Κοροναϊός : Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις μιας επιδημίας
Οι μεγάλες επιδημίες στοίχειωναν πάντα την σκέψη και τη φαντασία της ανθρωπότητας, επηρεάζοντας τον πολιτισμό και την ιστορία της. Από το πώς ο Λοιμός επηρέασε την εξέλιξη του Πελοποννησιακού πολέμου, υπονομεύοντας την ισχύ του αθηναϊκού στρατοπέδου, μέχρι το «Μαύρο Θάνατο», δηλαδή τις αλλεπάλληλες επιδημίες πανώλης στην Ευρώπη και την «Ισπανική Γρίπη» το 1918, τα παραδείγματα είναι πολλά.
Είναι αλήθεια ότι βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης (για παράδειγμα το καθαρό νερό και τα συστήματα αποχέτευσης), η ανάπτυξη της ιατρικής, οι εμβολιασμοί και τα αντιβιοτικά αντιμετώπισαν ένα μεγάλο μέρος από τα λοιμώδη νοσήματα (όχι παντού και όχι πάντα με τον ίδιο τρόπο), υπήρχε πάντα ο φόβος ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν και νέες επιδημίες και πανδημίες.
Ο ένας μεγάλος φόβος αφορούσε πάντα τη γρίπη, η οποία ούτως ή άλλως έχει κάθε χρόνο πολλές χιλιάδες θύματα παγκοσμίως. Εκεί ο φόβος ήταν μιας μεγάλης νέα πανδημίας με ανάλογα χαρακτηριστικά με αυτά της θανατηφόρας πανδημίας του 1918 που είχε ως αποτέλεσμα δεκάδες εκατομμύρια θύματα σε όλο τον κόσμο.
Η αλήθεια είναι ότι τότε πολλά από τα θύματα οφείλονταν και στη σύμπτωση ανάμεσα στην επιδημία, έναν παγκόσμιο πόλεμο και το γεγονός ότι πολλές περιοχές του κόσμου είχαν πολύ μεγάλη φτώχεια αλλά και μεγάλο ποσοστό και άλλων ασθενειών (όπως η ελονοσία ή φυματίωση).
Ωστόσο, ο φόβος των επιστημόνων ήταν πάντα ότι μια νέα παραλλαγή, ιδίως του ιού της γρίπης, θα μπορούσε να επαναλάμβανε το φαινόμενο που είχε καταγραφεί το 1918. Πλάι στους ηλικιωμένους, τους αρρώστους και τους καταπονημένους ο ιός να «προτιμά» και τους νέους και υγιείς.
Ούτως ή άλλως, ξέρουμε πολύ καλά ότι οι λοιμώξεις του αναπνευστικού μηχανισμού διαθέτουν έναν ιδιαίτερα αποτελεσματικό μηχανισμό μετάδοσης, σε αντίθεση με άλλους παθογόνους παράγοντες, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι μεταδίδονται σε συνθήκες συναναστροφής και ότι η μετάδοση γίνεται και σε φάσεις που τα άτομα είναι ασυμπτωματικά, ενώ έχει σημασία ότι είναι ασθένειες που δεν έχουν εκείνη την ταχύτατη εξέλιξη και την τόσο μεγάλη θνησιμότητα που θα εμπόδιζε τη μεγάλη μετάδοση πέραν των ορίων μιας περιοχής (κάτι που εξηγεί για παράδειγμα πως ένας ιδιαίτερα θανατηφόρος ιός όπως ο Έμπολα κάνει μόνο τοπικά ξεσπάσματα).
Η εμπειρία του 2002-2003 και του 2009
Η αναμονή για μια μεγάλη επιδημία μιας δυνητικά θανατηφόρας λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος κυριαρχούσε από χρόνια στη σκέψη των ειδικών σε ζητήματα επιδημιών και δημόσιας υγεία.
Με έναν τρόπο γνωρίζαμε επίσης ότι σε μεγάλο βαθμό η αφετηρία θα ήταν το πέρασμα (και η μετάλλαξη) ενός ιού από κάποια από τα ζώα στα οποία ενδημεί προς τον άνθρωπο και στη συνέχεια στην διαπίστωση μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αυτό εξηγεί επίσης γιατί πάντα η προσοχή στρέφεται σε περιοχές του κόσμου, όπως είναι μερικές επαρχίες της Κίνας, όπου αυτό μπορεί να γίνει πιο εύκολα, είτε λόγω της παρουσίας των σχετικών ζωικών ειδών είτε εξαιτίας των τοπικών πρακτικών στη διαχείριση ζώων που διαμορφώνουν πιο ευνοϊκή συνθήκη για την εμφάνιση των νέων στελεχών.
Αυτό εξηγεί επίσης γιατί πάντα προκαλεί μεγάλο άγχος η γρίπη των πτηνών (Η5Ν1) που όταν μεταδίδεται από πτηνό σε άνθρωπο είναι εξαιρετικά επικίνδυνη (όπως το φαινόμενο είναι σπάνιο και γι’ αυτό έχουμε μόνο μερικές εκατοντάδες θανάτους από το 1997) και όπου ο φόβος ήταν πάντα η μετάλλαξη που θα επέτρεπε τη μετάδοση από τον άνθρωπο στον άνθρωπο.
Μια πρώτη δοκιμασία ήταν με τον ιό SARS το 2002-2003, ο οποίος ήταν επίσης ένας κοροναϊός ανάλογος με αυτόν που τώρα προκαλεί ανησυχία. Για τον SARS ήταν η αφορμή να δοκιμαστούν οι πρακτικές αναζήτησης των αρχικών κρουσμάτων, περιορισμού και απομόνωσης, χρήσης θερμικών καμερών στα αεροδρόμια κ.λπ. Και εκεί ο βασικός κίνδυνος και η αιτία των θανάτων ήταν η εμφάνιση πνευμονίας είτε ιογενούς είτε δευτερογενούς.
Παρότι προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση φάνηκε ότι δεν υπήρξε μεγάλη μετάδοση, πιθανώς και γιατί η μεταδοτικότητά του δεν ήταν υψηλή. Έτσι μπορεί να είχε υψηλή θνησιμότητα αλλά o συνολικός αριθμός κρουσμάτων παρέμεινε περιορισμένος και από η επιδημία έκλεισε τον κύκλο της το καλοκαίρι του 2003.
Το 2009 είχαμε την εμφάνιση αυτού που για ορισμένους ήταν ο μεγάλος φόβος. Ένα νέο πανδημικό στέλεχος του ιού της γρίπης H1Ν1, συναφούς με την ισπανική γρίπη του 1918. Θα έχει όντως πανδημικά στοιχεία (εκ των υστέρων έρευνες έδειξαν ότι μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού μολύνθηκε), υπήρξαν αρκετά σοβαρά κρούσματα και αρκετές χιλιάδες θάνατοι, όχι όμως πολύ περισσότεροι από τους ετήσιους θανάτους παγκοσμίως από την εποχική γρίπη. Πάντως το συγκεκριμένο στέλεχος θα εμφανιστεί να κυριαρχεί στη γρίπη και τις επόμενες χρονιές. Το 2009 θα υπάρξει μεγάλη συζήτηση για τον τρόπο που χειρίστηκε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας το θέμα. Πάντως, η μελέτη της εξάπλωσης έδειξε ότι η θνησιμότητα ήταν μεγαλύτερη σε περιοχές με μεγαλύτερη φτώχεια. Τότε θα δοκιμαστεί και η ικανότητα να παραχθεί σύντομα ο αναγκαίος αριθμός εμβολίων, αν και υπήρξαν προβλήματα στο εάν και σε ποια κλίμακα μπόρεσε να γίνει ο αναγκαίος εμβολιασμός.
Τα όρια της καραντίνας
Γύρω από τις επιδημίες τέτοιου είδους και τον αντίκτυπο υπάρχουν δύο τρόποι προσέγγισης που αφορούν στην πραγματικότητα δύο πλευρές της ίδιας πραγματικότητας.
Από τη μια, υπάρχει η ανάγκη περιορισμού της μετάδοσης ή ακόμη και ανακοπής της. Εδώ η έμφαση είναι στον έγκαιρο προσδιορισμό των αρχικών συμπτωμάτων, στην αποτροπή της μετάδοσης πέραν ενός γεωγραφικού χώρου, στην απομόνωση των ασθενών, ιδίως στα πρώτα και κρίσιμα στάδια μιας επιδημίας.
Από την άλλη, οι επιδημιολόγοι γνωρίζουν ότι η ένταση μιας επιδημίας δεν έχει να κάνει απλώς με το εάν θα αποτραπεί η επαφή με έναν νοσογόνο παράγοντα, αλλά και με την κατάσταση του πληθυσμού που θα έρθει σε επαφή με το νοσογόνο παράγοντα. Παράγοντες όπως η φτώχεια ή η ευημερία, η ποιότητα ζωής και περιβάλλοντος, η ύπαρξη ή όχι κοινωνικοοικονομικού στρες παίζουν ρόλο.
Με αυτή την έννοια τα μέτρα τύπου «καραντίνας», όπως αυτά που με ζήλο εφαρμόζει το κινεζικό κράτος, κυρίως μπορούν να καθυστερήσουν την εξάπλωση και όχι τόσο να περιορίσουν ή να ανακόψουν. Έρχεται δηλαδή μια στιγμή που η μετάδοση είναι ευρύτερη. Ωστόσο, η καθυστέρηση στην εξάπλωση (όχι μόνο μέσα από μέτρα τύπου καραντίνας αλλά και με μέτρα περιορισμού των κοινωνικών συναναστροφών και με συμπεριφορές αποφυγής μετάδοσης) κυρίως μπορεί να περιορίσει την πίεση πάνω στα συστήματα δημόσιας υγείας.
Η πίεση στα δημόσια συστήματα υγείας
Η μεγάλη δοκιμασία σε μια τέτοια επιδημία αφορά τις υποδομές υγείας. Αυτό φαίνεται ήδη στην Κίνα. Η δοκιμασία αφορά τόσο την αρχική φάση όταν δίνεται μεγάλη έμφαση στην απομόνωση των κρουσμάτων, όσο και αργότερα όταν τα κρούσματα θα είναι περισσότερα και ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι θα συρρέουν για εξέταση και νοσηλεία.
Στην πραγματικότητα, τέτοιες επιδημίες θυμίζουν τη σημασία που έχουν τα συστήματα υγείας και ότι μερικές φορές είναι καλύτερο να έχεις περίσσευμα παρά έλλειμμα υποδομών και προσωπικού, με το τελευταίο να βρίσκεται κυριολεκτικά στην πρώτη γραμμή.
Αντίστοιχα, τέτοιες επιδημίες διαμορφώνουν την ανάγκη να έχουν τα συστήματα υγείας τους πόρους που απαιτούνται και τον εξοπλισμό αλλά και να μπορεί να υπάρχει και σε διεθνές επίπεδο η δυνατότητα να συντονιστεί η έρευνα και να κατευθυνθούν πόροι για τη γρήγορη διαμόρφωση θεραπειών και στη συγκεκριμένη περίπτωση και εμβολίων.
Η δοκιμασία για την αξιοπιστία των κυβερνήσεων
Ταυτόχρονα οι μεγάλες επιδημίες ή κίνδυνοι για την υγεία αποτελούν και πολιτική δοκιμασία. Με αυτή την έννοια δεν είναι τυχαίος ο τρόπος που αντιμετωπίζει την επιδημία ηγεσία του κινεζικού κομμουνιστικού κόμματος και ο ίδιος ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ. Γνωρίζει ότι γύρω από την ικανότητα ή όχι χειρισμού μιας τέτοιας κρίσης θα κριθούν πλευρές του κύρους της χώρας του αλλά και της όποιας νομιμοποίησης μπορεί να διαθέτει η κυβέρνησή του, σε μια περίοδο που το κινεζικό καθεστώς διεκδικούσε να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην εσωτερική ευημερία αλλά και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων διαφθοράς και κακοδιοίκησης των τοπικών κυβερνήσεων. Εξ ου και η ρητορική μιας μεγάλης μάχης που θα δώσει το έθνος καθώς « τίποτα δεν μετράει πάνω από την υγεία και την ασφάλεια του».
Την ίδια στιγμή, όπως και σε άλλα ζητήματα η κινεζική κυβέρνηση δοκιμάζει να αξιοποιήσει τις μεγάλες δυνατότητες κινητοποίησης που έχει, όπως είναι η συγκριτικά μεγαλύτερη ευκολία να κλείνει περιοχές, να σταματάει δραστηριότητες ή να κατασκευάζει γρήγορα εγκαταστάσεις.
Ούτως ή άλλως και παγκοσμίως τέτοιες κρίσεις αποτελούν πεδία όπου κρίνεται η αποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων και δοκιμάζεται η απήχησή τους.
Την ίδια στιγμή, τέτοιες δοκιμασίες κρίνουν και τη συνοχή των κοινοτήτων. Η τήρηση των όποιων μέτρων, η ανάληψη της ευθύνης που αναλογεί αλλά και η αναγκαία αλληλεγγύη και αλληλοϋποστήριξη (και όχι απλώς ατομική αναζήτηση προστασίας και ασφάλειας) μπορούν να αποτελέσουν κρίσιμες παραμέτρους.
Να μην ξεχνάμε τη συνολική εικόνα
Το επόμενο διάστημα θα φανεί η δυναμική της συγκεκριμένης επιδημίας. Οι αριθμοί επιβεβαιωμένων κρουσμάτων ή και θανάτων δίνουν μια εικόνα, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε μια τέτοια επιδημία από κορονοϊό, πέραν των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων (αυτών δηλαδή που έχουν εργαστηριακά επιβεβαιωθεί και προφανώς αφορούν ανθρώπους που βρέθηκαν σε κατάσταση να αποταθούν στο σύστημα υγείας) υπάρχουν και πολλά άλλα που αφορούν ανθρώπους που θεώρησαν ότι απλώς πέρασαν ένα κοινό κρυολόγημα ή μπορεί και να είχαν ήπια συμπτώματα. Εύλογο είναι επίσης ότι όσο εξελίσσεται η επιδημία θα έχουμε και περισσότερα καταγεγραμμένα κρούσματα όχι μόνο γιατί θα συνεχίζεται η μετάδοση αλλά και γιατί με δεδομένη την ανησυχία περισσότεροι άνθρωποι θα απευθύνονται στις δομές υγείας και άρα θα ταυτοποιούνται κρούσματα. Ταυτόχρονα, θα προχωράει και η επιστημονική έρευνα.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση η ψυχραιμία αποτελεί τον καλύτερο οδηγό μαζί με την επίγνωση των πραγματικών κινδύνων.
Ας μην ξεχνάμε ότι όσο ανησυχητικός όντως είναι ο νέος ιός 2019-nCoV, εξακολουθούμε π.χ. να έχουμε ακόμη και φέτος προβλήματα που οφείλονται στο ότι παρά τη σαφή βελτίωση εξακολουθούμε να έχουμε προβλήματα ως προς την εμβολιαστική κάλυψη για την εποχική γρίπη.
Για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι παρότι η Ελλάδα είναι ψηλά στην Ευρώπη ως προς το προσδόκιμο ζωής, οι έρευνες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και για τη διατήρηση υψηλών ποσοστών καπνίσματος, ή τα αυξημένα ποσοστά παχυσαρκίας, ιδίως στα παιδιά.
Ούτως ή άλλως, η εφαρμογή των βασικών κανόνων υγιεινής, η καλή διατροφή και ξεκούραση, και η τήρηση των οδηγιών που δίνουν οι γιατροί και οι αρμόδιες υπηρεσίες, παραμένουν η βασική γραμμή άμυνας.