Αυτά είναι τα σημεία που θα κρίνουν τη μάχη των εκλογών

Δημοσιεύτηκε στις 24/05/2019 09:14

Αυτά είναι τα σημεία που θα κρίνουν τη μάχη των εκλογών

Με τις εκλογές να πλησιάζουν οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν τις δυναμικές αλλά και τα ανοιχτά ερωτήματα για τις εκλογές

Παρότι πολλοί ήταν αυτοί που λοιδόρησαν τις δημοσκοπήσεις όλο το προηγούμενο διάστημα, έχει ενδιαφέρον ότι όσο πλησιάζουμε στις εκλογές, αφενός αρχίζουν να διαφαίνονται ορισμένες βασικές τάσεις, αφετέρου τα κόμματα μπορεί να βγάζουν διαφορετικά συμπεράσματα αλλά δεν διαφωνούν ως προς τις αφετηρίες.

Την ίδια στιγμή αποδεικνύεται ότι υπάρχουν ανοιχτά ερωτήματα, την απάντηση στα οποία μόνο η ίδια η κάλπη μπορεί να δώσει, όχι γιατί δεν είναι επαρκείς οι δημοσκοπήσεις, αλλά γιατί εξακολουθούν να υπάρχουν πραγματικές παράμετροι πολιτικής ρευστότητας στο πολιτικό σκηνικό.

Η μετατόπιση του ερωτήματος από την πρωτιά στη διαφορά

Παρότι το κυβερνών κόμμα προσπάθησε αρχικά να αμφισβητήσει το στοιχείο αυτό, είναι πια προφανές ότι δεν τίθεται θέμα να διακυβευτεί η πρωτιά της Νέας Δημοκρατίας σε αυτές τις ευρωεκλογές.

Όλες πια οι έρευνες συγκλίνουν στο ότι θα υπάρχει μια σαφής πρωτιά της ΝΔ, η οποία επιβεβαιώνει έτσι όλες τις ενδείξεις από τις ποσοτικές και ποιοτικές έρευνες.

Άλλωστε, ξέρουμε ότι το κυβερνών κόμμα έχασε πολύ νωρίς μετά τις εκλογές του 2015 την πρωτιά στις δημοσκοπήσεις και μάλιστα αρχικά εμφάνιζε ακόμη και σημάδια δημοσκοπικής κατάρρευσης.

Όμως σταδιακά έδειξε ότι μπορούσε να μειώσει τη διαφορά, χωρίς όμως ποτέ να φανεί ότι μπορούσε να κερδίσει την πρωτιά σε επίπεδο δημοσκοπήσεων.

Το ερώτημα έτσι μετατοπίζεται στο ποια θα είναι η διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανές ότι θέλει να δώσει ότι για τις βουλευτικές εκλογές η κατάσταση είναι «ντέρμπι». Για να το πετύχει αυτό χρειάζεται μια διαφορά μικρότερη του 5% από τη ΝΔ (ακόμη καλύτερα μικρότερη του 4%) μια που αυτή θα του επιτρέψει να δώσει τη μάχη για την κάλυψη αυτής της διαφοράς, κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που το 1999 το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε πίσω από τη ΝΔ στις ευρωεκλογές αλλά κέρδισε μετά τις εθνικές εκλογές του 2000.

Όμως, δεν είναι σημαντική μόνο η διαφορά αλλά και τα απόλυτα ποσοστά των δύο κομμάτων. Π.χ. ένα ποσοστό πάνω από 30% για τη ΝΔ (ποσοστό μεγαλύτερο αυτού που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές του 2014) θα διαμορφώσει πιο εύκολα «παράσταση νίκης» σε σχέση με ένα ποσοστό κάτω του 30%.

Ο ρόλος των αναποφάσιστων

Ακριβώς εδώ είναι που μπαίνει ο ρόλος των «αναποφάσιστων». Είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να επανασυσπειρώσει κυρίως ψηφοφόρους που τον είχαν υπερψηφίσει το Σεπτέμβριο του 2015, αλλά μετά απομακρύνθηκαν. Ο όγκος αυτός έχει μειωθεί πια, αλλά δεν παύει να είναι σημαντικός και να αποτελεί το κρίσιμο επίδικο αυτών των εκλογών.

Όσο περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ κατορθώνει να ξανακερδίσει μέρος αυτών των ψηφοφόρων, τόσο θα μειώνεται και η διαφορά. Σε μια τέτοια τάση μπορεί να αποδοθεί και η καταγραφή μιας σχετικής μείωσης της διαφοράς που αποτυπώνεται σε μια σειρά από έρευνες.

Η σημασία των προεκλογικών υποσχέσεων

Σε μια τέτοια συγκυρία αποκτούν ξεχωριστή σημασία οι υποσχέσεις που προσπαθούν να δώσουν τα κόμματα στα κομμάτια αναποφάσιστων που θεωρούν πιο κοντινά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανές ότι εκτιμά ότι οι παροχές αποδίδουν και γι’ αυτό θεωρείται πιθανό να δοκιμάσει και άλλη εξαγγελία πριν την ώρα της κάλπης, όπως περίπου έκανε ο πρωθυπουργός με την αναφορά σε πιθανή αύξηση της εθνικής σύνταξης.

Αντίστοιχα, δεν είναι τυχαίο το πόσο κλιμακώνει την αναφορά σε ζητήματα ασφαλείας η ΝΔ. Το επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη εκτιμά ότι είναι ένα θέμα στο οποίο έχεις σαφές προβάδισμα, εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ κυρίως ενδιαφέρεται να διατηρήσει το «δημοκρατικό» προφίλ του, και γι’ αυτό επιμένει σε αυτό.

Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι σημαντικό: οι προεκλογικές υποσχέσεις ή παροχές δεν απευθύνονται πάντα μόνο ή κυρίως στους άμεσα ωφελούμενους. Σε  μεγάλο βαθμό λειτουργούν ώστε να συσπειρώνονται και εκείνοι που ακόμη και εάν δεν ωφελούνται άμεσα εκτιμούν ότι αυτή είναι μια σημαντική κίνηση.

Για να δώσουμε δύο παραδείγματα: η 13η σύνταξη δεν είναι μια κίνηση μόνο για να συνταξιούχους, αλλά και μια κίνηση που δείχνει στον κύριο όγκο των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ («σίγουρων» αλλά και δυνάμει) ότι όντως κάνει φιλολαϊκή στροφή. Αντίστοιχα, η επίκληση της «ασφάλειας» δεν απευθύνεται μόνο σε όσους ζουν σε περιοχές με αυξημένη εγκληματικότητα αλλά σε όλα εκείνα τα στρώματα που αισθάνονται ανασφάλεια ή τους ενοχλεί μια εικόνα «ανομίας» ακόμη και εάν δεν έχουν άμεση γνώση.

Οι αχαρτογράφητες κατηγορίες και ηλικίες

Σε όλα αυτά προστίθενται και κατηγορίες του εκλογικού σώματος που παραμένουν αχαρτογράφητες. Για παράδειγμα είναι ένα ερώτημα πώς θα ψηφίσουν οι 17άρηδες και συνολικά οι νεαρές ηλικίες που μπήκαν στους εκλογικούς καταλόγους από το 2015 και μετά.

Όμως, πέραν των εκλογών υπάρχουν μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες, όπως π.χ. οι μισθωτοί του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, που δεν είναι πάντα δεδομένο με ποιο τρόπο θα σταθμίσουν τελικά την επιλογή τους, εάν δηλαδή θα πάνε με το κριτήριο της δυσαρέσκειας, που σημαίνει κόστος για την κυβέρνηση, ή με το κριτήριο της διατήρησης κάποιων κεκτημένων, στοιχείο που ενισχύει τον ΣΥΡΙΖΑ.

Σε αυτό ας προσθέσουμε και μία ακόμη παράμετρο. Παρότι η τηλεόραση και το διαδίκτυο διαμορφώνουν μια αίσθηση «κοινής χώρας» πολύ πιο έντονη παρά ποτέ, δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις βιώνονται με τον ίδιο τρόπο σε όλη τη χώρα.

Για παράδειγμα σε αρκετές επαρχιακές περιοχές δεν υπήρξαν τα έντονα βιώματα κοινωνικής κρίσης που μπορεί να υπήρξαν στην Αθήνα. Αντίστοιχα, τραγωδίες όπως αυτές στη Μάνδρα ή το Μάτι είχαν άλλο αντίκτυπο στην Αττική από ό,τι στην υπόλοιπη Ελλάδα, έστω και εάν η συγκίνηση και η κατακραυγή πήραν πανελλαδικό χαρακτήρα. Το πώς αυτό θα επηρεάσει τις εκλογές μένει να το δούμε.

Αντίστοιχα, υπάρχουν περιοχές όπου το Μακεδονικό αντικειμενικά είχε μεγάλη φόρτιση και μεγάλο κόστος για την κυβέρνηση, έστω και εάν έχει υποχωρήσει από την κεντρική πολιτική συζήτηση.

Ο ρόλος των μικρών κομμάτων

Όλα αυτά θα καθοριστούν και από το πώς θα πάνε τα μικρότερα κόμματα και δη αυτά που δείχνουν να μην μπορούν στις βουλευτικές να καταφέρουν να περάσουν το όριο του 3%.

Τέτοια κόμματα παραδοσιακά πάνε καλύτερα στις ευρωεκλογές καθώς οι ψηφοφόροι τους στις βουλευτικές αποφασίζουν περισσότερο με το κριτήριο της «χρήσιμης ψήφου».

Το πόσο καλά θα πάνε στις ευρωεκλογές σημαίνει και απώλειες και για τα δύο μεγάλα κόμματα και ιδίως τον ΣΥΡΙΖΑ που έχει να αντιμετωπίσει ένα φάσμα κομμάτων (τη ΛΑΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΜΕΡΑ25 κ.ά) που διεκδικούν να εκπροσωπήσουν την αριστερή διαμαρτυρία  εναντίον του σε εκλογές που δεν έχουν τα εκβιαστικά διλήμματα των εθνικών εκλογών.

Αντίστοιχα, μπορεί κανείς να δει το ερώτημα σχηματισμών που διεκδικούν ψήφο στα δεξιά της ΝΔ (από την Ελληνική Λύση μέχρι τον ΛΑΟΣ), αλλά και το ερώτημα πώς θα πάει το Ποτάμι που κάνει μια προσπάθεια να αποκρούσει την εικόνα συντριβής που αρχικά είχε διαμορφωθεί.

Καθόλου τυχαία και τα δύο κόμματα με σαφήνεια ορίζουν τις εκλογές αυτές ως μάχη με χαρακτήρα εθνικών εκλογών και διεκδικούν να διαμορφώσουν και την ανάλογη πόλωση ελπίζοντας ότι έτσι θα περιορίσουν και τυχόν απώλειες προς τα μικρά κόμματα.

Η μάχη της ερμηνείας την επομένη την εκλογών

Ούτως ή άλλως τα δύο κόμματα προετοιμάζονται από τώρα για τη… μάχη της ερμηνείας του μηνύματος των αποτελεσμάτων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κυρίως θα ρίξει στο βάρος του στο να υποστηρίξει ότι οι ευρωεκλογές είναι ένα στιγμιότυπο και εάν βρίσκεται πίσω από τη ΝΔ με διαφορά που θα μπορεί να την παρουσιάσει ως μικρή ή «μαχητή», θα υποστηρίξει ότι στάθηκε, δεν έχασε επί της ουσίας και ότι οι βουλευτικές εκλογές είναι ανοιχτές μεταφέροντας το βάρος εκεί.

Η ΝΔ που παλεύει για σαφή διαφορά, σε κάθε περίπτωση θα επιμείνει στην πρωτιά και την «παράσταση νίκης» και θα προσπαθήσει να επενδύσει στην εικόνα μιας κυβέρνηση που έχει χάσει την εμπιστοσύνη του λαού και είναι «σε αποδρομή».

Το ποια ερμηνεία θα είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα θα φανεί στην κάλπη των βουλευτικών εκλογών.

in.gr