Ο Εμανουέλ Μακρόν εξακολουθεί να πληρώνει όλο και ακριβότερα τη διάλυση της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης τον περασμένο Ιούνιο. Ήταν μια αιφνιδιαστική κίνηση που οδήγησε τη Γαλλία σε πρόωρες εκλογές με δύο νικητές (Αριστερά και Ακροδεξιά), αλλά εκείνος διόρισε εν τέλει μια εύθραυστη κυβέρνηση των ηττημένων μετριοπαθών του Κέντρου και της Δεξιάς, μια κυβέρνηση που επιβιώνει χάρη στην ανοχή της Ακροδεξιάς.
Πληρώνει όμως ο Γάλλος πρόεδρος και την όλο και επιδεινούμενη δημοσιονομική κατάσταση της Γαλλίας, η οποία λίγο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού αρχίζει να διαπιστώνει ότι η μεγάλη γιορτή τής κόστισε αρκετά ακριβότερα από το αναμενόμενο εκτροχιάζοντας ακόμα περισσότερο τον προϋπολογισμό, αφού το έλλειμμα εκτινάχθηκε στο 6,1%.
Οι συνέπειες της φθινοπωρινής κατήφειας των Γάλλων πολιτών αποτυπώνονται γλαφυρά στο βαρόμετρο του παρατηρητηρίου πολιτικών εξελίξεων, Elabe. Βάσει της έρευνας που διενήργησε η Elabe για λογαριασμό της εφημερίδας «Les Echos», το Νοέμβριο το ποσοστό των Γάλλων που στηρίζουν τον Εμανουέλ Μακρόν υποχώρησε ακόμα περισσότερο, στο 21%. Έπεσε δηλαδή μία ποσοστιαία μονάδα συγκριτικά με τον Οκτώβριο, ενώ έχει υποχωρήσει κατά 6 μονάδες από τον περασμένο Αύγουστο και βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από την πρώτη εκλογή του Μακρόν στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας το 2017.
Οι συνέπειες της φθινοπωρινής κατήφειας των Γάλλων πολιτών αποτυπώνονται γλαφυρά στο βαρόμετρο του παρατηρητηρίου πολιτικών εξελίξεων, Elabe
Αρνητικός απολογισμός για τον Μακρόν
Ακόμα χειρότερο, σχεδόν τέσσερις στους πέντε Γάλλους πολίτες (73%) δηλώνουν ότι έχουν ελάχιστη ή καθόλου εμπιστοσύνη στον πρόεδρό τους. Ειδικότερα εκείνοι που δηλώνουν ότι δεν τον εμπιστεύονται καθόλου, αυξήθηκαν κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε ένα μήνα και κατά εννέα μονάδες το τελευταίο τρίμηνο και έφθασαν στο 48%, πολύ κοντά στο 51% που είχε φτάσει το ποσοστό απόρριψης του Μακρόν στο αποκορύφωμα της κρίσης των «κίτρινων γιλέκων», στα τέλη του 2018.
«Ακόμα κι αν αποφεύγει κάπως το τελευταίο διάστημα την ενεργό και σε καθημερινή βάση ανάμιξή του στη τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα, η αντιδημοφιλία του Μακρόν συνεχίζει να αυξάνεται. Αυτό οφείλεται στους μετασεισμούς της διάλυσης της Εθνοσυνέλευσης, αλλά και σε άλλους παράγοντες όπως η οικονομική και χρηματοοικονομική κατάσταση της χώρας. Ο μέχρι στιγμής απολογισμός της προεδρικής θητείας του Μακρόν, επτά χρόνια τώρα, κρίνεται αρνητικά από τους πολίτες και γι’ αυτό η αποδοχή του υποχωρεί διαρκώς. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι δύσκολο να δούμε τι θα μπορούσε να του επιτρέψει να ανακάμψει», δήλωσε ο επικεφαλής της Elabe Μπερνάρ Σανανές.
Έλλειμμα ηγεσίας
Η κατρακύλα της αποδοχής που έχει στην κοινή γνώμη της πατρίδας του ο Μακρόν αντανακλά σε ένα βαθμό και το έλλειμμα πειστικής πολιτικής ηγεσίας που θα εμπνεύσει και θα συστρατεύσει, το οποίο αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Σε μια κρίσιμη συγκυρία μάλιστα, κατά την οποία οι χώρες της Δύσης – με πρώτες βέβαια τις ΗΠΑ μετά την επιστροφή Τραμπ – οδεύουν προς πολιτική αναδίπλωση και μιαν άνευ προηγουμένου οικονομική και εμπορική περιχαράκωση, εσωστρέφεια και καχυποψία.
Ο Μακρόν είναι ο ένας εκ των δύο ηγετών από τους οποίους για λόγους οικονομικού μεγέθους και πολιτικής επιρροής της χώρας τους οφείλουν να αναλάβουν τις πρωτοβουλίες που θα κάνουν την Ευρώπη να σταθεί στα πόδια της ενόψει της πολιτικής και οικονομικής απομάκρυνσής της – αν όχι και της ψυχικής αποξένωσης – από τους υπερατλαντικούς συμμάχους της. Ο άλλος είναι ο γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς. Και είναι κι αυτός εξίσου ή και περισσότερο αντιδημοφιλής από το Μακρόν.
Επικεφαλής μιας παραπαίουσας κυβέρνησης μειοψηφίας πλέον, ο Σολτς έχει απολέσει σχεδόν όλο το πολιτικό βάρος και την επιρροή του στην Ευρώπη. Αλλά και πριν ξεσπάσει η κυβερνητική κρίση, το Σεπτέμβριο, η δημοτικότητα του Σολτς είχε καταρρεύσει στο ναδίρ, μόλις στο 18% σύμφωνα με έρευνα της Infratest Dimap.
Για να αντιληφθεί κανείς τα μεγέθη αρκεί να αναλογιστεί ότι ο μέσος όρος της πολιτικής αποδοχής που είχε στη Γερμανία κατά τη μακρά, 16χρονη θητεία της στην Καγκελαρία η Άνγκελα Μέρκελ, ήταν 76%. Το χαμηλότερο επίπεδο στο οποίο είχε πέσει όλα αυτά τα χρόνια το ποσοστό αποδοχής της Μέρκελ ήταν 46% το 2016. Ήταν κατά τη διάρκεια της μεταναστευτικής κρίσης και των πολιτικών υποδοχής προσφύγων που εφάρμοζε.
Πολιτικές προσωπικότητες
Ουδείς «αντικειμενικά επιδραστικός» πολιτικός ηγέτης όμως στην Ευρώπη είναι δημοφιλής. «Αντικειμενικά επιδραστικός» σημαίνει είτε ότι ηγείται μιας μεγάλης χώρας με αδιαμφισβήτητη επιρροή στα διαδραματιζόμενα στην ΕΕ και διεθνώς, όπως είναι οι ηγέτες της Γερμανίας και τις Γαλλίας είτε ότι κατέχει (έστω και δίχως άμεση εκλογή από τους Ευρωπαίους πολίτες) ένα υψηλό αξίωμα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Η ηγέτιδα της τρίτης σε μέγεθος οικονομίας της ΕΕ, η Τζόρτζια Μελόνι, το Σεπτέμβριο είχε μεν ένα ποσοστό αποδοχής 41% στη χώρα της. Αλλά ένα τεράστιο ποσοστό 52% των συμπατριωτών της αποδοκίμαζε την πολιτική της. Ο ισπανός Πέδρο Σάντσες, πρωθυπουργός της τέταρτης μεγαλύτερης ευρωοικονομίας, έχει ποσοστό αποδοχής μόλις 31%.
Αλλά και ο Ντόναλντ Τουσκ, πρωθυπουργός της Πολωνίας που αναλαμβάνει την προεδρία στην ΕΕ τον Ιανουάριο και θα εκπροσωπεί ουσιαστικά, μαζί με την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, την Ένωση στα διεθνή fora το πρώτο κρίσιμο εξάμηνο ανάληψης των προεδρικών καθηκόντων του Τραμπ, έχει ποσοστό αποδοχής μόλις 35%.
Θα παρατηρούσε κανείς ότι δεν είναι τα ποσοστά αποδοχής στις έρευνες της κοινής γνώμης αυτά που κάνουν τους ηγέτες. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Οι ηγετικές ικανότητες ενός πολιτικού, η αξιοπιστία και η πειθώ που διαθέτει είναι τα χαρακτηριστικά που αυξάνουν το πολιτικό του εκτόπισμα, την επιδραστικότητα και το κύρος του και τον κάνουν δημοφιλή. Συνήθως όμως οι καπετάνιοι δοκιμάζουν τις δεξιότητές τους πρώτα στις μικρές θάλασσες, και αν φανεί ότι τα καταφέρουν καλά, ξανοίγονται στα πέλαγα.
Από την άλλη υπάρχει και η γνωστή ρήση «ουδείς προφήτης στον τόπο του». Να ελπίσει άραγε κανείς ότι θα βρεθεί κάποιος Ευρωπαίος ηγέτης που ενώ πασχίζει και αγωνιά για να κρατηθεί πάνω από τα ταραγμένα νερά του τόπου του, θα βγει μπροστά και θα τα βγάλει πέρα στις μεγάλες φουρτούνες που, όπως όλα δείχνουν, θα φέρει η συγκυρία για την Ευρώπη;
Πηγή: ΟΤ