Μέση Ανατολή: Το μεγάλο παιχνίδι πίσω από τις συγκρούσεις και η εμπλοκή της Ελλάδας
Εν μέσω της οξυμένης αντιπαλότητας ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, ή τη Ρωσία και τη συλλογική Δύση, εξελίσσεται ένας πιο πολύπλοκος ανταγωνισμός που σχετίζεται με τους εμπορικούς δρόμους σ’ ολόκληρη την Ευρασία (φωτογραφία του Reuters, επάνω, από την κατεστραμμένη Λωρίδα της Γάζας).
Οι περισσότερες από τις νέες πρωτοβουλίες συνδεσιμότητας διαπερνούν τη Μέση Ανατολή, η οποία, αν και πάντοτε σημαντική στις διεθνείς υποθέσεις, έχει πλέον αποκτήσει πιο κεντρικό ρόλο εν μέσω της μεταβαλλόμενης παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων.
Οι χώρες της Μέσης Ανατολής στοχεύουν ν’ αποκτήσουν κομβικό ρόλο στην ευρασιατική συνδεσιμότητα
Από το Ιράν έως την Τουρκία, το Ιράκ και το Ισραήλ, όλοι οι κύριοι περιφερειακοί παράγοντες μαζί με μεγαλύτερες δυνάμεις στην Ευρασία ανταγωνίζονται για γρήγορη και αποτελεσματική υλοποίηση των νέων εμπορικών διαδρόμων.
Αντηχώντας τους αρχαίους και μεσαιωνικούς δρόμους του μεταξιού, ορισμένες από τις σύγχρονες πρωτοβουλίες είναι παρόμοιες λόγω γεωγραφίας και άλλες εντελώς νέες. Το μοτίβο, ωστόσο, παραμένει το ίδιο: η Μέση Ανατολή διατηρεί τη θέση της ως συνδετικός χώρος μεταξύ Ινδίας – Κίνας και της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Μέσα σ’ αυτό το οικονομικό και γεωγραφικό πλαίσιο, οι μεσανατολικές χώρες επιχειρούν να ελιχθούν στην παγκόσμια σκηνή, στοχεύοντας ν’ αποκτήσουν κομβικό ρόλο στην αλλαγή της ευρασιατικής συνδεσιμότητας.
Ο διάδρομος Βορρά – Νότου
Ο πιο σημαντικός και δυνητικά μεγαλύτερος εμπορικός δρόμος σχετίζεται με τις προσπάθειες της Ρωσίας και του Ιράν ν’ αναπτύξουν τον Διεθνή Διάδρομο Μεταφορών Βορρά – Νότου (INSTC).
Γεννημένη ως ιδέα στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Ρωσία, η Ινδία και το Ιράν είδαν το έργο μήκους 7.200 χιλιομέτρων που συνδέει τις τρεις χώρες ως μια νέα συνδεσιμότητα, η οποία, παρά τις προκλήσεις, θ’ αναδιαμορφώσει τις ευρασιατικές μεταφορές και συνεπώς το γεωπολιτικό τοπίο.
Από γεωπολιτική άποψη, τα πλεονεκτήματα του INSTC είναι εμφανή. Πρόκειται να μειώσει τον χρόνο παράδοσης των αγαθών από την Ινδία στην Ευρώπη και ενδεχομένως από το Ιράν στην Ευρώπη, εάν και όταν λήξει το καθεστώς κυρώσεων που του έχει επιβληθεί.
Ο INSTC μπορεί να συνδέσει τα λιμάνια του Αραβικού Κόλπου και της Ινδίας με τη Ρωσία, ένα όραμα που αιχμαλώτισε τη ρωσική φαντασία τον 19ο αιώνα κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής επέκτασής της προς τα νότια.
Πρόσβαση σε ζεστά νερά
Η πρόσβαση σε λιμάνια με ζεστά νερά ωφελεί τόσο τη Ρωσία όσο και την Ινδία, παρέχοντας μια εναλλακτική λύση στις μεγάλες θαλάσσιες διαδρομές για το εμπόριο μέσω της Ερυθράς Θάλασσας.
Ο κύριος παράγοντας που ωθεί την επέκταση του INSTC είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος ξεκίνησε με την εισβολή της Ρωσίας το 2022. Οι δυτικές κυρώσεις την ανάγκασαν ν’ αναζητήσει εναλλακτικούς δρόμους προς τις παγκόσμιες αγορές, όπως η Ινδία, και κυρίως τα κράτη του Κόλπου.
Τον Σεπτέμβριο του 2022, το Ιράν, η Ρωσία και το Αζερμπαϊτζάν υπέγραψαν μια δήλωση σχετικά με τον INSTC, τονίζοντας τη σημασία του έργου. Ακολούθησε υπογραφή μνημονίου μεταξύ των τελωνειακών αρχών τους για τη διευκόλυνση της διαμετακομιστικής κυκλοφορίας.
Τον Μάιο του 2023, η Ινδία και το Ιράν κατέληξαν σε μια 10ετή συμφωνία για την ανάπτυξη και λειτουργία του λιμανιού Τσαμπαχάρ της Ισλαμικής Δημοκρατίας, η οποία θα επέτρεπε στην Ινδία να συνδεθεί με τη Ρωσία και την Κεντρική Ασία/Αφγανιστάν μέσω του INSTC.
Ο εμπορικός δρόμος Ινδίας – Ευρώπης
Ενας άλλος σημαντικός εμπορικός δρόμος που διαμορφώνεται στη Μέση Ανατολή είναι ο Οικονομικός Διάδρομος Ινδίας- Μέσης Ανατολής – Ευρώπης (IMEC).
Η πρωτοβουλία στοχεύει σε μια απρόσκοπτη συγκοινωνιακή και οικονομική σύνδεση μεταξύ της Νότιας Ασίας και της Ευρώπης, που θα διέρχεται από τη Μέση Ανατολή. Ο IMEC, που προτάθηκε κατά τη σύνοδο κορυφής της G20 το 2023 στο Νέο Δελχί, συγκεντρώνει σημαντικούς παράγοντες όπως τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και την ΕΕ.
Τον Σεπτέμβριο του 2023, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι ο διάδρομος θα έχει δύο κλάδους: ένας που θα συνδέει την Ινδία με τον Αραβικό Κόλπο και ένας άλλος που θα συνδέει τον Κόλπο με την Ευρώπη.
Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ένα σιδηροδρομικό δίκτυο που θα μπορούσε να προσφέρει μια πιο αποτελεσματική εναλλακτική λύση στις υπάρχουσες θαλάσσιες και οδικές διαδρομές, διευκολύνοντας την ομαλότερη διέλευση αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των εμπλεκόμενων εθνών.
Κρίσιμες υποδομές
Το έργο υπόσχεται οφέλη όπως αποδοτικότητα κόστους και χρόνου, δημιουργία θέσεων εργασίας και αυξημένη χωρητικότητα διαμετακομιστικών διαδρόμων. Επιπλέον, θα διαθέτει κρίσιμες υποδομές για καλώδια και αγωγούς καθώς και τη μεταφορά πράσινου υδρογόνου μεταξύ Νότιας Ασίας και Ευρώπης.
Ορισμένες πτυχές του έργου IMEC βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Για παράδειγμα, ένα έργο καλωδίων οπτικών ινών, που αποκαλύφθηκε τον Φεβρουάριο του 2023 από το Ισραήλ, στοχεύει να συνδέσει την Ινδία με την Ευρώπη, διασχίζοντας τη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ.
Το ευρύτερο πλαίσιο τοποθετεί τον IMEC, υπό την ομπρέλα της Σύμπραξης για Παγκόσμιες Υποδομές και Επενδύσεις (PGII) της G7, ως ανταγωνιστικό της Πρωτοβουλίας Belt and Road (BRI) της Κίνας.
Η πρωτοβουλία IMEC ακολούθησε τη δέσμευση των ηγετών της G7 το 2022 να κινητοποιήσουν 600 δισεκατομμύρια δολάρια για την αντιμετώπιση του BRI. Η χρονική στιγμή της ανακοίνωσής του, λίγο πριν την τρίτη διάσκεψη για τον BRI στην Κίνα, ενίσχυσε περαιτέρω την εκτίμηση ότι στρέφεται εναντίον του.
Διαφορετικές προσδοκίες
Ωστόσο, οι προσδοκίες στη Μέση Ανατολή διαφέρουν. Για τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ο IMEC συνδέεται περισσότερο με την οικονομική ανάπτυξή τους και την ανάπτυξη των υποδομών τους παρά με την αντιμετώπιση της Κίνας.
Ο στόχος της Σαουδικής Αραβίας ευθυγραμμίζεται με τη στρατηγική οικονομικής διαφοροποίησης του Οράματος 2030 (Vision 2030), ενώ τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θεωρούν ότι είναι μια ευκαιρία να ενισχύσουν την παγκόσμια θέση τους και να προσελκύσουν επενδύσεις.
Και οι δύο χώρες βλέπουν τον νέο διάδρομο ως μια ευκαιρία να υψώσουν περαιτέρω το παγκόσμιο ανάστημά τους εν μέσω της κλιμακούμενης αντιπαλότητας ΗΠΑ – Κίνας. Ετσι, για τις χώρες του Κόλπου, ο IMEC εντάσσεται στην ευρύτερη στρατηγική τους να τοποθετηθούν σ’ έναν αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο.
Οι πρόσφατες προσπάθειές τους να ενταχθούν στους BRICS υπογραμμίζουν το όραμά τους για μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων στην οποία οι μεσαίες δυνάμεις έχουν μεγαλύτερη ευελιξία και διεκδικούνται από τις μεγάλες δυνάμεις.
Εκτιμούν ότι αυτό το έργο ενισχύει τις εξελισσόμενες πολυδιανυσματικές εξωτερικές πολιτικές τους. Αυτό εξηγεί γιατί οι προσπάθειες της συλλογικής Δύσης να πιέσει τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να θεωρήσουν τον IMEC ως αντίθετο στον BRI ήταν αναποτελεσματικές.
Οι στοχεύσεις της Ινδίας
Η Ινδία μοιράζεται παρόμοιες στοχεύσεις. Ενώ η αντιμετώπιση των πρωτοβουλιών της Κίνας στη γειτονιά της είναι ένα κρίσιμο κίνητρο, η προσέγγιση του Νέου Δελχί καθοδηγείται περισσότερο από την αυξανόμενη εξάρτησή του από το πετρέλαιο του Κόλπου και τη σημαντική ανάπτυξη του διμερούς εμπορίου.
Επιπλέον, η υιοθέτηση του IMEC δεν αποκλείει τη συμμετοχή σε άλλα μεγάλα έργα. Τόσο οι χώρες του Κόλπου όσο και η Ινδία συνεργάζονται ενεργά με τη Ρωσία στον INSTC.
Η άνθηση του εμπορίου μεταξύ αυτών των εθνών και της Ρωσίας, μετά την επίθεση στην Ουκρανία, δείχνει ότι οι χώρες του Κόλπου δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν την εκκολαπτόμενη πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική τους, αλλά θα τη διαφοροποιήσουν περαιτέρω.
Ενα άλλο κίνητρο πίσω από το έργο σχετίζεται με την αναζήτηση από την Ινδία καλύτερων διαδρομών προς την αγορά της ΕΕ. Το διμερές εμπόριο έχει αυξηθεί και οι συζητήσεις για συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών βρίσκονται σε εξέλιξη.
Η αυξανόμενη συμμετοχή της ΕΕ στην περιοχή του Κόλπου προσθέτει ένα ακόμη επίστρωμα κινήτρων για τον νέο διάδρομο. Επιπλέον, οι επισφαλείς συνθήκες στην Ερυθρά Θάλασσα, παρόλο που αναδύθηκαν μόλις στις αρχές του 2024, συνεχίζουν να υπενθυμίζουν την ανάγκη διαφοροποίησης των εμπορικών οδών.
Ο πόλεμος στη Γάζα
Υπάρχουν, επίσης, διαφορετικά οράματα μεταξύ των μεγάλων ευρασιατικών παραγόντων. Η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν έχουν τα δικά τους σχέδια συνδεσιμότητας στη Μέση Ανατολή, ενώ η διπλωματική δυναμική μεταξύ των ΗΠΑ, του Ισραήλ, της Σαουδικής Αραβίας και των χωρών του Κόλπου παραμένει απρόβλεπτη.
Δεν είναι ακόμη σαφές πώς ή αν η πρωτοβουλία IMEC θα μπορούσε να βελτιώσει τους δεσμούς Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας καθώς ο πόλεμος στη Γάζα αμφισβήτησε τις προοπτικές τους.
Σ’ επίσημο επίπεδο, η πραγματική πρόοδος στον IMEC θα ήταν δυνατή μόνο εάν το Ισραήλ εκπλήρωνε τις απαιτήσεις που ανακοίνωσε η Σαουδική Αραβία, μεγάλο μέρος των οποίων αφορά στη λύση δύο κρατών στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση.
Ωστόσο, η Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες του Αραβικού Κόλπου ενδέχεται, επίσης, να συνεργαστούν έμμεσα για την ανάπτυξη του IMEC με το Ισραήλ. Ο πόλεμος στη Γάζα παραμένει ένα σημαντικό εμπόδιο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι οριστικό.
Ο «νέος Ψυχρός Πόλεμος»
Ενα άλλο ζήτημα είναι ότι, αν και ο προβλεπόμενος διάδρομος υπογραμμίζει τη μακροβιότητα των αρχαίων εμπορικών οδών που συνδέουν τη Νότια Ασία με τη Μεσόγειο, καμία σημαντική οδός δεν διέσχισε ποτέ την Αραβική Χερσόνησο από ανατολή προς δύση.
Αντίθετα, οι εμπορικοί δρόμοι μέσω της Μεσοποταμίας και της Ερυθράς Θάλασσας ήταν πιο ελκυστικοί για χιλιετίες, είτε κατά τη Ρωμαϊκή/Βυζαντινή εποχή είτε κατά την παγκόσμια μογγολική αυτοκρατορία, η οποία κάλυπτε μεγάλο μέρος της ευρασιατικής ηπείρου.
Η ανάλυση του διαδρόμου Ασίας – Μέσης Ανατολής – Ευρώπης απαιτεί την εξέταση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων εν μέσω του λεγόμενου «νέου Ψυχρού Πολέμου» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας.
Η υποστήριξη της κυβέρνησης Μπάιντεν προς τον IMEC προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τις προσπάθειές της να καθησυχάσει τους συμμάχους και τους εταίρους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή σχετικά με τη δέσμευση της Ουάσιγκτον στην περιοχή, ενώ προσφέρει μια εναλλακτική λύση στην Πρωτοβουλία Belt and Road της Κίνας (BRI), η οποία αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά από τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ μια δεκαετία νωρίτερα, με την αρχική ονομασία «Μία ζώνη, ένας δρόμος».
Ο μεγαλεπήβολος στόχος του Πεκίνου
Ο BRI αποτελεί τον μεγαλεπήβολο στόχο του Πεκίνου να διασυνδέσει την Ασία, την Αφρική, την Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, τοποθετώντας την Κίνα ως το κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας στον 21ο αιώνα.
Τα αραβικά κράτη του Κόλπου διαδραματίζουν κεντρικούς ρόλους στο όραμα του BRI, δεδομένων ιδίως των συνεργειών του Οράματος 2030 της Σαουδικής Αραβίας (και των προγραμμάτων οικονομικής διαφοροποίησης των οικονομιών από τα ορυκτά καύσιμα άλλων μελών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου – ΣΣΚ) και της κινεζικής πρωτοβουλίας.
Οι βαθύτερες σχέσεις του Πεκίνου με ιστορικά ευθυγραμμισμένα με τη Δύση αραβικά κράτη και το Ισραήλ έχουν εγείρει ανησυχίες στην Ουάσιγκτον, ωθώντας την σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης της διευρυνόμενης γεωοικονομικής επιρροής της Κίνας στη Μέση Ανατολή.
Η ιδέα των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων τεχνολογικά προηγμένων χωρών να συνεργάζονται για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του BRI με εναλλακτικούς διαδρόμους και μικρότερα διαπεριφερειακά πλαίσια δεν είναι νέα. Το 2021, δημιουργήθηκε η Ομάδα I2U2.
Αποτελούμενη από τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, τα ΗΑΕ και την Ινδία, σκοπός της ήταν να ενισχύσει τη συνεργασία σε πολλούς τομείς (ενέργεια, νερό, επισιτιστική ασφάλεια, μεταφορές, υγεία και διάστημα) με κεφάλαια του ιδιωτικού τομέα. Ο IMEC επιδιώκει να βασιστεί στην Ομάδα I2U2 και να επιδιώξει ένα πολύ πιο φιλόδοξο σύνολο στόχων.
«Μια πράσινη και ψηφιακή γέφυρα»
Οπως δήλωσε ο ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι, αυτός ο διηπειρωτικός διάδρομος δεν θα κάνει τίποτα λιγότερο από το να «δώσει ώθηση στη βιώσιμη ανάπτυξη για ολόκληρο τον κόσμο».
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν χαιρέτισε το δίκτυο διαμετακόμισης από «πλοίο σε σιδηρόδρομο» ως «μια πράσινη και ψηφιακή γέφυρα μεταξύ ηπείρων και πολιτισμών».
Σύμφωνα με τα λόγια του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο IMEC θα είναι το «μεγαλύτερο έργο συνεργασίας στην ιστορία μας». Ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει ν’ αναγνωρίσουν ότι τα μέλη του ΣΣΚ δεν βλέπουν την πολυπολικότητα όπως η Ουάσιγκτον.
Στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, ο διχασμός Ανατολής – Δύσης και Παγκόσμιου Βορρά – Παγκόσμιου Νότου έχει επιταχυνθεί στη διεθνή σκηνή, εντείνοντας την πίεση στ’ αραβικά κράτη του Κόλπου να «διαλέξουν πλευρά».
Γεωπολιτική επιρροή και πολυπολικότητα
Εντούτοις, τα μέλη του ΣΣΚ επέλεξαν ν’ ασκούν όλο και πιο ανεξάρτητες και πολύπλευρες εξωτερικές πολιτικές που βασίζονται στους βαθιούς δεσμούς τους με χώρες σ’ όλον τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κίνας και της Ρωσίας.
Για τα αραβικά κράτη του Κόλπου, αυτή η προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική είναι λογική καθώς τους παρέχει μεγαλύτερη αυτονομία και επιρροή στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Συνεργαζόμενα με όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι εχθροί και αντίπαλοι μεταξύ τους, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία και άλλα κράτη στο ΣΣΚ μπορούν να μεγιστοποιήσουν τη γεωπολιτική τους επιρροή σε πολλά επίπεδα.
Ως εκ τούτου, με διαφορετικά γεωπολιτικά συμφέροντα και προοπτικές για την πολυπολικότητα, κάθε χώρα θ’ αντιλαμβάνεται στην πορεία τον IMEC με διαφορετικό τρόπο.
Ενώ η Ουάσιγκτον θα τον βλέπει μέσα από το πρίσμα ανάσχεσης της γεωοικονομικής ανόδου της Κίνας στη Μέση Ανατολή, φέρνοντας τα κράτη του ΣΣΚ πιο κοντά στην τροχιά της Δύσης, αξιωματούχοι στο Αμπού Ντάμπι και το Ριάντ θα τον βλέπουν ως μέσο για περαιτέρω εξισορρόπηση των δικτύων τους στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική μ’ εκείνα στην Κίνα και σ’ άλλες χώρες της Ανατολής και του Παγκόσμιου Νότου.
Γέφυρες
Αντί να υποστηρίζουν τις προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών ν’ απωθήσουν τον BRI του Πεκίνου, τα Εμιράτα και οι Σαουδάραβες θα τον προσεγγίζουν με την πρόθεση να εδραιωθούν περαιτέρω ως γέφυρες μεταξύ της Δύσης, της Ανατολής και του Παγκόσμιου Νότου.
Με απλά λόγια, ο IMEC είναι απλώς η τελευταία ευκαιρία για τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία να καταστούν όλο και πιο σημαντικοί κόμβοι διαπεριφερειακής συνδεσιμότητας, κάτι που θα βοηθήσει τα σχέδιά τους για μεγαλύτερη οικονομική διαφοροποίηση πέρα από τους υδρογονάνθρακες.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο τα κράτη του ΣΣΚ, τα οποία στην πορεία υλοποίησης του IMEC θ’ απορρίψουν αυτήν τη σκέψη «με τη Δύση ή την Ανατολή». Η Ελλάδα, κράτος μέλος του ΝΑΤΟ, μπορεί να βρεθεί στην ίδια μ’ αυτά θέση, θεωρώντας τον IMEC ως μέσο για την επέκταση του ρόλου της στη διασυνδεσιμότητα του εικοστού πρώτου αιώνα, εκτιμούν διεθνές αναλυτές.
Και εξηγούν ότι ο κύριος ευρωπαϊκός κόμβος του IMEC είναι το λιμάνι του Πειραιά, κεντρικό λιμάνι της Αθήνας. Η κινεζική κρατική εταιρεία China Ocean Shipping Company (COSCO) αποτελεί τον κύριο μέτοχο σ’ αυτό το ελληνικό λιμάνι που βρίσκεται στον Σαρωνικό Κόλπο, και λειτουργεί επίσης ως βασική πύλη εισόδου στην Ευρώπη για τον BRI.
Από τη σκοπιά του Αμπού Ντάμπι και του Ριάντ, οι κυρίαρχες παγκόσμιες δυνάμεις – ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία – δεν είναι οι μόνες στη διαμόρφωση της γεωπολιτικής και οικονομικής ισορροπίας του κόσμου. Οι «μεσαίες δυνάμεις» όπως τα ΗΑΕ και η Σαουδική Αραβία επηρεάζουν επίσης τη διεθνή τάξη.
«Ευχαριστώ, ευχαριστώ, ευχαριστώ»
Οι αποσταθεροποιητικές συνέπειες του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας έγιναν αισθητές σε πολλές ηπείρους – από τα ενεργειακά διλήμματα της Ευρώπης έως την επιδείνωση της επισιτιστικής ανασφάλειας στις αφρικανικές και αραβικές χώρες – και επέτρεψαν στη Σαουδική Αραβία και σε άλλα κράτη του ΣΣΚ ν’ αξιοποιήσουν τους πόρους και τη γεωγραφία τους για να ενισχύσουν τους ρόλους τους ως βασικοί εταίροι ανάμεσα στις χώρες του Παγκόσμιου Βορρά και του Παγκόσμιου Νότου.
Τα λόγια ευγνωμοσύνης του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν προς τον ομόλογό του των Εμιράτων κατά την εκδήλωση στην Ινδία για τα αποκαλυπτήρια του IMEC, τον Σεπτέμβριο, κατέδειξαν αυτήν ακριβώς την προοπτική. «Ευχαριστώ, ευχαριστώ, ευχαριστώ», είπε ο Μπάιντεν στον πρόεδρο των ΗΑΕ Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ, «Δεν νομίζω ότι θα ήμασταν εδώ χωρίς εσάς».
Τα κίνητρα του αμερικανού προέδρου για επίσκεψη στην Τζέντα τον Ιούλιο του 2022 και η εγκατάλειψη της προεκλογικής του υπόσχεσης ν’ αντιμετωπίσει τη Σαουδική Αραβία ως «παρία», υπογραμμίζουν επίσης την εκτίμηση του Λευκού Οίκου ότι το βασίλειο είναι πολύ σημαντικό για να περιθωριοποιηθεί, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος των παγκόσμιων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Δύση.
Οι εντάσεις Κίνας – Ινδίας
Οι εντάσεις μεταξύ Ινδίας και Κίνας διαμορφώνουν, επιπροσθέτως, ορισμένες γεωπολιτικές δυναμικές που σχετίζονται με τα κίνητρα του Νέου Δελχί να συμμετάσχει σ’ αυτόν τον διηπειρωτικό διάδρομο.
Καθώς οι σχέσεις μεταξύ τους φτάνουν στο ναδίρ λόγω της συνοριακής τους διαμάχης, αυτοί οι δύο ασιατικοί γίγαντες αγωνίζονται για επιρροή, με το Νέο Δελχί να καταβάλλει προσπάθειες για ν’ αντιμετωπίσει την επιρροή της Κίνας σε χώρες των Ιμαλαΐων και της Νότιας Ασίας.
Ενώ ο ανταγωνισμός μεταξύ τους θερμαίνεται, τα νησιωτικά κράτη του Ινδικού Ωκεανού, όπως οι Μαλδίβες και η Σρι Λάνκα, καταφέρνουν να εκμεταλλευτούν αυτήν την εντεινόμενη διαμάχη προς όφελός τους. Το ίδιο θα πράξουν και τα μέλη του ΣΣΚ.
Από το 2017, η Ινδία και το Ισραήλ έχουν γίνει «στρατηγικοί εταίροι», που συνεργάζονται σε τεχνολογικά, στρατιωτικά και γεωργικά προγράμματα. Πέρυσι, ο ινδικός όμιλος Adani Group απέκτησε το 70% του λιμανιού της Χάιφα σε μια συμφωνία που διευθετήθηκε για να προσελκύσει την Ινδία στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη και να βοηθήσει το Ισραήλ να ενσωματωθεί βαθύτερα στην περιοχή και την Απω Ανατολή.
Εάν ο IMEC υλοποιηθεί, θα μπορούσε να ενισχύσει τον ρόλο της Χάιφα ως εμπορικού κόμβου στην ανατολική Μεσόγειο, μια στρατηγική περιοχή στην οποία το Νέο Δελχί επιχειρεί άνοιγμα.
Η επίσκεψη Μόντι στην Αθήνα
Στον συνεχιζόμενο πόλεμο της Γάζας, η Ινδία παίρνει σαφώς την πλευρά του Ισραήλ, από το οποίο, εκτός των άλλων, αγοράζει εξοπλισμό αξίας περίπου 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων κάθε χρόνο, που αποτελεί πάνω από το 30% των συνολικών ισραηλινών εξαγωγών όπλων.
Ο ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι επισκέφθηκε την Αθήνα λίγο πριν τη σύνοδο κορυφής της G20. Μετά το ταξίδι, η Ινδία προσκλήθηκε να συμμετάσχει σε μια εταιρική σχέση με την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ με στόχο τη σφυρηλάτηση στενότερων ενεργειακών δεσμών.
Εάν ο IMEC υλοποιηθεί, η υπάρχουσα διαδρομή που χρησιμοποιείται για το εμπόριο προϊόντων μεταξύ Ινδίας και Ευρώπης θα συντομευτεί κατά περίπου 40%. Ολα αυτά ακούγονται σαν μουσική στ’ αυτιά της Ουάσιγκτον καθώς αυξάνονται οι δεσμοί της Ινδίας με τη Δύση εν μέσω των εντάσεων με την Κίνα.
Ο David Satterfield, πρώην αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που εργάστηκε για τη Μέση Ανατολή, λέει ότι ο IMEC αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου οράματος της Ουάσιγκτον για ν΄ αποτρέψει το Πεκίνο από τους τομείς των κατασκευών και του εμπορίου .
«Διαγράφει τους Παλαιστίνιους»
«Ο IMEC έχει σχεδιαστεί ώστε η Ινδία να καταστεί ένα κρίσιμο σημείο ανεφοδιασμού για τη Δύση, σ’ αντίθεση με την Κίνα», δηλώνει στο Middle East Eye. «Η Ινδία διαθέτει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται γι’ αυτόν τον σκοπό: τον μεγαλύτερο πληθυσμό στον κόσμο, φθηνό κόστος εργασίας και τεχνολογία», εξηγεί.
Ο Sachin Chaturvedi, γενικός διευθυντής του Συστήματος Ερευνας και Πληροφοριών για τις Αναπτυσσόμενες Χώρες (RIS), περιγράφει το έργο ως σημαντικό για την Ινδία, καθώς της παρέχει οικονομική πρόσβαση σ’ όλες τις χώρες εταίρους που εμπλέκονται στον IMEC.
Ομως, σε συνδυασμό με τις επιφυλάξεις των οικονομολόγων και των τεχνοκρατών, λιγότερα έχουν ειπωθεί για το πώς αυτές οι εξελίξεις θα επηρεάσουν σοβαρά τον παλαιστινιακό στόχο της αυτοδιάθεσης.
Ενώ οι Συμφωνίες του Αβραάμ διαμόρφωσαν το πολιτικό περιβάλλον για να προωθηθεί η ισραηλινή ομαλοποίηση με μεγάλο μέρος του αραβικού κόσμου, η ομάδα I2U2 και ο διάδρομος IMEC δεν έχουν αντιμετωπίσει το ζήτημα ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Μελετητές όπως ο Sharri Plonski, από το Queen Mary University, παρομοιάζουν την αγορά του λιμανιού της Χάιφα με την «υπεράκτια επιχείρηση του Ισραήλ» η οποία διαγράφει τους Παλαιστινίους υπό το πρόσχημα του εμπορίου, της τιτλοποίησης και της μετατόπισης των αλυσίδων εφοδιασμού.
Η εναλλακτική του Ερντογάν
Ενώ δεν έχουν μπει τα θεμέλιά του, το έργο έχει ήδη αρχίσει να ενοχλεί άλλες περιφερειακές δυνάμεις που θεωρούν τους εαυτούς τους ως φυσικές γέφυρες μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Δεν είναι περίεργο που ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αντιτάχθηκε στον IMEC και πρότεινε τη δική του εκδοχή, με την Τουρκία να παίζει σημαντικό ρόλο στη διαδρομή από τον Κόλπο μέσω του Ιράκ — το όραμα που είναι περισσότερο ευθυγραμμισμένο με τους παραδοσιακούς Δρόμους του Μεταξιού.
Ο Ερντογάν δήλωσε ότι «Δεν μπορεί να υπάρξει διάδρομος χωρίς την Τουρκία». Κι εδώ έρχεται να προστεθεί μια τρίτη κρίσιμη πρωτοβουλία στον Δρόμο του Μεταξιού: ο Δρόμος Ανάπτυξης, ο οποίος εκτείνεται από την Τουρκία στον Αραβικό Κόλπο μέσω του ιρακινού εδάφους.
Σχεδιασμένο τη δεκαετία του 1980, το έργο έλαβε εκ νέου ώθηση από το Ιράκ και, κυρίως, από την Τουρκία, η οποία ανησυχεί για τον αποκλεισμό της από τον IMEC.
Στις 22 Απριλίου, ο τούρκος πρόεδρος πραγματοποίησε την πρώτη του επίσκεψη στο Ιράκ εδώ και 13 χρόνια, και μια από τις σημαντικότερες συμφωνίες που υπέγραψε αφορούσε τον Δρόμο Ανάπτυξης, ένα τεράστιο πρόγραμμα 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Υψηλό διακύβευμα για την Αγκυρα
Μαζί με το Ιράκ και την Τουρκία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κατάρ υπέγραψαν επίσης τη συμφωνία, αναζητώντας εναλλακτικές οδούς για το εμπόριο προς τη λεκάνη της Μεσογείου και την ΕΕ.
Για την Αγκυρα, το διακύβευμα είναι υψηλό καθώς επιδιώκει να μετριάσει τον αποκλεισμό της από το έργο του διαδρόμου που αναπτύχθηκε από τις δυτικές δυνάμεις, τις χώρες του Κόλπου και την Ινδία.
Μετά την ανακοίνωση του IMEC, η Τουρκία εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της για τον αποκλεισμό της και πρότεινε τη διαδρομή διαμετακόμισης μήκους 1.200 χιλιομέτρων μέσω του Ιράκ. Αυτή ευθυγραμμίζεται με τη φιλοδοξία της Αγκυρας να καταστεί εμπορικός και διαμετακομιστικός κόμβος Δύσης – Ανατολής και Βορρά – Νότου.
Το διακύβευμα είναι επίσης υψηλό για το Ιράκ, το οποίο βλέπει τον Δρόμο Ανάπτυξης ως έναν τρόπο διαφοροποίησης της εξαρτώμενης από το πετρέλαιο οικονομίας του, καθώς περίπου το 93% των εσόδων προέρχεται από τον πετρελαϊκό τομέα.
Η διαδρομή θεωρείται ως μια ευκαιρία για την ανάπτυξη μιας νέας οικονομίας επικεντρωμένης σε πιο πράσινη ενέργεια και νέες υποδομές, όπως δρόμοι, σιδηρόδρομοι και οικισμοί σε ερημικές περιοχές.
Ο Δρόμος Ανάπτυξης αποτελεί μια μακροχρόνια φιλοδοξία του Ιράκ, που αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1980 με την ονομασία Ξηρό Κανάλι. Λόγω δυσμενών γεωπολιτικών συνθηκών, η πραγματοποίησή του αναβλήθηκε πολλές φορές.
Το κουρδικό αγκάθι
Τώρα, με την ισχυρή υποστήριξη της Τουρκίας, τις αβεβαιότητες γύρω από τον IMEC και την αστάθεια στην Ερυθρά Θάλασσα, ο Δρόμος Ανάπτυξης μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό, αν όχι κορυφαίο, ρόλο ως βιώσιμος εμπορικός δρόμος μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.
Στην τρέχουσα εποχή της αναδιαμόρφωσης των εμπορικών οδών στην Ευρασία, όπου η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν και τα αραβικά κράτη προωθούν νέα έργα συνδεσιμότητας, το Ιράκ και η Τουρκία επιδιώκουν επίσης να διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο στη σύνδεση του Ινδικού Ωκεανού με την ΕΕ.
Το έργο αντικατοπτρίζει και τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες του Ιράκ ν’ αναβαθμίσει το καθεστώς του ως σημαντικού περιφερειακού παράγοντα.
Ωστόσο, πολλά σημαντικά ζητήματα δυσχεραίνουν τον σύγχρονο Δρόμο Ανάπτυξης. Το ένα είναι η ασταθής κατάσταση στα σύνορα Ιράκ – Τουρκίας, όπου η Αγκυρα ανησυχεί για το PKK, το οποίο έχει επιτεθεί σε συνοριακές υποδομές.
Η πρόκληση του Ιράν
Μια άλλη πρόκληση είναι το Ιράν, το οποίο έχει σημαντική επιρροή στο Ιράκ και τις δικές του φιλοδοξίες να καταστεί σημαντικός εμπορικός και διαμετακομιστικός κόμβος μέσω του INSTC. Η Τεχεράνη ασκεί επίσης επιρροή σ’ ένοπλες ομάδες στο Ιράκ, γεγονός που θα μπορούσε να περιπλέξει την υλοποίηση του Δρόμου Ανάπτυξης.
Επιπλέον, η γεωγραφία δεν ευνοεί πλήρως το Ιράκ καθώς η επιτυχία του έργου εξαρτάται από την κατάσταση στα στενά του Ορμούζ.
Εάν κλείσουν, θα δώσουν τη χαριστική βολή στο διηπειρωτικό εμπόριο μέσω του Δρόμου Ανάπτυξης. Επιπλέον, η ακτή του Ιράκ στον Αραβικό Κόλπο θεωρείται πολύ στενή για ν’ αναπτυχθεί αποτελεσματικά αυτός ο τεράστιος διάδρομος.
Η συνεργασία Τουρκίας – Κίνας
Η Κίνα και η Τουρκία, επίσης, συνεργάζονται μεταξύ τους διπλωματικά για μεγάλο χρονικό διάστημα και από το 2010 η τροχιά των διμερών σχέσεων έχει φτάσει στο επίπεδο της «στρατηγικής συνεργασίας».
Η Τουρκία, ως περιφερειακή (στρατιωτική) δύναμη με σταθερή οικονομία, φαίνεται να έχει προσεγγίσει τον BRI με ορθολογικούς όρους.
Διαπιστώνοντας εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα τα προηγούμενα χρόνια, η τουρκική κυβέρνηση έχει ήδη επισπεύσει τις εξαγωγές της στην κινεζική αγορά, με αποτέλεσμα το 2019 ν’ αυξηθούν σταδιακά.
Για να επεκτείνει περαιτέρω τη βάση των εξαγωγών της, να διασφαλίσει τον ενεργειακό εφοδιασμό και την πρόσβαση στις διαπεριφερειακές αγορές στον Νότιο Καύκασο, την Κεντρική Ασία, τη Νότια Ασία και την Κίνα, η Αγκυρα υποστήριξε την Πρωτοβουλία Belt and Road στο πνεύμα της συνεργασίας win-win.
Ωστόσο, μεταξύ των ασιατικών χωρών, συμπεριλαμβανομένου του Πακιστάν και της Σαουδικής Αραβίας, η Τουρκία είναι η μόνη χώρα με μουσουλμανική πλειονότητα που έχει διαπραγματευτεί τον BRI από μια θέση ισχύος από οικονομική και στρατηγική άποψη.
Είναι σημαντικό ότι μαζί με τους εταίρους της στην Κασπία, αγκάλιασε τον Μεσαίο Διάδρομο που, κατά τόπους, επικαλύπτει υποδομές του BRI.
Ευκαιρίες για Τεχεράνη και Πεκίνο
Ο Μεσαίος Διάδρομος, επομένως, χρησιμοποιείται ως εργαλείο όχι μόνο για τη συμπλήρωση του BRI όσον αφορά τη συνδεσιμότητα της αγοράς και την εμπορική συνεργασία, αλλά και για την ενίσχυση της διπλωματικής και στρατηγικής επιρροής της Αγκυρας στην Ασία.
Αναλυτές και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Κεντρική Ασία έχουν καταγράψει τον ενθουσιασμό που επικρατεί γι’ αυτό το φιλόδοξο εμπορικό δίκτυο της Κεντρικής Ασίας.
Εκτιμάται ότι προσφέρει προσοδοφόρες ευκαιρίες, όχι μόνο για τις περιφερειακές οικονομίες της περιοχής, αλλά δυνητικά αντιμετωπίζει τυχόν εμπόδια στην Ερυθρά Θάλασσα, προσφέροντας στις μεταφορικές εταιρείες φθηνές εναλλακτικές διαδρομές και μεγαλύτερες ευκαιρίες για άμεσο εμπόριο με την Τεχεράνη και το Πεκίνο.
Σε τηλεδιάσκεψη τον Νοέμβριο του 2023, εκπρόσωποι από το Ιράν, το Καζακστάν, την Τουρκία, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν εξέτασαν το ενδεχόμενο να επισπεύσουν την ανάπτυξη της δεύτερης σημαντικής διαδρομής του Μεσαίου Διαδρόμου, μεταξύ Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν.
Ο Μεσαίος Διάδρομος
Ενας εκ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής, επαναλαμβάνοντας τη δήλωση του ιρανού υπουργού που συμμετείχε στην τηλεδιάσκεψη, επισήμανε την αναγκαιότητα ενός τρίτου δικτύου μεταφορών, που θα συνδέει την Τεχεράνη με τη δεύτερη μεγάλη οδό μεταξύ Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν.
Στις πρώτες συζητήσεις για τον Μεσαίο Διάδρομο, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο βασικός εμπορικός του άξονας περνούσε από την Τουρκία, διέσχιζε τα βουνά του Καυκάσου και την Κασπία Θάλασσα, εισερχόταν στο Καζακστάν και τελικά έπαιρνε τον δρόμο του προς την Κίνα.
Συνήθως αναφέρεται ως Διεθνής Διάδρομος Μεταφορών της Κασπίας και παρουσιάστηκε από τα περιφερειακά κράτη ως η πιο βιώσιμη εναλλακτική λύση στις ευρασιατικές εμπορικές οδούς Ανατολής – Δύσης, τον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο, δηλαδή (γνωστό ως Βόρειο Διάδρομο) και τον Ινδικό Ωκεανό (γνωστό και ως Νότιο Διάδρομο).
Αναζητώντας μια χερσαία εμπορική οδό, η Ευρώπη μπορεί να συνδεθεί με τον Μέσο Διάδρομο και ν’ αποκτήσει απευθείας πρόσβαση στην Ανατολική Ασία, παρακάμπτοντας τη Ρωσία. Η φιλόδοξη διαδρομή Τουρκμενιστάν – Ουζμπεκιστάν έχει αυξήσει τις ελπίδες στην περιοχή καθώς συνεπάγεται μεγαλύτερες οικονομικές προοπτικές για τα δύο κράτη, αλλά και μείωση της εξάρτησής τους από τη Μόσχα.
Η επέκταση του διαδρόμου από το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν προς το Ιράν (συμπεριλαμβανομένου πιθανώς του Κόλπου) και την Κίνα, θα ωφελούσε ακόμη περισσότερο αυτά τα δύο έθνη.
Το Ιράν στο επίκεντρο
Εάν υλοποιηθεί, η οδός διαμετακόμισης όχι μόνο θα προσφέρει μια νέα οικονομική σωτηρία στην Τεχεράνη, δυνητικά συνδέοντάς την με το Πεκίνο μέσω μιας άμεσης χερσαίας οδού, αλλά θα διευρύνει το εμπόριο με τον ασιατικό γίγαντα, προσφέροντας μια πιθανή εναλλακτική λύση στην Ερυθρά Θάλασσα.
Η εμπορική οδός θα προσφέρει στο Ιράν νέα σημεία πρόσβασης σε μια εποχή που περίπου το 85% του διεθνούς εμπορίου του πραγματοποιείται μέσω θαλάσσης.
Εμπιστευτική ιρανική πηγή ενήμερη για το θέμα ανέφερε ότι η Τεχεράνη συζητά την περιφερειακή εμπορική επέκταση με ορισμένους αξιωματούχους στο Πεκίνο.
Αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την υλοποίηση του σχεδίου της να καταστεί το Ιράν περιφερειακός κόμβος μεταφορών.
Η είσοδος των Τούρκων και των Ουζμπέκων στο έργο θα επέτρεπε στην Τεχεράνη ν’ αναστρέψει δυνητικά την επίδραση των οικονομικών κυρώσεων που της επιβλήθηκαν από τη Δύση.
Θ’ αποκτήσει τη δυνατότητα να προτείνει περισσότερες εμπορικές συναλλαγές με το Πεκίνο – με το οποίο υπέγραψε μια ολοκληρωμένη στρατηγική εταιρική σχέση το 2016 και μια 25ετή συμφωνία συνεργασίας το 2021.
Ο διάδρομος θα επέτρεπε στο Πεκίνο να ικανοποιήσει τις ανάγκες του για πρώτες ύλες και ενεργειακούς πόρους από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή και να ωφελήσει το Ιράν.
Εναλλακτικές ευκαιρίες
Προσθέτοντας έναν συνδυασμό μικρών έως μεσαίων εμπορικών διασυνδέσεων στον διάδρομο Τουρκμενιστάν – Ουζμπεκιστάν, η Τεχεράνη θα μπορούσε ενδεχομένως να προσφέρει στο Πεκίνο εναλλακτικές ευκαιρίες σιδηροδρομικής μεταφοράς.
Αυτό θα του παρείχε τη δυνατότητα να περιορίσει το θαλάσσιο φορτίο στον Ινδικό Ωκεανό, εστιάζοντας στις χερσαίες μεταφορές στη Νότια Ασία.
Θα το απάλλασσε, έτσι, από το Δίλημμα των Στενών της Μαλάκα – το πιο ευάλωτο σημείο στο εμπόριό του, ειδικά στη μεταφορά εισαγόμενου πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς προσφέρει στους Αμερικανούς το στρατηγικό πλεονέκτημα του εμπορικού του στραγγαλισμού.
Υπό το πρίσμα των συνεχιζόμενων εντάσεων μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον για την Ταϊβάν και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, μια χερσαία εμπορική οδός θα περιόριζε τη χρήση των Στενών της Μαλάκα, αδυνατίζοντας το πλεονέκτημα των ΗΠΑ και ενισχύοντας τη θέση της Κίνας.
Καθώς οι υπάρχουσες υποδομές δεν αποφέρουν σχεδόν κανένα οικονομικό όφελος, είτε μέσω της πρωτοβουλίας Belt and Road είτε μέσω του πολυδιαφημισμένου Οικονομικού Διαδρόμου Κίνας – Πακιστάν, ο συνδυασμός τέτοιων μικρότερων/μεσαίων διαδρόμων διαμετακόμισης θα έδινε μια δεύτερη ευκαιρία στο Πεκίνο να μεγιστοποιήσει τις εμπορικές συναλλαγές με τις περιφερειακές οικονομίες, τουλάχιστον στη Νότια Ασία.
Γεωπολιτικές καραμπόλες
Εάν οι Χούθι κλιμακώσουν τις επιθέσεις τους στην Ερυθρά Θάλασσα, ο Μέσος Διάδρομος θα μπορέσει να συντελέσει στη μείωση, ενδεχομένως στο μισό, της ποσότητας του θαλάσσιου φορτίου που διέρχεται από τη θάλασσα.
Η πιθανή επανέναρξη των εχθροπραξιών μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν στον Καύκασο πιθανόν θα εκτόξευε στα ύψη τα εμπορικά ασφάλιστρα, καθιστώντας τον Μεσαίο Διάδρομο λιγότερο επικερδή για τις μεταφορικές εταιρείες.
Αυτό θα έκανε ιδιαίτερα προσοδοφόρο τον εμπορικό διάδρομο μεταξύ Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν, επικεντρώνοντας στη μεγαλύτερη υποστήριξη της σύνδεσης με την Τεχεράνη μέσω της νέας οδού διαμετακόμισης.
Η επέκταση των διαδρόμων θα δώσει στην Τεχεράνη την ευκαιρία να ενισχύσει τη στρατηγική της συνεργασία με το Πεκίνο, προκαλώντας ταραχή στην Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της. Και το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν θ’ απομακρυνθούν από την παραδοσιακή τους στάση ουδετερότητας στην περιφερειακή και διεθνή πολιτική, προσεγγίζοντας το Πεκίνο.
Η εμπορική σύνδεση θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις των δυτικών οικονομικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν σε Κίνα και Ιράν, ενισχύοντας δυνητικά όχι μόνο την Τεχεράνη, αλλά και το Πεκίνο, το οποίο θα αύξανε την επιρροή του στην Αφρική και την Ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Περιφερειακή αστάθεια
Ωστόσο, οι προοπτικές της συμπληρωματικότητας BRI/MCI όσον αφορά την ανάπτυξη υποδομών, την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών και τη διαπεριφερειακή πρόσβαση στην αγορά δοκιμάζονται από την περιφερειακή αστάθεια, π.χ. στις ασιατικές και αφρικανικές χώρες.
Οι πρωτοβουλίες που συζητήθηκαν παραπάνω αποτελούν φιλόδοξα έργα που, ωστόσο, αντιμετωπίζουν πολυάριθμες προκλήσεις, από γεωπολιτικές έως αμιγώς οικονομικές.
Για όλους αυτούς τους λόγους δεν υπάρχει εγγυημένη επιτυχία για όλα τα προγράμματα, ωστόσο η σχεδόν ταυτόχρονη επιτάχυνσή τους δείχνει ότι η διαμάχη για τη συνδεσιμότητα στη Μέση Ανατολή και ολόκληρη την Ευρασία έχει εισέλθει σε μια νέα φάση.
Η Ρωσία, οι ΗΠΑ, το Ιράν και οι χώρες του Αραβικού Κόλπου έχουν εντείνει τις προσπάθειές τους για την αναμόρφωση των εμπορικών οδών, πραγματοποιώντας τεράστιες επενδύσεις σε οδικές και σιδηροδρομικές υποδομές.
Οπως συνέβαινε στην αρχαία και μεσαιωνική εποχή, οι φορείς που μπορούν να ελέγχουν τους εμπορικούς δρόμους στη Μέση Ανατολή μπορούν να παίξουν σημαντικό γεωπολιτικό ρόλο.
Από τη θάλασσα στην ξηρά
Η δυναμική πίσω από την ανάπτυξη του IMEC, του INSTC και του Δρόμου Ανάπτυξης δείχνει επίσης ότι τα σύγχρονα κράτη δεν δίνουν πλέον προτεραιότητα στις θαλάσσιες διαδρομές. Οι χερσαίες οδοί παραμένουν τόσο ελκυστικές όσο ήταν στην κλασική εποχή του Δρόμου του Μεταξιού.
Η μετατόπιση από τη θάλασσα στην ξηρά αντανακλά, επίσης, την αυξανόμενη αστάθεια στην Ερυθρά Θάλασσα ή στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, όπου ο ανταγωνισμός Κίνας – Η.Π.Α. θα μπορούσε εύκολα να εξελιχθεί σε ανοιχτή αντιπαράθεση.
Οι ενεργειακοί και εμπορικοί δρόμοι, όπως καταγράφηκαν, αποκαλύπτουν τις δυνάμεις που ανταγωνίζονται στη Μέση Ανατολή και στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας, καθώς και τις συμμαχίες που αναδεικνύονται, για τη στήριξη και ανάπτυξη των μεγαλόπνοων έργων τους και της επιρροής τους.
Επικίνδυνο μπρα ντε φερ
Υποστηρίζονται στρατιωτικά σ’ ένα επικίνδυνο γεωπολιτικό μπρα ντε φερ που προκαλεί τοπικές εντάσεις και συγκρούσεις, αλλά μπορεί να οδηγήσει, με βάση και τις πρόσφατες καυτές εξελίξεις, ακόμα και σε παγκόσμιο πόλεμο αφού φέρνει αντιμέτωπες τις μεγαλύτερες δυνάμεις του πλανήτη – ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία – στην περιοχή μαζί με τους πληρεξουσίους τους ή τους συμμάχους τους.
Ο ανταγωνισμός αφορά και την πρόσβαση στον ενεργειακό και ορυκτό πλούτο της Μέσης Ανατολής, καθώς σύμφωνα με εκτιμήσεις διαθέτει το 49,5% των παγκόσμια αποδεδειγμένων αποθεμάτων υδρογονανθράκων (πετρελαίου και φυσικού αερίου).
Επίσης, η περιοχή έχει τεράστιες δυνατότητες για την ανάπτυξη Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Το ηλεκτρικό φορτίο που θα παράγουν σχεδιάζεται να φτάνει μέσω καλωδίων στην ΕΕ.
Η πρόσβαση σ’ αυτές τις πηγές και ο έλεγχος των δρόμων μεταφοράς θα επηρεάσουν τα μερίδια των αγορών, την οικονομική και πολιτικο-στρατιωτική ισχύ των δύο μεγάλων δυνάμεων ΗΠΑ – Κίνας, που ενδιαφέρονται ν’ αποκτήσουν ισχυρά γεωπολιτικά ερείσματα στην περιοχή προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα τεράστια οικονομικά συμφέροντά τους, η ενίσχυση των οποίων θα καθορίσει ποια από τις δυο θ’ αναλάβει την πρωτοκαθεδρία στον πλανήτη κατά τον 21ο αιώνα.
Στους σχεδιασμούς αναφέρονται η συρρίκνωση έως εξαφάνιση των παλαιστινιακών εδαφών ως οντότητες, η ίδρυση κουρδικού κράτους που θα καταλαμβάνει τμήματα του Ιράν, του Ιράκ, της Τουρκίας και της Συρίας, καθώς και o διαμελισμός του Ιράν ή η αλλαγή του καθεστώτος του και η ανάδειξη ενός φιλοδυτικού).
Τυχόν επιρροή των ΗΠΑ σ’ ένα μελλοντικό κουρδικό κράτος ή σε μια φιλοδυτική ιρανική κυβέρνηση θα επιφέρει καίριο πλήγμα στα συμφέροντα και την επέκταση της Κίνας και της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή και ευρύτερα στην Ευρασία.
Η εμπλοκή της Ελλάδας
Σ΄αυτό το μεγάλο παιχνίδι, η Ελλάδα έχει ταχθεί με το μέρος των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Ισραήλ. Πέρα από τα μεγάλα έργα στα οποία σχεδιάζεται να συμμετάσχει (ηλεκτρική διασύνδεση με Κύπρο και Ισραήλ, αγωγός EastMed κ.λπ.) εμπλέκεται στρατιωτικά καθώς έχει στείλει φρεγάτες του Πολεμικού Ναυτικού στην Ερυθρά Θάλασσα (στο πλαίσιο της επιχείρησης ASPIDES), στ’ ανοιχτά του Λιβάνου (επιχείρηση UNIFIL για την επιτήρηση του εμπάργκο όπλων κατά της Χεζμπολάχ) και μια πυροβολαρχία Patriot στη Σαουδική Αραβία.
Η εν όρμω διοίκηση της επιχείρησης ASPIDES, μάλιστα, ασκείται στο Ελληνικό Στρατηγείο Επιχειρήσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη Λάρισα, με επικεφαλής τον έλληνα υποναύαρχο Βασίλειο Γρυπάρη, και από τις 02-11-2024 ο αρχιπλοίαρχος Κωνσταντίνος Πιτυκάκης ανέλαβε επισήμως καθήκοντα και εν πλω διοικητή στην Ερυθρά Θάλασσα, πλαισιωμένος από πολυεθνικό επιτελείο επί ιταλικού πλοίου.
Η Ελλάδα, επίσης, φιλοξενεί βάσεις των ΗΠΑ, με κυριότερη της Σούδας, που αποτελεί ορμητήριο για τις επιχειρήσεις των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή και βρίσκεται εντός της εμβέλειας των ιρανικών, αλλά και των ρωσικών πυραύλων, σε περίπτωση γενίκευσης μιας σύρραξης που, πλέον, δεν θεωρείται απίθανη.
Σ’ ότι αφορά στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα αντιπαρατίθεται και με την Τουρκία η οποία επιχειρεί να επιβάλει τους δικούς της κανόνες για τον έλεγχο στην περιοχή, και διαμηνύει ότι κανένα έργο δεν θα υλοποιηθεί ενάντια στα συμφέροντά της (τουρκολιβυκό μνημόνιο, γαλάζια πατρίδα, αντιδράσεις στις έρευνες για τον αγωγό EastMed παλιότερα, πολεμικά πλοία μεταξύ Κάσου και Καρπάθου κατά τις έρευνες για την ηλεκτρική διασύνδεση με την Κύπρο, πρόσφατα, πρόταση για ηλεκτρική σύνδεση με Κατεχόμενα της Κύπρου, κ.ά).