει η κρίση του κομματικού συστήματος, το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα της πρώτης πανελλαδικής έρευνας που διερευνά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αποχής.
Την έρευνα διεξήγαγε για λογαριασμό του Ιδρύματος η εταιρεία δημοσκοπήσεων Kάπα Research, το διάστημα 3-17 Ιουλίου 2024, σε πανελλαδικό δείγμα 1450 ατόμων (850 ψηφίσαντες και 600 απέχοντες). Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της έρευνας είναι ότι διαχωρίζει μεταξύ όσων δεν ψήφισαν για λόγους πρακτικούς (απόσταση, εργασία, θέματα υγείας), και όσους απείχαν συνειδητά.
Το «μαύρο κουτί» της αποχής
Το «μαύρο κουτί» των μη ψηφισάντων δεν είναι εύκολα ερμηνεύσιμο. Αν και υπάρχουν έρευνες για την κομματική προέλευση της αποχής, σε σύγκριση με τα εκλογικά ποσοστά προηγούμενων αναμετρήσεων, η συγκεκριμένη έρευνα δεν ασχολείται με την «αιμορραγία» των κομμάτων.
Επικεντρώνει σε γενικότερες τάσεις, όπως η απογοήτευση με την πολιτική και τα κόμματα, η απαισιοδοξία για την πορεία της χώρας, η μείωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Γι’αυτό και είναι επίκαιρη, ενάμιση χρόνο αργότερα, εν μέσω γενικότερων ανακατατάξεων του πολιτικού σκηνικού.
Η απογοήτευση με τη γενικότερη πολιτική κατάσταση διατρέχει όλο το εκλογικό σώμα, ανεξαρτήτως αν ψήφισαν ή αν απείχαν.
Στην ερώτηση «πώς κρίνετε την πορεία της χώρας; Θα λέγατε ότι κινείται προς τη σωστή ή τη λάθος κατεύθυνση», τα ποσοστά όσων πιστεύουν ότι «στραβά αρμενίζουμε» είναι τα υψηλότερα σε όλες τις κατηγορίες των ερωτηθέντων. Το 62% των ψηφισάντων και το 72% όσων απείχαν συνειδητά από τις κάλπες πιστεύουν ότι «στραβά αρμενίζουμε».
Η επικαιρότητα της έρευνας
Ποια συμπεράσματα αξίζει να κρατήσουμε από την ακτινογραφία της αποχής των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων, και γιατί είναι επίκαιρα σήμερα; Ο διευθυντής του «Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ» Μιχάλης Γουδής, μιλάει στο in για τη χρησιμότητα της έρευνας, σε μια περίοδο που το «κόμμα του κανένα» αναδεικνύεται πρώτο στις δημοσκοπήσεις.
«Από όσο γνωρίζω είναι η πρώτη έρευνα που έγινε για την ακτινογραφία της αποχής με τόσο ευρύ δείγμα. Είναι ένα θέμα που το σκεφτόμασταν πολύ καιρό, γιατί βλέπουμε μια τάση παγίωσης της αποχής. Το είδαμε φέτος στις ευρωεκλογές, αλλά και στις αυτοδιοικητικές εκλογές η συμμετοχή ήταν πολύ χαμηλή, ιδιαίτερα στο β’ γύρο στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Το πολύ χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές, συνδυάζεται και με άλλους δείκτες που παρακολουθούμε, όπως η εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Ιδίως η εμπιστοσύνη στα κόμματα μειώνεται σταθερά, ενώ μειώνεται και η εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη. Όμως στους μη ψηφίσαντες η εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς είναι ακόμα πιο χαμηλή», λέει ο κ. Γουδής.
«Υπάρχει έντονη η αίσθηση »και να πάω να ψηφίσω δεν θα υπάρξει διαφορά». Οι απέχοντες δεν βλέπουν διαφορές ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα γι’αυτό και δυσκολεύονται να τοποθετήσουν τον εαυτό τους στην κλίμακα Δεξιάς – Αριστεράς. Επιπλέον απορρίπτουν και άλλου είδους συλλογικές δομές, όπως τις συνδικαλιστικές οργανώσεις», συμπληρώνει.
H αποχή ως πολιτική επιλογή
«Δεν είναι καθόλου απολιτίκ η αποχή. Είναι πολιτική επιλογή» τονίζει ο πρόεδρος του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ.
«Όταν τους ρωτάς τι θα θέλανε, αυτοί που απέχουν δεν απορρίπτουν γενικά τη συμμετοχή. Ζητάνε την κάθαρση και την αλλαγή των κομμάτων. Έχουν υψηλότερες απαιτήσεις από τους πολιτικούς, θα ήθελαν να έχουν καλύτερες επιλογές. Μοιάζει να είναι ρευστή η τοποθέτηση στην αποχή. Δεν είναι τόσο δύσκολο να κινητοποιηθεί κάποιος ξανά και να πάει να ψηφίσει.
Το θέμα είναι τι θα πάει να ψηφίσει. Σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ιδίως στη Γερμανία βλέπουμε τους ψηφοφόρους να μετατοπίζονται στην ακροδεξιά.
Στην Ελλάδα υπάρχουν ήδη τρία τέτοια κόμματα στη Βουλή», υπογραμμίζει.
(Αν)ενεργοί πολίτες
Πώς σχολιάζει ο εκπρόσωπος του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ την απώλεια ψήφων από τα αριστερά κόμματα, ειδικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, προς την αποχή; «Η απώλεια ψήφων προς την αποχή από τα προοδευτικά κόμματα είναι ορατή. Σίγουρα όπως βλέπουμε την εσωτερική κατάσταση των προοδευτικών κομμάτων στην Ελλάδα σήμερα, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι δεν είναι ελκυστικά στους ψηφοφόρους. Δε νομίζω όμως ότι είναι αυτό το κυρίαρχο ζήτημα. Το ερώτημα δεν είναι ποιος χάνει λιγότερο ή περισσότερο από την αποχή. Το κρίσιμο είναι ότι οδεύουμε σε μια φάση που οι πολίτες γενικώς γίνονται λιγότερο ενεργοί»
»Η ιδιότητα του ενεργού πολίτη δεν εξαντλείται στην κάλπη, περιλαμβάνει τη συμμετοχή σε ανοιχτές διαδικασίες που έχουν τη δυνατότητα διαβούλευσης.
εξαντλείται στην κάλπη, αλλά περιλαμβάνει τη συμμετοχή σε ανοιχτές διαδικασίες, που έχουν τη δυνατότητα της διαβούλευσης. Για μας εκεί εντοπίζονται τα σημαντικότερα κενά».
Απογοήτευση από τους θεσμούς
Στην πλειοψηφία τους οι ερωτηθέντες θεωρούν ότι τα κόμματα και η πολιτική δεν ενδιαφέρονται για αυτούς, ότι τα θέματα που συζητούνται στο δημόσιο διάλογο δεν τους αφορούν, ότι η ελληνική οικονομία ευνοεί τους πλούσιους και ότι η διαφθορά στο πολιτικό σκηνικό είναι διάχυτη και διαπερνά όλα τα πολιτικά κόμματα.
Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς είναι γενικά καταρρακωμένη και ιδίως τα πολιτικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις θεωρούνται αναξιόπιστα σε πολύ μεγάλα ποσοστά. Ειδικά όσοι απέχουν δείχνουν γενικά ακόμα μικρότερη εμπιστοσύνη σε σύγκριση μ’ αυτούς που ψηφίζουν. Οι μεγαλύτερες διαφορές παρατηρούνται όσον αφορά τη Δικαιοσύνη (16 μονάδες διαφορά), την Κυβέρνηση (14 μονάδες), τις Ανεξάρτητες αρχές (13 μονάδες), το Κοινοβούλιο και το Τραπεζικό σύστημα (12 μονάδες).
Κυνισμός και αντι-πολιτική
Σύμφωνα με την ανάλυση του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, η κατηγορία αυτών που απείχαν από τις εκλογές δεν είναι α-πολίτικη, δηλαδή πολιτικά ουδέτερη. Είναι «αντι-πολιτική», δηλαδή δυσπιστεί ή αντιτίθεται στην παραδοσιακή πολιτική, αρχής γενομένης από την παραδοσιακή κλίμακα Αριστερά – Δεξιά, και έχει τρία χαρακτηριστικά: την πολιτική απάθεια, τον πολιτικό κυνισμό και την πολιτική αποξένωση.
Η μη ένταξη σε κάποια ιδεολογική περιοχή οδηγεί σε αποχή. Συγκεκριμένα, 10% των ανθρώπων που ψήφισαν αλλά 27% από όσους απείχαν από επιλογή (και όχι για πρακτικούς λόγους) δεν τοποθετούν τον εαυτό τους πουθενά στην κλίμακα Αριστερά – Δεξιά. Αντίθετα, όσοι τοποθετούν τον εαυτό τους κάπου, και κυρίως στην Αριστερά και στην περιοχή γύρω από το Κέντρο, είναι πιο πιθανό να ψηφίσουν παρά να απέχουν.
«Όλοι ίδιοι είναι»
Από όσους ψηφίζουν μόνο ο ένας στους δύο (52%) διακρίνει αισθητές διαφορές ανάμεσα στις θέσεις των πολιτικών κομμάτων. Ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό 46% θεωρούν ότι οι διαφορές είναι από πολύ μικρές ως μηδαμινές.
Το ίδιο πιστεύει το 60% όσων απείχαν συνειδητά από τις εθνικές εκλογές. Μάλιστα ο ένας στους τρεις (35%) απέχοντες ενστερνίζεται το ισοπεδωτικό δόγμα «όλοι (σχεδόν) ίδιοι είναι», ενώ το ίδιο πιστεύουν οι δύο στους δέκα ψηφίσαντες (19%).
Πρώτο πρόβλημα η ακρίβεια
Όσοι ψήφισαν και όσοι απείχαν έχουν γενικά παρόμοια εικόνα για τη χώρα και τα προβλήματά της με πρώτο μεταξύ αυτών την ακρίβεια. Η διαφορά είναι ότι οι απέχοντες θεωρούν σε σαφώς μεγαλύτερο βαθμό από τους ψηφίσαντες ως πρόβλημα την εγκληματικότητα (33% έναντι 24% των ψηφισάντων) και το πολιτικό σύστημα (26% έναντι 13% των ψηφισάντων). Αντίστοιχα δείχνουν σαφώς μικρότερο ενδιαφέρον για ζητήματα όπως το δημογραφικό (17% έναντι 33%), το περιβάλλον (5% έναντι 13%) και η Ευρώπη (29% έναντι 39%).
Oι αιτίες της αποχής
Στο ερώτημα «γιατί επιλέξατε να μην ψηφίσετε;» στις εθνικές εκλογές (ως τρεις απαντήσεις), το 58% δήλωσαν ότι το έκαναν ως ένδειξη γενικότερης αποδοκιμασίας για το πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Ένα 32% πιστεύει ότι οι εκλογές δεν αλλάζουν κάτι στην κατάσταση της χώρας, το 26% δεν εκφράζεται από κανένα κόμμα και το 20% δεν εκφράζεται από το πολιτικό σύστημα.
Το ενδιαφέρον είναι ότι στις ευρωεκλογές του Ιουνίου η αποδοκιμασία για τα κόμματα και για την κυβέρνηση είναι πολύ υψηλότερη (40% και 31% όσων απείχαν αντίστοιχα).
Η τάση αυτή ανατρέπει την αντίληψη περί «απολίτικης» αποχής, και δείχνει ότι η αύξησή της συνδέεται άμεσα με την εικόνα φθοράς των κομμάτων.
Τι ζητάει το κόμμα της αποχής
Ως κίνητρο για να συμμετέχουν περισσότερο στις εκλογές, απέχοντες και ψηφίσαντες ζητάνε «έντιμους πολιτικούς, με διαφάνεια και αξιοκρατία, κοντά στο λαό», σε ποσοστό 34% και 42% αντίστοιχα. Το ενδιαφέρον είναι ότι η δεύτερη σε ποσοστά απάντηση στους συνειδητά απέχοντες είναι η «αλλαγή του πολιτικού σκηνικού» (12%), ενώ το ίδιο ζητάει μόλις το 4% όσων ψήφισαν.