Πολιτική: «Εργαλείο» στα χέρια της ακροδεξιάς η παραπληροφόρηση
![Πολιτική: «Εργαλείο» στα χέρια της ακροδεξιάς η παραπληροφόρηση](https://i0.wp.com/www.politica.gr/wp-content/uploads/2025/02/image_for_post1158137.jpg?quality=92&fit=1310%2C900&ssl=1)
Οι ακροδεξιοί έχουν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να διαδώσουν ψευδείς ειδήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από ό,τι οι πολιτικοί των κυρίαρχων ή των ακροαριστερών κομμάτων, αναφέρει μελέτη. Η συγκεκριμένη έρευνα υποστηρίζει ότι η παραπληροφόρηση πλέον ενισχύεται και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής της ριζοσπαστικής δεξιάς.
Η παραπληροφόρηση ως «εργαλείο»
«Οι λαϊκιστές της ριζοσπαστικής δεξιάς χρησιμοποιούν την παραπληροφόρηση ως εργαλείο για να αποσταθεροποιήσουν τις δημοκρατίες και να αποκτήσουν πολιτικό πλεονέκτημα», δήλωσε ο Petter Törnberg του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, συν-συγγραφέας της μελέτης μαζί με την Juliana Chueri του Ελεύθερου Πανεπιστημίου της ολλανδικής πρωτεύουσας.
«Τα ευρήματα υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, τους ερευνητές και το κοινό να κατανοήσουν και να αντιμετωπίσουν την αλληλένδετη δυναμική της παραπληροφόρησης και του ριζοσπαστικού δεξιού λαϊκισμού», πρόσθεσε ο Törnberg.
Η έρευνα βασίζεται σε κάθε tweet που δημοσιεύτηκε μεταξύ 2017 και 2022 από κάθε μέλος του κοινοβουλίου με λογαριασμό στο Twitter (πλέον Χ) σε 26 χώρες: 17 μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, των Κάτω Χωρών και της Σουηδίας, αλλά και του Ηνωμένου Βασιλείου, των ΗΠΑ και της Αυστραλίας, όπως αναφέρει ο Guardian.
Στη συνέχεια, συνέκρινε αυτό το σύνολο δεδομένων – 32 εκατομμύρια tweets από 8.198 βουλευτές – με διεθνείς βάσεις δεδομένων της πολιτικής επιστήμης που περιέχουν λεπτομερείς πληροφορίες για τα εμπλεκόμενα κόμματα, όπως η θέση τους στο φάσμα αριστερά-δεξιά και ο βαθμός λαϊκισμού τους.
Τέλος, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν υπηρεσίες εντοπισμού γεγονότων και ψεύτικων ειδήσεων για να δημιουργήσουν ένα σύνολο δεδομένων με 646.058 διευθύνσεις URL, καθεμία από τις οποίες είχε μια σχετική «βαθμολογία ακριβείας» με βάση την αξιοπιστία της πηγής της – και συνέκριναν τα δεδομένα αυτά με τις 18 εκατομμύρια διευθύνσεις URL που μοιράστηκαν οι βουλευτές.
Συνδυάζοντας όλα τα διαφορετικά σύνολα δεδομένων, οι ερευνητές μπόρεσαν να δημιουργήσουν αυτό που περιέγραψαν ως μια συνολική «βαθμολογία αξιοπιστίας» για κάθε πολιτικό και κάθε κόμμα, με βάση τους συνδέσμους που μοιράστηκαν οι βουλευτές στο Twitter.
Η διάδοση των ψευδών ειδήσεων
Τα δεδομένα έδειξαν, αρκετά ξεκάθαρα, ότι ο ακροδεξιός λαϊκισμός ήταν «ο ισχυρότερος καθοριστικός παράγοντας για την τάση διάδοσης της παραπληροφόρησης». Παράλληλα εξήχθη το συμπέρασμα ότι οι βουλευτές από κεντροδεξιά, κεντροαριστερά και ακροαριστερά λαϊκιστικά κόμματα δεν ακολουθούν την πρακτική της παραπληροφόρησης.
Τα ακροδεξιά λαϊκιστικά κόμματα, όπως η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ο Εθνικός Συναγερμός (RN) στη Γαλλία και το ολλανδικό Κόμμα Ελευθερίας (PVV), έχουν σημειώσει σημαντική άνοδο.
Οι ερευνητές σημείωσαν ότι δεν θα μπορέσουν να επεκτείνουν το σύνολο των δεδομένων τους για τις αναρτήσεις των βουλευτών στο X, επειδή η πλατφόρμα -η οποία ανήκει πλέον στον αμερικανό δισεκατομμυριούχο Έλον Μασκ, ο οποίος δεν έχει κρύψει την υποστήριξή του στα ακροδεξιά κόμματα- δεν προσφέρει πλέον πρόσβαση στα δεδομένα.
Τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης
Η παραπληροφόρηση ήταν λιγότερο χρήσιμη για τους λαϊκιστές της άκρας αριστεράς, οι οποίοι επικεντρώνονται περισσότερο στα οικονομικά παράπονα, αλλά η έμφαση των λαϊκιστών της άκρας δεξιάς στα πολιτιστικά παράπονα και την αντίθεση στους δημοκρατικούς κανόνες ήταν «γόνιμο έδαφος» για την παραπληροφόρηση, δήλωσαν οι ερευνητές.
Η μελέτη υπογράμμισε επίσης τη «σχέση συμβίωσης» μεταξύ των ακροδεξιών λαϊκιστών και των «εναλλακτικών» μέσων ενημέρωσης. «Οι ακροδεξιοί λαϊκιστές ήταν αποτελεσματικοί στη δημιουργία και αξιοποίηση εναλλακτικών μέσων ενημέρωσης που ενισχύουν τις απόψεις τους», δήλωσε ο Törnberg.
Αυτοί οι «χώροι» ενισχύουν την παραπληροφόρηση και διαμορφώνουν τα ακροδεξιά λαϊκιστικά κινήματα, είπε, προωθώντας τα ιδεολογικά τους μηνύματα, δημιουργώντας μια αίσθηση κοινότητας μεταξύ των ψηφοφόρων και παρέχοντας μια αντι-αφήγηση στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης.