Το τοπίο μετά τον θάνατο του Γιαχία Σινουάρ – Πόλεμος χωρίς τέλος;
Φαινομενικά το Ισραήλ είχε μία από τις πιο σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες. Κατάφερε να σκοτώσει τον Γιαχία Σινουάρ αυτόν που θεωρεί τον εμπνευστή των επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου 2023.
Όμως, την ίδια στιγμή το γεγονός ότι ο Γιαχία Σινουάρ δεν σκοτώθηκε από βομβαρδισμό σε ένα υπόγειο καταφύγιο, αλλά σε μια κανονική συμπλοκή με τις ισραηλινές δυνάμεις, ότι δεν είχε κάποια «ανθρώπινη ασπίδα» αλλά τον οπλισμό του μαχητή της Χαμάς, ότι μέχρι την τελευταία στιγμή φάνηκε να αψηφά τον αντίπαλό του, τον έχει ήδη κάνει ένα σύμβολο αντίστασης στα μάτια εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλη τη Μέση Ανατολή και όχι μόνο.
Το Ισραήλ δεκαετίες τώρα επενδύσει στη δολοφονία των ηγετών των κινημάτων που αντιστέκονται στην πολιτική του. Έχει δολοφονήσει ηγετικά στελέχη όλων των οργανώσεων του Παλαιστινιακού κινήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτά τα κινήματα διαλύθηκαν ή κάμφθηκε η αγωνιστικότητά τους. Η ίδια η ιστορία της Χαμάς είναι μια ιστορία δολοφονιών ηγετών της, ξεκινώντας από τη δολοφονία του ιδρυτή της σεΐχη Αχμέντ Γιασίν.
Όμως, η ιστορία των κινημάτων αντίστασης δείχνει ότι όταν αυτά έχουν πραγματικό ρίζωμα στα κομμάτια που εκπροσωπούν, τότε η δολοφονία των ηγετών δεν έχει πάντα αποδιαρθρωτικό αποτέλεσμα. Όχι μόνο γιατί νέες ηγεσίες προκύπτουν αλλά και γιατί τέτοια κινήματα έχουν συνήθως έναν ευρύτερο και ευέλικτο οργανωτικό ιστό που δεν διαλύεται με τη δολοφονία ενός ηγέτη.
Το παράδειγμα της Χεζμπολάχ είναι χαρακτηριστικό, καθώς παρά τη δολοφονία του Χασάν Νασράλα και άλλων στελεχών η οργάνωση παραμένει ικανή να προβάλλει ισχυρή αντίσταση όπως φαίνεται και από τις ισραηλινές απώλειες. Αλλά και το γεγονός ότι συνεχίζονται συγκρούσεις ανάμεσα σε μαχητές της Χαμάς και ισραηλινές δυνάμεις στην επί της ουσίας κατεχόμενη από αυτές Γάζα είναι ενδεικτικό.
Ούτε είναι δεδομένο ότι ο θάνατος του Γιαχία Σινουάρ θα φέρει πιο κοντά τη διαπραγμάτευση. Δεν είναι μόνο ότι η Χαμάς ήδη ανακοίνωσε ότι δεν θα προχωρήσει στην απελευθέρωση άλλων ομήρων. Είναι και ότι μέχρι τώρα το Ισραήλ έχει επί της ουσίας αρνηθεί την λογική μιας πραγματικής και διαρκούς εκεχειρίας που θα άνοιγε το δρόμο για διαπραγματεύσεις. Τόσο η λογική της «πλήρους διάλυσης» της Χαμάς, της οργάνωσης δηλαδή που αυτή τη στιγμή είναι η δημοφιλέστερη μεταξύ των Παλαιστινίων, όσο και η επιδίωξη ενός παρατεταμένου ισραηλινού στρατιωτικού ελέγχου.
Και ο λόγος είναι ότι εξαρχής η απάντηση του Ισραήλ στην 7η Οκτωβρίου είχε μια στρατηγική αμφισημία, ανάμεσα σε μια λογική στρατιωτικής απάντησης μέχρι ένα νέο σημείο ισορροπίας, περίπου που είχε γίνει στους προηγούμενους πολέμους της Γάζας, τακτική που εμφανώς δεν ακολουθήθηκε τώρα, και τη λογική μιας εθνοκάθαρσης με χρήση βίας με γενοκτονικά χαρακτηριστικά στην οποία κατατείνει μια στρατιωτική επιχείρηση που έχει ήδη στοιχήσει τη ζωή σε 42.000 ανθρώπους, σε μεγάλο βαθμό αμάχους.
Το ίδιο το γεγονός ότι ως στόχος τίθεται η οριστική εξουδετέρωση της Χαμάς και επί της ουσίας και της Χεζμπολάχ, τουλάχιστον ως προς αυτό που το Ισραήλ ορίζει ως απειλή από τον Νότιο Λίβανο, εξωθεί ακόμη περισσότερο τα πράγματα προς τη συνέχιση και γενίκευση των πολεμικών επιχειρήσεων.
Μάλιστα, το παράδοξο είναι ότι η υποτιθέμενη διαφορετική γραμμή του ισραηλινού στρατού, δηλαδή οι στοχευμένες στρατιωτικές «επιτυχίες», όπως είναι οι εξοντώσεις ηγετών, σε αντιδιαστολή με την προτροπή για γενικευμένη βία με ορίζοντα την εθνοκάθαρση της ισραηλινής ακροδεξιάς, καταλήγει τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα ακριβώς γιατί αποδεικνύεται ότι απέναντι σε μαζικά και συγκροτημένα κινήματα αντίστασης δεν υπάρχει έννοια «αποκεφαλισμού» και άρα ξαναγυρνάμε στη λογική των συνεχιζόμενων πολεμικών επιχειρήσεων εναντίων ολόκληρων πληθυσμών.
Όμως, αυτό παραπέμπει τελικά σε έναν πόλεμο χωρίς ένα ορατό τέλος, ακριβώς γιατί η απουσία οποιαδήποτε πραγματικού τακτικού στόχου από τη μεριά της ισραηλινής κυβέρνησης, οποιουδήποτε σημείου που θα επιτρέπει να δηλωθεί ότι – έστω και προσωρινώς – «η αποστολή εξετελέσθη», επαναφέρει έναν ορίζοντα «νίκης» που ταυτίζεται με την παράταση του πολέμου έως μια παραλλαγή εθνοκάθαρσης σε ό,τι αφορά τη Γάζα (και πιθανώς και τη Δυτική Όχθη).
Αντίστοιχα, η λογική της εξουδετέρωσης των επιπρόσθετων απειλών, ιδίως από τη Χεζμπολάχ, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να επιτευχθεί με όρους «χειρουργικών χτυπημάτων» αλλά απαιτεί κανονικό πολεμικό μέτωπο, επίσης καταλήγει στη λογική του συνεχούς πολέμου, σε αυτή την περίπτωση με όλο τον κίνδυνο μιας συνολικότερης αποσταθεροποίησης.
Όμως, αυτό, ακόμη και εάν κανείς προεξοφλήσει τη συνεχιζόμενη δυτική συναίνεση – έστω και με φραστικές διαφοροποίησης – και ως έναν βαθμό υποστήριξη (αν και η πίεση σε σχέση με την παροχή αμυντικής βοήθειας θα αυξάνεται στο εσωτερικό κοινωνιών που θα πιέζουν για εμπάργκο), σημαίνει μια πολεμική εμπλοκή που στον ορίζοντα ενέχει και το ενδεχόμενο να φανούν και τα πραγματικά όρια της ισραηλινής στρατιωτικής αποτελεσματικότητας.
Σε τελική ανάλυση ας μην ξεχνάμε ότι η σύγκρουση ανάμεσα σε έναν τακτικό στρατό και ένοπλα κινήματα αντίστασης είναι εξ ορισμού ασύμμετρη. Τα δεύτερα εκ των πραγμάτων δεν είναι σε θέση να κατάγουν μια τυπική στρατιωτική νίκη. Αυτό που είναι νίκη για αυτά είναι η αντοχή τους, η επιβίωσή τους, η μη πλήρης συντριβή τους, η ικανότητά τους να αψηφούν τον συσχετισμό και προφανώς η δυνατότητά τους να κινούνται (και να τροφοδοτούνται) μέσα στον πληθυσμό που εκπροσωπούν. Και αυτή τη στιγμή στην ευρύτερη Μέση Ανατολή απέχουμε ακόμη από τη συντριβή τέτοιων κινημάτων.