Πώς η κλιματική αλλαγή διαμορφώνει την οικονομία και το μέλλον μας – Το πραγματικό κόστος

Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δεν είναι μόνο περιβαλλοντική αναγκαιότητα, αλλά και οικονομική ευκαιρία. Παρά τις ανησυχίες των επικριτών, που θεωρούν ότι η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών θα επιβραδύνει την ανάπτυξη, νέες έρευνες δείχνουν το αντίθετο.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ και το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα του ΟΗΕ, οι φιλόδοξες κλιματικές πολιτικές μπορούν να οδηγήσουν σε καθαρό κέρδος για το παγκόσμιο ΑΕΠ τις επόμενες δεκαετίες. Επιπλέον, οι επενδύσεις στην ανανεώσιμη ενέργεια όχι μόνο ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη, αλλά συμβάλλουν και στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, βγάζοντας εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια.
Η ανάληψη δυναμικής δράσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης θα ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη των χωρών, αντί να βλάψει τα οικονομικά τους, όπως ισχυρίζονται οι επικριτές των πολιτικών μηδενικών εκπομπών, σύμφωνα με έρευνα του παγκόσμιου οικονομικού παρατηρητηρίου.
Ο καθορισμός φιλόδοξων στόχων για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και η θέσπιση πολιτικών για την επίτευξή τους θα οδηγήσουν σε καθαρό όφελος για το παγκόσμιο ΑΕΠ έως το τέλος της επόμενης δεκαετίας, σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), σε κοινή του έκθεση με το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα του ΟΗΕ.
«Η κατάρρευση του κλίματος είναι συνταγή για μόνιμη ύφεση»
Ο υπολογισμός του καθαρού οφέλους, που ανέρχεται στο 0,23% έως το 2040, θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος το 2050, αν συμπεριλαμβανόταν το όφελος από την αποφυγή της οικονομικής καταστροφής που θα προκαλούσε η μη μείωση των εκπομπών.
Μέχρι το 2050, οι πιο ανεπτυγμένες οικονομίες θα δουν αύξηση 60% στην ανάπτυξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενώ οι χώρες χαμηλού εισοδήματος θα σημειώσουν άνοδο 124% από τα επίπεδα του 2025, σύμφωνα με τον Guardian.
«Κλειδί» η μείωση των εκπομπών
Βραχυπρόθεσμα, θα υπάρξουν επίσης οφέλη για τις αναπτυσσόμενες χώρες, με 175 εκατομμύρια ανθρώπους να βγαίνουν από τη φτώχεια μέχρι το τέλος της δεκαετίας, εάν οι κυβερνήσεις επενδύσουν τώρα στη μείωση των εκπομπών.
Αντίθετα, το ένα τρίτο του παγκόσμιου ΑΕΠ θα μπορούσε να χαθεί μέσα σε αυτόν τον αιώνα, αν η κλιματική κρίση αφεθεί ανεξέλεγκτη.
Ο Achim Steiner, εκτελεστικός γραμματέας του Αναπτυξιακού Προγράμματος του ΟΗΕ, δήλωσε σε συνέδριο της γερμανικής κυβέρνησης στο Βερολίνο την Τρίτη: «Τα συντριπτικά στοιχεία που διαθέτουμε τώρα δείχνουν ότι δεν σημειώνουμε οικονομική οπισθοδρόμηση επενδύοντας στη μετάβαση προς ένα βιώσιμο κλίμα. Αντιθέτως, βλέπουμε μια μέτρια αύξηση της ανάπτυξης του ΑΕΠ, η οποία μπορεί να φαίνεται μικρή στην αρχή, αλλά θα δούμε αποτελέσματα με την πάροδο του χρόνου».
Ο Simon Stiell, επικεφαλής του ΟΗΕ για το κλίμα, προειδοποίησε επίσης σε ομιλία του την Τετάρτη στο Βερολίνο ότι η Ευρώπη θα υποστεί οικονομική καταστροφή από την κλιματική κρίση, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα.
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα μειώσουν το ΑΕΠ της Ευρώπης κατά 1% πριν από τα μέσα του αιώνα και μέχρι το 2050 θα συρρικνώνουν την οικονομία κατά 2,3% ετησίως.
Συνεχίζεται η οικονομική συρρίκνωση
Παρότι αυτά τα ποσοστά μπορεί να φαίνονται μικρά, το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι η οικονομική συρρίκνωση θα συνεχίζεται κάθε χρόνο. Συγκριτικά, η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-09 προκάλεσε μείωση 5,5% στο ΑΕΠ της ΕΕ, αλλά η ανάκαμψη ξεκίνησε μέσα σε λίγα χρόνια.
Η συρρίκνωση λόγω της κλιματικής κρίσης θα ισοδυναμούσε με μια σοβαρή ύφεση που θα συνέβαινε κάθε χρόνο.
Μετά από δύο δεκαετίες τέτοιας ζημιάς, η οικονομία της ΕΕ θα έπαυε να υφίσταται.
«Η κατάρρευση του κλίματος είναι συνταγή για μόνιμη ύφεση», δήλωσε ο Stiell. «Καθώς οι καταστροφές καθιστούν ολοένα και περισσότερες περιοχές μη κατοικήσιμες και η παραγωγή τροφίμων μειώνεται, εκατομμύρια άνθρωποι θα αναγκαστούν να μεταναστεύσουν, τόσο στο εσωτερικό των χωρών τους όσο και πέρα από τα σύνορα».
Πρόσθεσε: «Η κλιματική κρίση είναι μια επείγουσα κρίση εθνικής ασφάλειας που πρέπει να βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας κάθε κυβέρνησης».
Οι επικριτές του στόχου για μηδενικές καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050 έχουν ισχυριστεί ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, μέσω της μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, θα επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη και θα υπονομεύσει την παγκόσμια οικονομία.
Ωστόσο, το κόστος των επενδύσεων στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι σχετικά μικρό, σε σύγκριση με τις πιθανές ζημιές. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το κόστος αναμένεται να ανέρχεται σε 0,2% του ΑΕΠ ετησίως έως το 2050. Η παροχή κλιματικής χρηματοδότησης στον φτωχότερο κόσμο θα ωφελούσε επίσης τις πλούσιες χώρες.
Στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (Irena), που δημοσιεύθηκαν την Τετάρτη, έδειξαν ρεκόρ αύξησης 15% στην παγκόσμια δυναμικότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας πέρυσι. Σχεδόν τα δύο τρίτα αυτής της αύξησης προήλθαν από την Κίνα, τη μεγαλύτερη παραγωγό πράσινης ενέργειας στον κόσμο.
Ο Francesco La Camera, γενικός διευθυντής του Irena, δήλωσε: «Η συνεχής αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που παρατηρούμε κάθε χρόνο αποτελεί απόδειξη ότι οι ανανεώσιμες πηγές είναι οικονομικά βιώσιμες και εύκολα εφαρμόσιμες».
Ωστόσο, οι επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα συνεχίζονται. Το 2023, δημιουργήθηκαν περίπου 1,5 εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας στον παγκόσμιο τομέα καθαρής ενέργειας – αλλά σχεδόν 1 εκατομμύριο θέσεις προστέθηκαν επίσης στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.