Πόσο εφικτή είναι η λογική της συνεκμετάλλευσης του ενεργειακού πλούτου στο Αιγαίο;

Δημοσιεύτηκε στις 04/07/2019 09:07

Πόσο εφικτή είναι η λογική της συνεκμετάλλευσης του ενεργειακού πλούτου στο Αιγαίο;

Η συνέντευξη του Γιώργου Κατρούγκαλου επανέφερε στο προσκήνιο τις συζητήσεις για τη συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο ως λύση για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Η συνέντευξη του Γιώργου Κατρούγκαλου στην εκπομπή One Talk και τον Δημήτρη Μανιάτη προκάλεσε μεγάλο θόρυβο, κυρίως για τις αναφορές του υπουργού Εξωτερικών σε δικαιώματα που έχει και η Τουρκία στο Αιγαίο, θέση που θεωρήθηκε ότι ανοίγει το δρόμο για τη συνεκμετάλλευση και ευρύτερα για παραχωρήσεις προς την Τουρκία και παραίτηση από κεκτημένα κυριαρχικά δικαιώματα.

Όμως, αυτό που έλειψε από τη συζήτηση είναι μια προσπάθεια να εξεταστεί ποιο ακριβώς είναι τόσο το πραγματικό καθεστώς των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και ευρύτερα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αλλά και ποια η συγκυρία στην οποία γίνεται αυτή η συζήτηση.

Τι προβλέπει το διεθνές δίκαιο για το Αιγαίο

Το διεθνές δίκαιο, όπως αποτυπώνεται κυρίως στη Διεθνή Σύμβαση για τη Θάλασσα στηρίζεται σε μια σειρά από αρχές.

Τα χωρικά ύδατα μιας χώρας, δηλαδή η θαλάσσια έκταση που ανήκει πλήρως στην επικράτειά της, μπορεί να εκτείνεται μέχρι τα 12 ν.μ. από την ακτογραμμή της και αυτό αφορά εξίσου και τα νησιά. Όταν η απόσταση ανάμεσα σε δύο περιοχές που ανήκουν σε διαφορετικές χώρες είναι μικρότερη, τότε εφαρμόζεται η αρχή της «μέσης γραμμής». Σε κάθε περίπτωση οι χώρες πρέπει να εγγυώνται, ακόμη και σε στενές θαλάσσιες εκτάσεις, το δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης στη διεθνή ναυσιπλοΐα.

Η Ελλάδα μέχρι τώρα έχει ορίσει τα χωρικά της ύδατα στα 6 ν.μ, επιφυλασσόμενη του δικαιώματος να τα επεκτείνει στα 12 ν.μ. όταν η ίδια το αποφασίσει. Όμως, έχει ταυτόχρονα ορίσει τον εθνικό εναέριο χώρο στα 10 ν.μ., κάτι που σημαίνει ότι έχουμε μεγαλύτερη έκτασης εθνικό εναέριο χώρο από ό,τι χωρικά ύδατα.

Όμως, μια απλή ματιά σε ένα χάρτη αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. το Αιγαίο γίνεται πρακτικά μια κλειστή ελληνική θάλασσα.

Αυτό δεν έχει προκαλέσει μόνο την αντίδραση της Τουρκίας, που σε αυτή την περίπτωση δεν θα είχε καμία πρόσβαση στο Αιγαίο, αλλά και αρκετών άλλων χωρών, μια που το Αιγαίου αποτελεί ένα πολυσύχναστο πέρασμα για την παγκόσμια ναυτιλία και αρκετοί αυτοί που θα ήθελαν να υπάρχουν σαφείς εκτάσεις με καθεστώς διεθνών υδάτων.

Η Τουρκία από τη μεριά της με επίσημο ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσής της από τις 8 Ιουνίου 1995 έχει υποστηρίξει ότι τυχόν επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. θα αποτελέσει αιτία κήρυξης πολέμου (casus belli). Η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας και υποστηρίζει ότι δεν δεσμεύεται από αυτό.

Το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ

Η εκμετάλλευση του Αιγαίου σχετίζεται με το θέμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Γεωγραφικά και οι δύο ορίζονται με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή μπορούν να εκτείνονται μέχρι τα 200 ν.μ., εκτός από όταν η απόσταση είναι μικρότερη οπότε εφαρμόζεται η αρχή της μέσης γραμμής.

Η υφαλοκρηπίδα που αφορά την εκμετάλλευση του βυθού, θεωρείται ένα κυριαρχικό δικαίωμα που τα κράτη διαθέτουν εξ υπαρχής, ενώ η ΑΟΖ, που αφορά και την εκμετάλλευση της επιφάνειας και την ευθύνη για την προστασία, απαιτεί διαδικασία ανακήρυξης, χάραξης και αμοιβαίας οριοθέτησης με τις γειτονικές χώρες. Σύμφωνα με το γράμμα αλλά και την κυρίαρχη ερμηνεία του διεθνούς δικαίου τα νησιά διαθέτουν αυτοτελώς υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.

Το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας έγινε σημαντικό στις ελληνοτουρκικές σχέσεις από το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970, όταν έγινε σαφές ότι υπήρχαν σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Η Ελλάδα οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα έχει με την Ιταλία στο Ιόνιο πέλαγος και δεν έχει προχωρήσει μέχρι τώρα σε ανακήρυξη ΑΟΖ. Ούτε έχει οριοθετήσει την υπόλοιπη υφαλοκρηπίδα. Απλώς, υποστηρίζει ότι αποτελεί δεδομένο κυριαρχικό δικαίωμα.

Η Τουρκία με τη σειρά της αμφισβητεί το διεθνές δίκαιο και τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας και υποστηρίζει ότι τα νησιά δεν διαθέτουν αυτοτελώς δική τους υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Θεωρεί ότι στο Αιγαίο η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ πρέπει να χαραχθούν με βάση την αρχή της μέσης γραμμής ανάμεσα στις ηπειρωτικές ακτογραμμές των δύο χωρών και ότι στην περίπτωση της Κύπρου δεν ισχύει η χάραξη και ανακήρυξη ΑΟΖ που έχει κάνει η Κυπριακή Δημοκρατία.

Παράλληλα, υποστηρίζει ότι ούτως ή άλλως η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει λάβει υπόψη τους τουρκοκυπρίους και ότι τους στερεί το δικαίωμα εκμετάλλευσης πλουτοπαραγωγικών πόρων που τους ανήκουν.

Επίσης η Τουρκία εφόσον αρνείται ότι τα νησιά έχουν αυτοτελή υφαλοκρηπίδα, αρνείται και ότι ο Καστελόριζο έχει δική του υφαλοκρηπίδα. Το θέμα αυτό έχει μεγάλη σημασία γιατί είναι κατεξοχήν η υφαλοκρηπίδα του συμπλέγματος του Καστελόριζου που επεκτείνει τα σχετικά ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα προς τη ζώνη των ενεργειακών κοιτασμάτων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Η Ελλάδα από τη μεριά της υποστηρίζει ότι το διεθνές δίκαιο υποστηρίζει τις ελληνικές θέσεις. Γι’ αυτό το λόγο και έχει κάνει ήδη από το 1994 μονομερή δήλωση ότι αποδέχεται τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (των Ηνωμένων Εθνών) για την επίλυση των ζητημάτων που αφορούν την υφαλοκρηπίδα. Όμως, η Τουρκία δεν έχει κάνει σχετική δήλωση, ούτε έχει δεχτεί μέχρι τώρα να πάνε οι δύο χώρες από κοινού στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Εμμέσως πλην σαφώς ένα μέρος της ελληνικής διπλωματίας (συμπεριλαμβανομένων και πανεπιστημιακών που ασχολούνται με αυτό το θέμα) υποστηρίζει ότι το Διεθνές Δικαστήριο θα μας δικαίωνε ως προς τα περισσότερα ζητήματα, όμως ειδικά για την υφαλοκρηπίδα (και κατ’ αναλογία για την ΑΟΖ) του Καστελόριζου, το πιο πιθανό θα ότι θα αποφάσιζε έναν επιμερισμό της περιοχής με όρους που θα σήμαιναν απόδοση μεγαλύτερης έκτασης στην Τουρκία.

Το ερώτημα της συνεκμετάλλευσης

Το ζήτημα της συνεκμετάλλευσης έρχεται και επανέρχεται εδώ και δεκαετίες στη συζήτηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το παράδειγμα που συνήθως αναφέρεται είναι η από κοινού εκμετάλλευση κοιτάσματος πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα από τη Βρετανία και την Νορβηγία.

Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης αντί για μια άγονη και αδιέξοδη προσπάθεια για ακριβή οριοθέτηση και συμφωνία, θα ήταν προτιμότερο να πάμε στη λογική της συνεκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών, έτσι και η Ελλάδα να μην παραιτηθεί από κυριαρχικά δικαιώματα αλλά και η Τουρκία να μην μείνει έξω από τη διανομή του πλούτου που παράγει το Αιγαίο. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα η συνεκμετάλλευση θα μπορούσε να είναι και ένας τρόπος οι δύο χώρες να οδηγηθούν στην ειρήνη μέσα από τη συνεργασία με αμοιβαίο όφελος.

Τα εμπόδια στο δρόμο της συνεκμετάλλευσης

Όμως, υπάρχουν και εμπόδια σε αυτή τη διαδρομή. Η Τουρκία δεν επικεντρώνει απλώς σε ένα αίτημα συνεκμετάλλευσης, αλλά δείχνει να έχει μια πιο συνολική «αναθεωρητική» τοποθέτηση για τα διμερή θέματα που κάνει την εξίσωση πιο περίπλοκη. Οι απαιτήσεις υπερβαίνουν κάποιες στιγμές, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής, τα όρια απλώς ενός συμβιβασμού.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν αφορούν απλώς την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων αλλά και τα όρια της κυριαρχίας (με την Τουρκία να αμφισβητεί π.χ. την κυριότητα βραχονησίδων) και το πάντα ανοιχτό πρόβλημα του Κυπριακού.

Ούτε έχει δείξει μέχρι τώρα η Τουρκία ότι θα πήγαινε σε έναν μηχανισμό όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προτιμώντας τις διμερείς διαπραγματεύσεις.

Όλα αυτά γίνονται ακόμη πιο περίπλοκα εάν σκεφτούμε ότι δεν μιλάμε για διαδικασίες απομονωμένες αλλά για εντάσεις που συνδέονται με ευρύτερες αναδιατάξεις συσχετισμών στην περιοχή μας, συμπεριλαμβανομένου και του ανοιχτού ερωτήματος για το ποια μορφή θα πάρουν τελικά οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

in.gr