Κόλαφος το Συμβούλιο της Ευρώπης για την ιταλική αστυνομία – Τι απαντά η Μελόνι
Ο παρατηρητής του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας (ECRI) δέχθηκε τα πυρά της Τζόρτζοα Μελόνι και άλλων ηγετών μετά τη δημοσίευση έκθεσης που κατηγορεί την αστυνομία της χώρας για ρατσιστική και ομοφοβική κακοποίηση, σύμφωνα με τον Guardian.
Η αναφορά της ECRI
Στην τελευταία αναφορά της για την Ιταλία, που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα, η ECRI, το ανεξάρτητο όργανο παρακολούθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Συμβουλίου, δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στην Ιταλία, άκουσε «πολλές μαρτυρίες για ρατσιστικό προφίλ από υπαλλήλους των υπηρεσιών επιβολής του νόμου που επηρεάζει ιδιαίτερα την κοινότητα των Ρομά και τα άτομα αφρικανικής καταγωγής».
Οι μαρτυρίες για «συχνές δραστηριότητες ελέγχων με βάση την εθνοτική καταγωγή» τεκμηριώθηκαν από εκθέσεις κοινωνικών οργανώσεων και διεθνών οργάνων παρακολούθησης, πρόσθεσε η έκθεση.
Επιπλέον, η ECRI υποστήριξε ότι οι ιταλικές αρχές «δεν φαίνεται να έχουν επίγνωση της σημασίας του προβλήματος και δεν έχουν εξετάσει την ύπαρξη φυλετικού προφίλ ως πιθανή μορφή θεσμικού ρατσισμού».
Cuncil of Europe accuses Italy police of ‘racial profiling’. Allegation by independent human rights monitoring body ECRI #ANSA https://t.co/SR1cnp93WJ
— Ansa English News (@ansa_english) October 22, 2024
Η έκθεση επικαλείται μια μελέτη που διεξήχθη μεταξύ μεταναστών το 2022, στην οποία το 45,8% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι από όλους τους δημόσιους φορείς, βίωσαν τις περισσότερες διακρίσεις στα αστυνομικά τμήματα.
Συνήθη παραδείγματα ήταν η απόρριψη των αιτήσεων ασύλου τους χωρίς λόγο, η καταστροφή των εγγράφων τους, η λεκτική κακοποίηση και σε ορισμένες περιπτώσεις η βίαιη κακοποίηση.
Η αστυνομία κατηγορήθηκε επίσης για λεκτική και σωματική κακοποίηση κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων σε καταυλισμούς Ρομά.
Η ECRI ανέφερε επίσης ότι «ελάχιστα ή καθόλου μέτρα» είχαν ληφθεί τα τελευταία χρόνια «για τη διασφάλιση καλύτερης λογοδοσίας σε περιπτώσεις οποιασδήποτε ρατσιστικής ή ΛΟΑΤΚΙ-φοβικής κακοποίησης που διαπράχθηκε από κρατικά όργανα ασφαλείας».
Η έκθεση κατέληγε ζητώντας από την Ιταλία μια πλήρη και ανεξάρτητη μελέτη για την κατάσταση.
Η απάντηση της Μελόνι και των Ιταλών ηγετών
Ωστόσο, οι Ιταλοί ηγέτες δεν υποδέχθηκαν με ικανοποίηση τις κατηγορίες.
Η πρωθυπουργός, Τζόρτζια Μελόνι, η ακροδεξιά κυβέρνηση της οποίας προβάλλει μια αυστηρή στάση ως προς τον νόμο και την τάξη από τότε που ανέλαβε την εξουσία, υπερασπίστηκε με θέρμη την αστυνομία, λέγοντας ότι «αξίζει σεβασμό, όχι τέτοιες προσβολές».
Η Μελόνι ανέφερε σε ανάρτησή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Οι δυνάμεις ασφαλείας μας αποτελούνται από άνδρες και γυναίκες που εργάζονται καθημερινά με αφοσίωση και αυτοθυσία για να εγγυηθούν την ασφάλεια όλων των πολιτών, χωρίς διακρίσεις».
Ο Ιταλός πρόεδρος, Σέρτζιο Ματαρέλα, εξέφρασε την «έκπληξή» του για τις κατηγορίες της έκθεσης κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον αρχηγό της αστυνομίας, Βιτόριο Πιζάνι, ενώ επανέλαβε την εκτίμησή του για το αστυνομικό σώμα, ανέφερε το γραφείο του Ματαρέλα.
Ο Αντόνιο Ταγιάνι, αναπληρωτής πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών, δήλωσε ότι έδωσε εντολή στον εκπρόσωπο της Ιταλίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, Ρομπέρτο Μαρτίνι, να εκφράσει τη «βαθιά περιφρόνηση» της κυβέρνησης για την έκθεση.
Η αστυνομία διασύρεται από έναν άχρηστο οργανισμό
«Δεν συμφωνώ ούτε με μια λέξη από όσα γράφτηκαν», δήλωσε ο Ταγιάνι. «Δεν υπάρχει ρατσισμός στο εσωτερικό της ιταλικής αστυνομίας. Πρέπει να σεβόμαστε αυτούς που υπηρετούν τη χώρα, εργαζόμενοι μέρα και νύχτα για την ασφάλεια όλων».
Ο Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος μαζί με τον Ταγιάνι είναι αναπληρωτής πρωθυπουργός, δήλωσε ότι η αστυνομία είχε «διασυρθεί» από έναν «άχρηστο» οργανισμό.
Λοιπές καταγγελίες
Ενώ οι κατηγορίες της ECRI κατά της αστυνομίας χτύπησαν νεύρο, η έκθεση έδωσε μια μη κολακευτική εικόνα της Ιταλίας και σε άλλους τομείς.
Σημείωσε «με σοβαρή ανησυχία» ότι «ο ιταλικός δημόσιος λόγος έχει γίνει όλο και πιο ξενοφοβικός τα τελευταία χρόνια, και ο πολιτικός λόγος έχει λάβει ιδιαίτερα διχαστικές και ανταγωνιστικές προεκτάσεις, ιδίως με στόχο τους πρόσφυγες, τους αιτούντες άσυλο και τους μετανάστες, τους Ρομά και τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα».
Η έκθεση αναφέρει ότι ένας αριθμός γεμάτων μίσος δηλώσεων προήλθε από «πολιτικούς και δημόσιους λειτουργούς υψηλού προφίλ, ιδίως κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων, τόσο διαδικτυακά όσο και εκτός διαδικτύου».