Χονγκ Κονγκ: Η επικεφαλής της κυβέρνησης καταδίκασε τη χρήση ακραίας βίας από τους διαδηλωτές
Η επικεφαλής της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ, η Κάρι Λαμ, επέκρινε σήμερα «τη χρήση ακραίας βίας» από τους διαδηλωτές που χθες εισέβαλαν στο τοπικό κοινοβούλιο και προέβησαν σε βανδαλισμούς.
Η κρίση που συγκλονίζει το Χονγκ Κονγκ εδώ και εβδομάδες εξαιτίας ενός αμφιλεγόμενου νομοσχεδίου που θα επιτρέπει την έκδοση υπόπτων στην ηπειρωτική Κίνα οξύνθηκε ακόμη περισσότερο χθες, ανήμερα της 22ης επετείου από την παράδοση της κυριαρχίας του Χονγκ Κονγκ από τη Βρετανία στην Κίνα.
Έπειτα από δεκαπέντε ημέρες σχετικής ηρεμίας, η οργή των πιο ακραίων διαδηλωτών πήρε μια αναπάντεχη τροπή, όταν ομάδες διαδηλωτών εισέβαλαν στην έδρα του Νομοθετικού Συμβουλίου (LegCo, το τοπικό κοινοβούλιο).
Ύψωσαν τη βρετανική σημαία στο βήμα, ενώ δεκάδες νέοι, φορώντας κράνη και έχοντας καλυμμένο το πρόσωπό τους, εισέβαλαν, αφού έσπασαν, χρησιμοποιώντας σιδερένιους λοστούς και άλλα αντικείμενα, την τζαμαρία, έπειτα από πολύωρη πολιορκία.
Στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου με αξιωματούχους των υπηρεσιών ασφαλείας στο αρχηγείο της αστυνομίας, η Λαμ έκανε διάκριση μεταξύ καλών και κακών διαδηλωτών.
«Είδαμε δύο εντελώς διαφορετικές δημόσιες εικόνες» εξήγησε. Η μία ήταν «μια κανονική πορεία την 1η Ιουλίου», την οποία χαρακτήρισε «ειρηνική και σε γενικές γραμμές με τάξη».
«Η δεύτερη σκηνή που είδαμε, η οποία πραγματικά λύπησε και σόκαρε πολλούς ανθρώπους, είναι η ακραία χρήση βίας και ο βανδαλισμός από διαδηλωτές που εισέβαλαν στο κτίριο του Νομοθετικού Σώματος» πρόσθεσε.
«Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από το κράτος δικαίου στο Χονγκ Κονγκ» τόνισε η Λαμ, ενώ πρόσθεσε ότι όσοι εισέβαλαν στο τοπικό κοινοβούλιο και προέβησαν σε βανδαλισμούς θα τιμωρηθούν.
Προς το παρόν δεν υπάρχουν αναφορές για συλλήψεις, ενώ δεκατρείς αστυνομικοί τραυματίστηκαν.
Εξάλλου, η Λαμ υπογράμμισε ότι ο αμφιλεγόμενος νόμος δεν πρόκειται να ψηφιστεί.
Εδώ και μήνες μεγάλο μέρος των επτά εκατομμυρίων κατοίκων του Χονγκ Κονγκ είναι εξοργισμένο με το νομοσχέδιο αυτό. Αν και το νομοσχέδιο αποσύρθηκε, η οργή της κοινής γνώμης επεκτάθηκε και πλέον οι διαδηλωτές καταγγέλλουν την τοπική κυβέρνηση στο σύνολό της, την οποία κατηγορούν ότι επιτρέπει στο Πεκίνο να περιορίζει τις ελευθερίες της πρώην βρετανικής αποικίας.
Βάσει των όρων της επιστροφής του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα το 1997, οι κάτοικοί του χαίρουν ελευθεριών που είναι άγνωστες στην ηπειρωτική χώρα, θεωρητικά ως το 2047, βάσει της αρχής «μία χώρα, δύο συστήματα».
Οι διαδηλωτές είχαν μάλιστα τη στήριξη του αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δήλωσε ότι «επιζητούν τη δημοκρατία». «Δυστυχώς κάποιες κυβερνήσεις δε θέλουν τη δημοκρατία» πρόσθεσε αναφερόμενος στην Κίνα.
Ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Τζέρεμι Χαντ, από την πλευρά του εξέφρασε «την αμέριστη υποστήριξη» της χώρας του «στο Χονγκ Κονγκ και τις ελευθερίες του», ζητώντας παράλληλα από τους διαδηλωτές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση.
Η Κίνα καταδίκασε έντονα την εισβολή διαδηλωτών στο τοπικό κοινοβούλιο του Χονγκ Κονγκ και πρόσθεσε ότι στηρίζει τη διεξαγωγή έρευνας από τις τοπικές Αρχές, ώστε να εντοπιστούν οι «δράστες των βιαιοτήτων».
«Αυτές οι σοβαρές και παράνομες ενέργειες καταπατούν το κράτος δικαίου στο Χονγκ Κονγκ, θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική τάξη στο Χονγκ Κονγκ και πλήττουν τα θεμελιώδη συμφέροντά του» επισήμανε εκπρόσωπος του γραφείου που είναι αρμόδιο για το Χονγκ Κονγκ και το Μακάο.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ