Ριζικές αλλαγές στο εργατικό δίκαιο της Γερμανίας λόγω κάυσωνα προτείνει ο οικονομολόγος Ρούντολφ Χίκελ. Μεταξύ άλλων ζητεί υποχρεωτικά ρεπό, καθώς και νομοθετικά αναγνωρισμένο δικαίωμα στη… σιέστα.
Θερμοκρασίες-ρεκόρ στη Γερμανία τις τελευταίες μέρες, πολλές φορές μάλιστα σε συνδυασμό με υψηλά επίπεδα υγρασίας. Πολλοί εργαζόμενοι υποφέρουν, ιδιαίτερα σε εξωτερικούς χώρους. Πώς μπορεί ο νομοθέτης να προστατεύσει αυτούς τους ανθρώπους;
Ο οικονομολόγος Ρούντολφ Χίκελ, ομότιμος καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βρέμης, εισηγείται ριζοσπαστικές λύσεις και προτείνει να καθιερωθεί η έννομη αξίωση του εργαζόμενου σε ρεπό λόγω καύσωνα. «Σήμερα δεν αναγνωρίζεται στη νομοθεσία αυτή η έννομη αξίωση» λέει ο Ρούντολφ Χίκελ στη Γερμανική Ραδιοφωνία (DLF).
«Yπάρχει μόνο μία περίπλοκη ρύθμιση που λέει ότι με θερμοκρασία άνω των 26 βαθμών ο εργοδότης καλό είναι να λάβει μέτρα, τα οποία δεν γίνονται πιο συγκεκριμένα. Στους 30 βαθμούς υποχρεούται να λάβει μέτρα, ενώ στους 35 βαθμούς ο εργαζόμενος δεν επιτρέπεται να βρίσκεται σε ορισμένους χώρους, αλλά παραμένει στην επιχείρηση».
Στα σχολεία της Γερμανίας, εδώ και πολλά χρόνια, προβλέπεται μία αργία λόγω καύσωνα, αλλά η σχετική απόφαση λαμβάνεται κατά περίπτωση και ανήκει αποκλειστικά στους διδάσκοντες- ούτε στους μαθητές, αλλά ούτε στους γονείς. Μία άλλη ιδέα του Γερμανού οικονομολόγου, την οποία στηρίζουν τα συνδικάτα, είναι να καταβάλλεται «αντισταθμιστικό μεροκάματο» σε εργαζόμενους οι οποίοι, ενώ προσέρχονται στην εργασία τους, αδυνατούν να την ολοκληρώσουν λόγω καύσωνα. Για παράδειγμα ένας οικοδόμος που πιάνει δουλειά νωρίς το πρωί, αλλά αναγκάζεται να αποχωρήσει στις έντεκα, θα πληρώνεται για το σύνολο της ημέρας.
Σιέστα, αλλά όχι… κοπάνα
Μία ακόμη ριζοσπαστική πρόταση: η Άνελι Μπούντενμπαχ, ηγετικό στέλεχος του Συνδέσμου Γερμανικών Συνδικάτων DGB, είχε προτείνει πρόσφατα να καθιερώσουν οι γερμανικές επιχειρήσεις το δικαίωμα στη… σιέστα.
Θεωρεί μάλιστα, ότι οι νότιες χώρες εφαρμόζουν το μοντέλο αυτό με επιτυχία. Ο οικονομολόγος Ρούντολφ Χίκελ στηρίζει την πρόταση, με τη διευκρίνιση ότι δεν προτείνει τη μερική κατάργηση της βάρδιας, αλλά ένα πιο ευέλικτο μοντέλο, ως παραλλαγή του σημερινού «κυλιόμενου ωραρίου» που εφαρμόζουν πολλές επιχειρήσεις:
«Η πρόταση της κ. Μπούντενμπαχ για τη σιέστα μπορεί να ακούγεται υπερβολική, αλλά είναι τεράστια η πρόκληση που έχουμε μπροστά μας, γι αυτό οφείλουμε να αναπροσαρμόσουμε το ωράριο εργασίας. Ας αρχίζουμε νωρίτερα, ας τελειώνουμε και αργότερα. Οι Πράσινοι είχαν καταθέσει κάποιες σχετικές προτάσεις, ας βρούμε αυτό που είναι καλύτερο για τον εργαζόμενο, αλλά και συνολικά για τη λειτουργία της οικονομίας».
Οι πιο μικρές επιχειρήσεις καλό είναι να αρχίσουν την προσπάθεια από ήπια και εύκολα εφαρμόσιμα μέτρα, επισημαίνει ο καθηγητής Χίκελ, για παράδειγμα να τοποθετήσουν στόρια στα παράθυρα ή να προσφέρουν νερό στους εργαζόμενους. Κάποιοι προτείνουν περισσότερο homeoffice τις ημέρες του καύσωνα, να μπορούν δηλαδή οι ενδιαφερόμενοι να δουλεύουν από το σπίτι.
Ο αντίλογος είναι ότι και στο σπίτι μάλλον θα ζεσταίνονται το ίδιο, όπως και στο γραφείο. Πάντως, μία αμυντική αντιμετώπιση από τους εργοδότες με το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν να χάνονται ώρες και ημέρες εργασίας μάλλον δεν ωφελεί. Γιατί και σήμερα, που δεν υπάρχει ιδιαίτερη πρόβλεψη για διευκόλυνση των εργαζομένων λόγω καύσωνα, η στατιστική δείχνει ότι κάθε χρόνο χάνονται πάνω από 40.000 ημέρες εργασίας, ακριβώς λόγω των συνεπειών του καύσωνα για την υγεία.
Ο «φαύλος κύκλος» των κλιματιστικών
Ας υποθέσουμε ότι η λύση είναι η εγκατάσταση κλιματιστικού στο σπίτι, αλλά και στο γραφείο. Αυτό όμως προκαλεί νέα ηθικά διλήμματα, καθώς η λειτουργία του κλιματιστικού απαιτεί μεγάλες ποσότητες ενέργειας και επιβαρύνει το περιβάλλον.
Υπάρχει λύση; «Είναι πράγματι ένας φαύλος κύκλος», λέει ο Ρούντολφ Χίκελ. «Αλλά υπάρχει μία, εν μέρει τουλάχιστον, ενδεδειγμένη απάντηση: η στροφή από τα ορυκτά καύσιμα στην αιολική και στην ηλιακή ενέργεια. Ναι, να φροντίσουμε να κλιματίζονται οι χώροι εργασίας, αλλά ας κλιματίζονται με ενέργεια που δεν προέρχεται από τα ορυκτά καύσιμα».