Silicon Valley, Τραπεζίτες και Φασίστες: η «πανδεξιά» του Τραμπ

Δημοσιεύτηκε στις 23/01/2025 19:15

Silicon Valley, Τραπεζίτες και Φασίστες: η «πανδεξιά» του Τραμπ

Μπορεί η 20η Ιανουαρίου να εγκαινιάζει μια νέα εποχή για το παγκόσμιο γίγνεσθαι, αλλά οι ειδήσεις που προέκυψαν από την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ είχαν μια σαφή ιεράρχηση σε δημοφιλία: περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο σχολιάστηκε ο ναζιστικός χαιρετισμός του Έλον Μασκ· ακολούθως η παρουσία των τριών πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη (Μασκ, Μπέζος, Ζούκερμπεργκ), στοιχισμένων μπροστά από τους εκλεγμένους· και μόνο στο τέλος, σε μικρότερο βαθμό, οι εξαγγελίες του ίδιου του επανερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ που φαίνεται να εγκαινιάζουν μια νέα εποχή ή έστω να επιταχύνουν προϋπάρχουσες ροπές στις διεθνείς σχέσεις και όχι μόνο.

Ο ρόλος που έχουν επωμιστεί οι μεγιστάνες του big tech σε αυτό το νέο σχήμα δεν είναι ίσως τόσο απρόσμενος. Με την αλματώδη αύξηση της Silicon Valley, οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά την τελευταία δεκαπενταετία, μια νέα νοοτροπία εξαπλώθηκε σαν επιθετική νόσος ανά τον κόσμο. Οι επικριτές της στον αγγλοσαξονικό κόσμο της βρήκαν γρήγορα ένα πολύ ταιριαστό όνομα: “techno-solutionism”, ήτοι η υπόσχεση ότι όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα δεν είναι προβλήματα πολιτικής ή οικονομίας, αλλά απλά συμπτώματα της έλλειψης της κατάλληλης τεχνολογίας.

Με τη σειρά του αυτό σήμαινε ότι δεν χρειαζόντουσαν πια ούτε οι παλαιάς κοπής πολιτικοί με τις ιδεολογίες και τα οράματά τους, ούτε καν οι διάδοχοί τους τεχνοκράτες που (υποτίθεται πώς) αντιμετώπιζαν την πολιτική σαν πρόβλημα λογιστικής. Το μέλλον της διακυβέρνησης θα άνηκε πλέον στους σαλτιμπάγκους που φοράνε τα headsets τους και χοροπηδάνε στις φαντασμαγορικές παρουσιάσεις της τελευταίας “καινοτομίας” που περισσότερο φούσκωνε τις τιμές των μετοχών της εταιρείας μεσούσης της δημοσιότητας, παρά παρείχε την επίλυση κάποιου απτού και υπαρκτού προβλήματος. Ο δε ρυθμός των αποδόσεων, ήταν τελείως γραμμικός: όσο πιο καλά τα ακροβατικά επί σκηνής, τόσο περισσότερο αυγάτιζε η μετοχή. Και ως γνωστόν, κανείς δεν προσωποποιεί αυτό το φαινόμενο καλύτερα από τον Έλον Μασκ.

Φυσικά, οι παταγώδεις αποτυχίες τόσο του ίδιου του Μασκ, όσο και του “techno-solutionism” παρείχαν και συνεχίζουν να παρέχουν άφθονο γέλιο. Αρκεί κανείς να ψάξει τις ομάδες και σελίδες στα κοινωνικά δίκτυα με τίτλο κάποια παραλλαγή του «Πάλι επανεφηύρε το λεωφορείο η Silicon Valley;» (“Did Silicon Valley reinvent the bus again?”), για να δει χιλιάδες παραδείγματα της αστείας λογικής που διέπει αυτούς τους σύγχρονους τεχνο-οραματιστές οι οποίοι αρδεύουν κεφάλαια επί κεφαλαίων για έρευνα και ανάπτυξη προτού καταλήξουν σε ιδέες οι οποίες διατυπώθηκαν ήδη από τις απαρχές της σύλληψης των κρατικών υποδομών, των δημοσίων έργων, της πρόνοιας και όλων των άλλων δραστηριοτήτων και λειτουργιών που δίνουν υπόσταση στο κράτος.

Και όπως θα ήταν αναμενόμενο, το συνολικό αποτύπωμα του techno-solutionism είναι αρνητικό. Η επιβράδυνση της καινοτομίας είναι παροιμιώδης τα τελευταία χρόνια, το μοντέλο ανάπτυξης στην ίδια τη Σίλικον Βάλει έχει αποδειχθεί μη-βιώσιμο και αυτοκαταστροφικό, οι δε προσφερόμενες “λύσεις” δημιουργούν περισσότερα προβλήματα, που ενίοτε αγγίζουν τα όρια της κοινωνικής κρίσης.

 

Τεχνο-φασισμοί

Αυτή είναι ίσως η πρώτη συζήτηση που θα έπρεπε να έχει ήδη ανοίξει με την άτυπη αναβάθμιση του επικεφαλής της Tesla, της SpaceX και εσχάτως του -μάλλον σταδιακά αυτοκαταστρεφόμενου- πρώην Twitter και νυν Χ, Έλον Μασκ, σε γεωπολιτικό παράγοντα χάρη στη θολή, πλην υπερορατή του θέση στο πλευρό του Ντόναλντ Τραμπ.

Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά έχει σχολιαστεί στα διεθνή ΜΜΕ, από τις αμερικανικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, περισσότερο θόρυβο και ειδήσεις φαίνεται να παράγει ο επιχειρηματίας, παρά ο επανεκλεγείς πρόεδρος ή έστω τα πολιτικά στελέχη που τον πλαισιώνουν. Ενδιαφέρον έχει, δε, ότι οι επιθετικές κινήσεις του Μασκ, του Τραμπ και των λοιπών εκπροσώπων της επερχόμενης αμερικανικής κυβέρνησης φαίνεται να στρέφονται κυρίως κατά παραδοσιακά συμμαχικών στις ΗΠΑ κρατών, εντός των οποίων αρχίζει να επικρατεί μια αναταραχή η οποία τείνει να παράγει και πολιτικά αποτελέσματα.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μετά τη δημόσια υποστήριξη του Μασκ στον έγκλειστο νεοναζί Τόμι Ρόμπινσον, ο Νάιτζελ Φάρατζ φαίνεται να χάνει το σκήπτρο της ακροδεξιάς αντιπολίτευσης για χάρη μιας σκληρότερης «γραμμής». Τα δε ρατσιστικά ένστικτα της κοινής γνώμης ακόμα γαργαλιούνται από τον χυδαίο και διαστρεβλωτικό τρόπο με τον οποίο ο Μασκ ανακίνησε το περιβόητο σκάνδαλο grooming, με το οποίο χτύπησε πετυχήμενα σε δύο μέτωπα: αφ’ ενός ενοχοποιώντας μέσω συγκεκριμένων δραστών από την πακιστανική κοινότητα το σύνολο των μεταναστών στη Βρετανία και αφ’ ετέρου ανακινώντας υπόγεια θεωρίες συνωμοσίας που δείχνουν (χωρίς φυσικά να το δηλώνουν με σαφήνεια) τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ ως τουλάχιστον συμμετέχοντα σε επιχείρηση παροχής ασυλίας στους -μετανάστες- δράστες των παιδοβιασμών, την περίοδο που υπηρετούσε στις εισαγγελικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου.

Η δε Γερμανία πλήρωσε τη διαχρονική δουλικότητά της απέναντι στον αμερικανικό παράγοντα, όταν, καταμεσής της πολιτικής κρίσης που έχουν παράγει οι επιλογές της απερχόμενης σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Όλαφ Σόλτς, ο Μασκ βγήκε και στήριξε ανοιχτά το ακροδεξιό AfD, πραγματοποιώντας μάλιστα και μια εκτενή συζήτηση στο Χ με την επικεφαλής του, Άλις Βάιντελ, η οποία κέρασε τη γερμανική κοινή γνώμη επικίνδυνες απόψεις όπως ότι το Τρίτο Ράιχ εκπροσωπούσε την… Αριστερά – συμπτωματικά θυμίζοντας έναν παρόμοιο διαστρεβλωτικό ισχυρισμό που είχε κάνει και ο Γιόζεφ Γκέμπελς τη δεκαετία του 1920, επιχειρώντας να πλαγιοκοπήσει το εκλογικό κοινό της Αριστεράς.

Αυτές οι ετερόδοξες κινήσεις εξωτερικής πολιτικής του Μασκ συμπληρώνονται από τις ίδιες τις επιθετικές δηλώσεις και δημοσιεύσεις του Ντόναλντ Τραμπ με τις οποίες διεκδίκησε την αμερικανική ηγεμονία στη Γροιλανδία, τη Διώρυγα του Παναμά και τον Καναδά, υποβοηθούμενος από τις εμπρηστικές επακόλουθες δημοσιεύσεις του Μασκ κατά του Τζάστιν Τριντό.

Δεν είναι ασυνήθιστο φυσικά ούτε για τον Τραμπ, ούτε για τον Μασκ να δημιουργούν πολιτικοοικονομικά τετελεσμένα μέσω της δημοσιότητας. Η χρήση των ΜΜΕ έχει άλλωστε υπάρξει κομβική στην άνοδο και των δύο. Τόσο που θα μπορούσε -εν μέρει δικαίως- να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι είμαστε και πάλι αντιμέτωποι με προϊόντα του θυμικού τους που μόνο από καραμπόλα μεταφράζονται σε πολιτικά γεγονότα.

Η ροπή του Μασκ προς την ακροδεξιά δεν είναι φυσικά καινούργια, ο ίδιος ο τρόπος που ξεδίπλωσε τα τελευταία χρόνια την εκστρατεία του γύρω από την «ελευθερία του λόγου» (ως απόλυτο δικαίωμα του ακροδεξιού λόγου στην ανεμπόδιστη δημοσιότητα), αλλά και της αντιμετώπισης του δημογραφικού με όρους μιας -εγκληματικής και ανέφικτης- φυλετικής καθαρότητας, μαρτυρούν εδώ και χρόνια την πολιτική του στράτευση.

Ωστόσο, η ατομική τοποθέτηση του Μασκ στο πλευρό του Ντόναλντ Τραμπ δεν θα είχε τόση σημασία, αν δεν συνοδευόταν από την ανοιχτή πλέον και μαζική συστράτευση πολλών πάλαι ποτέ προοδευτικών κεφαλιών της Σίλικον Βάλει στο πλευρό της νέας κυβέρνησης. Από τους ένθερμους υποστηρικτές της οικονομικής πολιτικής, μέχρι τους πιο διστακτικούς που προβαίνουν σε μικρές κινήσεις καλής θέλησης -με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ της Meta που μετά από μήνες διαπραγμάτευσης με τον Τραμπ, έσπευσε παραμονές της ορκομωσιας να αλλάξει τους κανόνες εποπτείας του περιεχομένου στο Facebook προς το laissez-faire, αλλά και την ίδια την διάρθρωση της εταιρείας, καταργώντας κάθε μέτρο εξισορρόπησης των φυλετικών και έμφυλων διακρίσεων- το ταμπού της σύμπλευσης με την επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ έχει πλέον σπάσει. Και η εξήγηση γι’ αυτό δείχνει εν μέρει να είναι οικονομική.

Παλιά και νέα δόγματα

Αν κάτι θα μείνει από τη διακυβέρνηση Μπάιντεν αυτό είναι η διστακτική, αλλά υπαρκτή αποστασιοποίηση από την κυρίαρχη οικονομική ορθοδοξία που χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ με ελάχιστες παραλλαγές από την εποχή του Ρίγκαν. Αυτό αποτυπώνεται κυρίως στο πρόγραμμα ανάκαμψης από την πανδημία του Covid-19, αλλά και το μεγάλο πακέτο δημοσίων έργων που ακολούθησε, το «μεγαλύτερο από την εποχή του New Deal» σε χρήμα που έδωσε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στην οικονομία, όπως συχνά τόνισαν τόσο οι υποστηρικτές, όσο και οι επικριτές του απερχόμενου προέδρου.

Παρά τη μετριοπάθεια της συνολικής στρατηγικής -μια κεϋνσιανού τύπου τόνωση της ζήτησης, αντί για διαρθρωτικές αλλαγές που θα ενδυνάμωναν την εργασία και θα έθεταν σαφέστερα όρια στην κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου όπως ζητούσε η Αριστερά εντός κι εκτός Δημοκρατικών- το πρόγραμμα Μπάιντεν φαίνεται πλέον εκ του αποτελέσματος ότι θεωρήθηκε υπαρξιακού τύπου απειλή για τον αμερικάνικο καπιταλισμό. Η συντηρητική κριτική ότι οι κρατικές ενισχύσεις στην οικονομία είναι μία πληθωριστική βόμβα που περιμένει να εκραγεί, προτού ακόμα συναντηθεί με την ραγδαία άνοδο των τιμών που γονάτισε τον αμερικανικό και όχι μόνο πληθυσμό μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, εκφερόταν ως ανάθεμα από σύμπαντες τους κλειδοκράτορες της οικονομίας και τα think tanks που τους εκπροσωπούν.

Το επίδικο του αποτυπώματος του προγράμματος Μπάιντεν (προστασία της οικονομίας από το σοκ του Covid, άμβλυνση των ανισοτήτων, παραγωγικός μετασχηματισμός προς την πράσινη μετάβαση κ.α.) υπήρξε σε κάθε περίπτωση υψηλό. «Αν ο Μπάιντεν επιτύχει στο μεγάλο μακροοικονομικό του πείραμα -πράγμα πιθανό- αυτό όχι θα καθιστούσε ξανά τις ΗΠΑ ηγεμονικό παγκόσμιο παίκτη, αλλά θα προκαλούσε και μια αλλαγή παραδείγματος στην οικονομική μας σκέψη» έγραφε η μεγάλη συμβουλευτική εταιρεία Oxford Economics το 2021.

Το γνωστό δημοσιονομικό παίγνιο μηδενικού αθροίσματος που επαναλαμβάνεται με ελάχιστες παραλλαγές στην αμερικανική πολιτική από το New Deal του Ρούσβελτ μέχρι σήμερα, επαναλήφθηκε και με τις κρατικές δαπάνες του Μπάιντεν: οι δαπάνες μειώνουν τον δημοσιονομικό χώρο για φοροελαφρύνσεις στη μεγάλη επιχειρηματικότητα, άρα είναι «σοσιαλισμός», άρα αποτελούν ανάθεμα. Μόνο που αυτή τη φορά, ο σχετικός διάλογος διεξήχθη στον υπερθετικό βαθμό. Από τη μία το πρόγραμμα του Μπάιντεν αποτελούσε την πρώτη ρωγμή που είδε η διακομματική συναίνεση τεσσάρων δεκαετιών υπέρ της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, από την άλλη, η βασικότερη πολιτική νομιμοποίησης του Ντόναλντ Τραμπ στην πρώτη προεδρική του θητεία απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο που ως επί το πλείστον επιθυμούσε ένα πιο ευπαρουσίαστο (αν όχι και ανοιχτά προοδευτικό σε κάποιες περιπτώσεις) προσωπείο, ήταν οι θηριώδεις φοροαπαλλαγές που προέταξε και εφήρμοσε.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, μπορεί τα φώτα να έπεσαν στις ακραίες ρατσιστικές δηλώσεις και τα fake news που συχνά τις συνόδευαν, αλλά η πλευρά Τραμπ έθεσε στην αιχμή του δόρατος της καμπάνιας της το ζήτημα του πληθωρισμού, πράγμα που οι σχετικές έρευνες δείχνουν ότι αποτελεί το υπ’ αριθμόν 1 ζήτημα που απασχόλησε την αμερικανική κοινή γνώμη. «Βάσει αυτού κέρδισα τις εκλογές, θα μειώσουμε τις τιμές [των βασικών αγαθών]» δήλωσε χαρακτηριστικά μετά τη νίκη του.

Η στρατηγική μείωσης του πληθωρισμού απέκτησε σταδιακά στρατηγική και πρόσωπο: αυτό του Έλον Μασκ. Ο ρόλος που ανακοινώθηκε για τον μεγιστάνα της Tesla ήταν η δημιουργία και ηγεσία ενός άτυπου «Τμήματος Αποδοτικότητας Κυβέρνησης» ή DOGE σύμφωνα με το ακρωνύμιο του, το οποίο παραπέμπει σε ένα παλιό διαδικτυακό αστείο με τον γνωστό χαζοχαρούμενο τρόπο που τείνει να τοποθετείται η Σίλικον Βάλει στα πράγματα.

Όπως έχει παρουσιαστεί μέχρι τώρα, το DOGE θα αποτελεί μια ad hoc συμβουλευτική επιτροπή στελεχωμένη από επιχειρηματίες και διευθυντές της Σίλικον Βάλει διασκορπισμένους σε όλες τις επιμέρους υπηρεσίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ, με μία βασική αποστολή: την περικοπή των δαπανών του κράτους, τυπικά ως μέτρο ανάσχεσης του πληθωρισμού.

Φυσικά, από την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι θεμελιακές ιδέες που έφερε μαζί της η νέα σχολή οικονομικής σκέψης ότι η καταπολέμηση του πληθωρισμού οφείλει να είναι το αλφα και το ωμέγα της οικονομικής πολιτικής και ότι μάλιστα αυτή επιτυγχάνεται με τη σύσφιξη των κρατικών δαπανών, αποτελεί αντικείμενο διαμάχης.

Κατά πολλούς, ο πληθωρισμός δεν συντελεί μόνο στην αύξηση των τιμών, αλλά και στην πραγματική αύξηση των εισοδημάτων· παράλληλα, οι στρεβλώσεις που καθιστούν τα αγαθά δυσανάλογα ακριβά σε σχέση με τα πραγματικά εισοδήματα, αφορούν συγκεκριμένες κερδοσκοπικές πρακτικές στις αγορές και όχι τον πληθωρισμό εν γένει. Η δε σημασία που δίνει η νεοσυντηρητική σκέψη στις κρατικές δαπάνες, δεν φαίνεται να αφορά την ακρίβεια, αλλά περισσότερα τα επιτόκια στις χρηματαγορές και φυσικά, τον δημοσιονομικό χώρο που περισσεύει για γενναιόδωρες φοροαπαλλαγές – που μάλλον παραμένει ο βασικός στόχος των εν γένει εύπορων «αντικρατιστών».

Φαίνεται να έχει περάσει πολύς καιρός από την εποχή που ο ίδιος ο Τραμπ θεωρούνταν πληθωριστικά επικίνδυνος, όταν ανακοίνωνε στην πρώτη του θητεία ένα πρόγραμμα δημοσίων έργων και μεγάλων υποδομών εξίσου, αν όχι και περισσότερο γενναιόδωρο από αυτό του Τζο Μπάιντεν που τελικά υλοποιήθηκε. Όμως αυτή η εποχή φαίνεται να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, πράγμα που ενδεχομένως και να εξηγεί τη σύμπλευση των δυνάμεων του αμερικανικού κεφαλαίου με το ίδιο πρόσωπο και πολιτικό ρεύμα που προ ετών θεωρούσαν επικίνδυνο.

Φαντασιώσεις και συνθήματα

Πολλά αμερικανικά μέσα επιχείρησαν να εξηγήσουν ότι η ιδέα της DOGE φαίνεται να στερείται στοιχειώδους κατανόησης για τη λειτουργία του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, ιδίως όσον αφορά στα ζητήματα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Υπερφιλόδοξα προγράμματα περικοπών και εκσυγχρονισμού που επιχειρήθηκαν από διάφορους προέδρους τα τελευταία 120 χρόνια, προσέκρουσαν στο Κογκρέσο και τις ανάγκες των επιμέρους Πολιτειών, άλλοτε πρακτικές, άλλοτε πολιτικές.

Η δε παράσταση που έδωσε στους Ρεπουμπλικάνους του Κογκρέσου προ μερικών εβδομάδων ο Μασκ με τον ορμώμενο από τον χώρο των μεγάλων φαρμακευτικών συνεργάτη του στην DOGE, Βίβεκ Ραμασουάμι, προκειμένου να εξηγήσει τη στοχοθεσία αυτού του νέου, άτυπου συμβουλευτικού οργάνου που προτάσσεται ως αιχμή της νέας διακυβέρνησης, δεν φάνηκε να δίνει επαρκείς απαντήσεις στις ανησυχίες των εκλεγμένων.

Άλλωστε, το πρόβλημα που διαφαίνεται είναι μεταξύ άλλων και λογιστικό. Πολλοί οικονομολόγοι έχουν επισημάνει ότι ο μοναδικός χώρος για περικοπές στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό θα μπορούσε να προκύψει από την πλήρη άρση των χρηματοδοτήσεων στα δημόσια σχολεία (με τις Πολιτείες να οφείλουν εφεξής να βρουν πόρους για τη λειτουργία τους), το τέλος των χρηματοδοτήσεων για δημόσια υγεία, πρόνοια, κοινωνική κατοικία και μεταφορές, τον τερματισμό των επενδύσεων σε υποδομές και φυσικά, τον μηδενισμό των κονδυλίων που διατίθενται για την ενεργειακή μετάβαση.

Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, δε, αυτόν τον «μονόδρομο» δεν τον επισήμαναν μόνο οι επικριτές των Τραμπ και Μασκ, αλλά και οι πιο ένθερμοι θιασώτες αυτών των περικοπών, όπως το νεοφιλελεύθερο think tank Cato του σκληρού δεξιού μεγιστάνα Τσαρλς Κοχ που έχει δημοσιεύσει πλήθος άρθρων προς αυτή την κατεύθυνση (ακόμα και σε μορφή λίστας για εύκολη πρόσληψη), ενώ τον Οκτώβριο φιλοξένησε τον Μασκ σε μια συνέντευξη στην οποία ο δισεκατομμυριούχος προανήγγειλε τη δημιουργία της DOGE, το όνομα της οποίας δεν είχε ακόμα επιλεγεί και εκθείασε το άγριο ξήλωμα του κράτους από την ακραία κυβέρνηση Μιλέι στην Αργεντινή.

Τον δε περασμένο Δεκέμβριο κατέθεσε μια ολοκληρωμένη έκθεση για την υλοποίηση αυτών των περικοπών. Τα μέτρα που προτείνονται σε αυτή θα οδηγούσαν σε ένα ξεχαρβαλωμένο κράτος χωρίς στοιχειώδες υποδομές και ρήτρες κοινωνικής προστασίας -κάτι για το οποίο δεν φημίζονται ούτως ή άλλως οι ΗΠΑ-, ενώ βασικό συμπλήρωμα της συγκεκριμένης στρατηγικής «σοκ και δέος» είναι και γενναία μέτρα απορρύθμισης της αγοράς που θα έλυναν τα χέρια των μεγάλων επιχειρήσεων.

Πέρα από το πολιτικά ανέφικτο της υλοποίησης αυτών των περικοπών καθώς αναμένεται να απορριφθούν από το Κογκρέσο, οι υπολογισμοί επιδεινώνονται περαιτέρω όταν συνυπολογίσουμε ότι μεγάλο μέρος των ομοσπονδιακών δαπανών κατευθύνεται σε στρατιωτικές και αστυνομικές δαπάνες, το ύψος των οποίων θεωρείται απίθανο να μείνει σταθερό καθώς οξύνονται οι γεωπολιτικές ισορροπίες από τη μία και οι συγκρούσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ από την άλλη.

Όπως επισήμανε ο γνωστός οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς σε άρθρο του στο Project Syndicate, μόνο η εξαγγελία της αύξησης των δαπανών προς το ΝΑΤΟ θα σήμαινε 600 δισ. δολάρια επιπροσθέτως για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό σε ετήσια βάση. Οι δε στόχοι που έχει θέσει ο Μασκ είναι λογιστικά ανέφικτοι χωρίς την περικοπή της οικονομικής βοήθειας σε τρίτες χώρες, πράγμα που θα είχε επιπτώσεις στην επιβίωση της αμερικανικής επιρροής ανά τον κόσμο, ενώ ανοιχτό παραμένει το ερώτημα του δημοσιονομικού κόστους για την υλοποίηση όλων των αντι-μεταναστευτικών μέτρων που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση Τραμπ, ιδίως ως προς τα κονδύλια τα οποία αφορούν υποδομές κράτησης και αστυνόμευση.

Η πρόβλεψη του Στίγκλιτς, αλλά και σχεδόν όλων των επικριτών της στρατηγικής των Τραμπ και Μασκ, είναι ότι ακόμα κι αν κατάφερναν να μεγιστοποιήσουν τις περικοπές του προϋπολογισμού, αφήνοντας πίσω ένα ξεδοντιασμένο κράτος, η επιμονή τους στις φοροαπαλλαγές υπέρ του πλούτου θα οδηγούσε νομοτελειακά σε ελλείμματα, τα οποία θα εκτόξευαν με τη σειρά τους το δημόσιο χρέος, πράγμα που αντιβαίνει στη νομοθεσία των ΗΠΑ σχετικά με τα όρια που επιτρέπεται να αγγίξει. Τη σχετική νομοθεσία, βέβαια, ανέστειλε ο Τραμπ στην προηγούμενη θητεία του προκειμένου να βρει χώρο για τις φοροαπαλλαγές και έχει τώρα εξαγγείλει ότι επιθυμεί να καταργήσει εξ ολοκλήρου – άλλο ένα ζήτημα στο οποίο αναμένεται να συναντήσει τις ενστάσεις του Κογκρέσου.

Η σκληρή δεξιά απάντηση

Ασχέτως της απειλής να καταρρεύσει υπό το βάρος των αντιφάσεών του συγκρουόμενο με την πραγματική πολιτική, το οικονομικό δόγμα της επερχόμενης κυβέρνησης υπό την ηγεμονία της Σίλικον Βάλει, εν αντιθέσει με τον χρηματοπιστωτικό τομέα που παραδοσιακά κρατούσε τα ηνία, δεν συνεπάγεται την αλλαγή πλεύσης ως προς την παραδοσιακή ατζέντα της σκληρής δεξιάς πτέρυγας του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Συνεπάγεται όμως τη διεύρυνση της.

Το ερμηνευτικό κλειδί γι’ αυτή τη νέα συνθήκη μπορεί με έναν τρόπο να εντοπιστεί στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του Τζο Μπάιντεν, ιδίως στις αναφορές του στη «νέα Ολιγαρχία που σχηματίζεται» και στην ανάγκη της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ (έναντι της Κίνας) στην ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης.

Εδώ και μία δεκαπενταετία περίπου, η πλευρά των Δημοκρατικών έχει μια αμφίθυμη σχέση με τη Σίλικον Βάλει. Από την αρχή και υπό την αιγίδα της διακυβέρνησης Ομπάμα, ο χώρος του big tech αναδείχθηκε στο νέο πρόσωπο του επιχειρείν, υποβοηθούμενος από την αναδιάταξη του αμερικανικού καπιταλισμού στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2008 και από το κενό που άφηνε η αποβιομηχάνιση με το outsourcing της παραγωγής σε χώρες της περιφέρειας. Η ίδια η επικοινωνιακή στρατηγική του Ομπάμα αντλούσε από την στυλιστική προσέγγιση των επιχειρηματιών της Σίλικον Βάλει, ενώ πρωτοποριακή αποδείχθηκε η χρήση που έκανε στα καινοτόμα τότε κοινωνικά δίκτυα.

Η σύμπνοια αυτή του πολιτικού “disruptor” με τους οικονομικούς εξελίχθηκε σε μια συμβιωτική σχέση που καλλιεργήθηκε ανά τα χρόνια, με πλήθος επιχειρηματιών της Σίλικον Βάλει να πλαισιώνουν τον πρώην Πρόεδρο και αντίστοιχα, την αμερικανική κυβέρνηση να εγκωμιάζει τις αρετές αυτής της νέας μεταβιομηχανίας και να προωθεί τους πρωταγωνιστές της. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην ιστορική στιγμή της επανέναρξης των διπλωματικών σχέσεων με την Κούβα, στο πλευρό του Ομπάμα ως ειδικός επιτετραμμένος του Λευκού Οίκου είχε βρεθεί ο Μπράιαν Τσέσκι, CEO της AirBnb.

Τα νεφελώματα στη σχέση των Δημοκρατικών με τη Σίλικον Βάλει εμφανίστηκαν συμπτωματικά σχεδόν ταυτόχρονα με την έλευση του Ντόναλντ Τραμπ στο αμερικανικό προσκήνιο, όταν η δυναμική του αποδόθηκε στη στρατιωτικοποιημένη χρήση των κοινωνικών δικτύων, μέσα από οργανωμένες και περίτεχνες καμπάνιες παραπληροφόρησης. Ασχέτως αν για τους Δημοκρατικούς αυτό αποτελούσε σε έναν βαθμό και έναν βολικό τρόπο να αποφύγουν την αυτοκριτική για τις πολιτικές τους αποτυχίες, ο διάλογος γύρω από τη χρήση των κοινωνικών δικτύων στην πρώτη εκλογή Τραμπ αποκάλυψε την πολιτική δύναμη που είχαν αντικειμενικά συσσωρεύσει οι τεχνολογικοί κολοσσοί. Ειδικά στην περίπτωση των κοινωνικών δικτύων, άρχισαν να εντοπίζονται καμπάνιες που αποτελούσαν εκφάνσεις υβριδικού πολέμου σε κάθε πολιτική ή στρατιωτική σύγκρουση στον πλανήτη.

Την ίδια περίοδο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, η Ευρωπαϊκή Ένωση με προεξάρχουσα την Επίτροπο Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ ξεκινούσε μια δεκαετή σύγκρουση με τους τεχνολογικούς κολοσσούς, της οποίας οι φιλοδοξίες και τα αποτελέσματα εν μέρει μεγαλοποιήθηκαν, έθετε όμως ρεαλιστικά επί τάπητος το αίτημα ενός ρυθμιστικού πλαισίου για τη λειτουργία των κολοσσών του big tech, ως προς την πολιτική εξουσία που άρχιζαν να συσσωρεύουν και -κυρίως- ως προς τα μονοπωλιακά και ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά τους.

Αναμενόμενα, αυτή η σύγκρουση είχε ένα κάποιο αντίκρισμα και στις ΗΠΑ, όπου μετά την εποχή Ομπάμα ακολούθησε ένα σχίσμα στο εσωτερικό των Δημοκρατικών, με το ένα κομμάτι τους να τείνει προς τη διατήρηση του κεντρώο status quo και ένα άλλο να επιζητά την επαναφορά του κράτους σε ρόλο ρυθμιστή των ακροτήτων της αγοράς, ως μέρος μιας συνολικότερης ατζέντας με ροπή προς τα αριστερά.

Μπορεί αυτό το κομμάτι να μην κατάφερε να ηγεμονεύσει εντός των Δημοκρατικών, αλλά κατάφερε να αποκτήσει μια αρκετά κρίσιμη μάζα, ώστε να θέσει κάποια θεμελιακά ζητήματα στη δημόσια συζήτηση: από τα αποτελέσματα δεκαετιών απορρύθμισης της αγοράς, μέχρι τις θηριώδεις εισοδηματικές ανισότητες, το αδιέξοδο των φοιτητικών δανείων και φυσικά την προστασία της εργασίας, που εκφράστηκε και στην πράξη με ένα κύμα δημιουργίας συνδικαλιστικών οργάνων ακόμα και σε κλάδους που θα ήταν μέχρι πρότινος αδιανόητο – ζητήματα τα οποία έθιξε σε διάφορες φάσεις της προεδρίας του ο Τζο Μπάιντεν, ακόμα κι αν οι επιμέρους διακηρύξεις δεν ακολουθήθηκαν από αντίστοιχα πεπραγμένα.

Είναι δύσκολο να μην δούμε τις εξαγγελίες του Τραμπ και των συν αυτώ σαν οχύρωση του αμερικανικού κεφαλαίου απέναντι στο διπλό αίτημα κρατικής παρέμβασης για την οριοθέτηση της λειτουργίας των κολοσσών της τεχνολογίας και τον περιορισμό της ασυδοσίας της αγοράς, το οποίο αναγκάστηκε να διαπραγματευτεί ακόμα και η δεξιά πτέρυγα των Δημοκρατικών.

Στην πραγματικότητα, η επανεκλογή Τραμπ φαίνεται να είναι το σημείο στο οποίο καταλήγουν οι επάλληλοι κύκλοι των τελευταίων δυόμιση δεκαετιών τουλάχιστον. Κοιτώντας, για παράδειγμα, το διάγραμμα με την εξέλιξη των δαπανών του ομοσπονδιακού κράτους των ΗΠΑ, η τελευταία φορά που δείχνουν μια στιγμιαία αύξηση πριν το πρόγραμμα Μπάιντεν για την ανάκαμψη από την πανδημία είναι στη διάσωση των αμερικανικών τραπεζών το 2008. Είναι ακριβώς ενάντια σε αυτή τη διάσωση που γεννιέται και παίρνει σχήμα -πάλι με την υποστήριξη του Τσαρλς Κοχ μεταξύ άλλων- μια σκληρή πτέρυγα στα δεξιά του Ρεπουμπλικανικού κόμματος υπό τη μορφή του Tea Party, που σταδιακά θα εξελιχθεί στον τραμπισμό, κυοφορόντας το μίσος για τις κρατικές δαπάνες και διασώσεις για δεκαεπτά χρόνια, χωρίς να διακρίνει αν αυτές κατευθύνονται στους ισχυρούς του χρήματος ή τα ασθενέστερα στρώματα.

Ελευθερία του λόγου και του επιχειρείν

Κοιτώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Σίλικον Βάλει στην εφαρμογή της συγκεκριμένης ατζέντας της αμερικανικής Δεξιάς, νομοτελειακά οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η στράτευση με την ακροδεξιά στη βάση της «ελευθερίας του λόγου», αποτελεί μια πλατφόρμα με στόχευση αρκετά ευρύτερη από το πολιτισμικό. Δεν είναι μόνο το τυχοδιωκτικό καβάλημα ενός προϋπάρχοντος ακροδεξιού κύματος, αλλά και η πολιτικοποίησή του, η πρόσδεσή του σε ένα μεγαλύτερο πρόγραμμα που συνοδεύει την απορρύθμιση του περιεχομένου με την απορρύθμιση του συνολικού πλαισίου για τη λειτουργία του big tech, που με τη σειρά τους ευνοεί και την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, της βιομηχανίας και του ενεργειακού σχεδιασμού (εκπεφρασμένου στην ορκωμοσία με το πολυσυζητημένο “drill, baby, drill”).

Με μία επιδέξια πιρουέτα, το πρόγραμμα αυτό καταλήγει να μετονομάζει τα εναπομείναντα πατερναλιστικά στοιχεία της κρατικής παρέμβασης σε στοιχεία αυταρχισμού, δηλαδή μέρος της συνωμοσίας των φιλελεύθερων ελίτ, οι υποσχέσεις των οποίων διαψεύστηκαν παταγωδώς με το πέρασμα του χρόνου. Υπάρχει μία ευθεία γραμμή που ενώνει τα αιτήματα για ανεμπόδιστα ρατσιστικά σχόλια με την ασυδοσία της αγοράς και δεν συνιστά τίποτα παραπάνω από την απάντηση στην υπέρμετρα διστακτική τάση των Δημοκρατικών να τοποθετήσουν στην ίδια ατζέντα την προστασία και διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων και την επιστροφή της κρατικής παρέμβασης υπέρ των κατώτερων τάξεων. Η συσπείρωση δηλαδή μιας «πανδεξιάς» στην προσπάθεια να καταπνιγεί αυτός ο συνασπισμός στόχων εν τη γενέσει.

Έχοντας ήδη επιδείξει τα απαιτούμενα εχέγγυα δουλικότητας απέναντι στις ΗΠΑ, τα ακροδεξιά ευρωπαϊκά κόμματα που δέχονται την ανοιχτή στήριξη των Τραμπ και Μασκ, γίνονται τα κατάλληλα οχήματα τόσο για την προώθηση της αμερικανικής ατζέντας στον ευρωπαϊκό χώρο, όσο και οι αναγκαίοι παράγοντες εμβάθυνσης των αποσταθεροποιητικών τάσεων του σκηνικού στη Γηραιά Ήπειρο. Άλλωστε, παρά τις pro-market θέσεις που έχουν καλλιεργήσει οι χώροι της Σοσιαλδημοκρατίας και των Φιλελεύθερων ανά τις δεκαετίες, εξακολουθούν να είναι αυτοί που εισηγήθηκαν το ρυθμιστικό πλαίσιο για το big tech που ξύπνησε τη μήνη της Σίλικον Βάλει – και άρα η περαιτέρω διάβρωσή τους είναι εκ των ων ουκ άνευ για την τραμπική ατζέντα.

Μπορεί να έχει ακραία νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά με την επιμονή του στην επιθετική απορρύθμιση, αλλά το κράμα που τώρα αναλαμβάνει το τιμόνι των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, δεν έχει φιλελεύθερη ρίζα ούτε προσχηματικά. Μόνο και μόνο η επιμονή του Τραμπ για την πώληση του TikTok από τους Κινέζους σε αμερικανική εταιρεία, δείχνει ότι το τραμπικό κράτος δεν έχει σκοπό πια να ενθαρρύνει μια εξιδανικευμένη και καλλωπισμένη εκδοχή της «αγοράς» να δράσει ασύδοτη, αλλά επιλέγει επιχειρήσεις, παίκτες και κολοσσούς σε ένα παιχνίδι κρατικής εκπροσώπησης συγκεκριμένων συμφερόντων. Αυτό που πλέον σερβίρεται απογυμνωμένο είναι η αταλάντευτη στράτευση του κράτους στο πλευρό μιας οικονομικής εξουσίας των εκλεκτών. Είναι τρόπον τινά ένας «εξελληνισμός» της Αμερικής η εποχή που ανέτειλε στις 20 Ιανουαρίου.

© Πηγή: In.gr

Περισσότερα Video

Ακολουθήστε το Politica στο Google News και στο Facebook