«Καμία dolce vita» – Η Ιταλία αντιμέτωπη με ένα μαζικό brain drain
Τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στην ευρωζώνη, η Ιταλία είναι μια από τις λίγες χώρες της ΕΕ (μαζί με τη Δανία, την Αυστρία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία) που δεν έχει νομικά κατοχυρωμένο κατώτατο μισθό.
Παρά την οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία COVID-19, σχεδόν ένας στους δέκα κατοίκους της (9,8% του πληθυσμού) ζει σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, στερούμενος βασικών μέσων επιβίωσης.
Πρόκειται για υψηλό δεκαετίας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας ISTAT.
Περίπου 1,5 εκατομμύρια Ιταλοί ηλικίας κάτω των 30 ετών ανήκουν πλέον στην κατηγορία «NEET».
Όσων βρίσκονται δηλαδή εκτός εκπαίδευσης, απασχόλησης ή κατάρτισης, όχι από επιλογή, αλλά λόγω των στρεβλώσεων της εγχώριας αγοράς εργασίας και της έκρηξης των ανισοτήτων.
Δεν είναι απορίας άξιο λοιπόν που η Ιταλία βλέπει τους νέους της να την εγκαταλείπουν με έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς στις τάξεις της ΕΕ.
Και δη τους πτυχιούχους.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, 500.000 εξ αυτών έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό από το 2011, αλλά ο πραγματικός αριθμός θεωρείται πολύ υψηλότερος.
Σε μια ανοιχτή «πληγή» για την Ιταλία, εκτιμάται ότι ο αριθμός των νέων που έχουν μεταναστεύσει μέσα στα τελευταία 13 χρόνια κυμαίνεται μεταξύ 1 και 1,5 εκατομμυρίου.
Προς επίρρωση της αυξανόμενης τάσης φυγής, πρόσφατη έρευνα της ISTAT κατέδειξε ότι πάνω από το ένα τρίτο (34%) των Ιταλών εφήβων θέλουν αναζητήσουν την τύχη τους αλλού με την ενηλικίωσή τους.
Εμφανίζονται όλο και πιο ανήσυχοι για το μέλλον τους εάν παραμείνουν στην πατρίδα τους, με ποσοστό σήμερα αυξημένο κατά 5,5% μόλις μέσα στην τελευταία διετία.
Ως πιθανούς μελλοντικούς προορισμούς, αυτοί οι επίδοξοι Ιταλοί μετανάστες του ουδόλως μακρινού μέλλοντος ανέφεραν τις ΗΠΑ (32%), την Ισπανία (12,4%) και τη Βρετανία (11,5%).
Πολλοί από τους νέους που έχουν ήδη μεταναστεύσει ως ενήλικες, κούνησαν «μαντήλι» στη bella Italia αμέσως μετά την αποφοίτησή τους.
«Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού»
Οι λόγοι είναι πολλοί.
Κυρίως είναι μισθολογικοί και εργασιακής ανασφάλειας, σε μια χώρα όπου πολλοί νέοι εγκλωβίζονται σε έναν φαύλο κύκλο υποαμειβόμενων και επισφαλών θέσεων εργασίας.
Στο εξωτερικό, αντίθετα -σε άλλες χώρες της ΕΕ ή αλλού- μπορούν να εξασφαλίσουν υψηλότερες αμοιβές, καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης.
Ειδικά δε οι κάτοχοι πτυχίων και μεταπτυχιακών τίτλων έχουν ως αφετηρία όχι τον υπανάπτυκτο ιταλικό νότο, αλλά τον πλούσιο βορρά.
Ενδεικτικά, πάνω από το 40% των αποφοίτων πανεπιστημίων στις περιφέρειες της Λομβαρδίας, του Βένετο, της Εμίλια Ρομάνια και της Φριούλι-Βενέτσια Τζούλια μεταναστεύουν σχεδόν με το που θα πάρουν στα χέρια τους το πτυχίο.
Σε εθνικό επίπεδο, το ποσοστό τους αυξήθηκε από 30% που ήταν το 2018 σε 43% το 2022, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα επίσημα στοιχεία.
Ακόμη χειρότερα, το φαινόμενο του brain drain -και δη μεταπανδημικά- πλέον αφορά και νέους επαγγελματίες σε κρίσιμους τομείς, όπως αυτόν της δημόσιας υγείας.
Πρόκειται -παρατηρούν αναλυτές- για μια ποιοτική διαφορά της μετανάστευσης του 20ου αιώνα.
Τότε οι περισσότεροι Ιταλοί έφευγαν σε άλλες χώρες ως ανειδίκευτοι εργάτες.
Τώρα έχουν ως εφόδια ένα υψηλό μορφωτικό επίπεδο, πολλοί και πολύτιμη επαγγελματική εμπειρία, όρεξη για δουλειά και όνειρα για μια καλύτερη ζωή.
Το πιο ανησυχητικό, δε, είναι ότι αυτή η αυξανόμενη τάση του brain drain δεν συνδυάζεται με brain gain.
Σε σημαντικό πια ποσοστό, όσοι φεύγουν είναι σαν να ρίχνουν «μαύρη πέτρα» πίσω τους, τουλάχιστον για την διάρκεια της παραγωγικής φάσης της ζωής τους, συνεισφέροντας στην οικονομική ανάπτυξη μιας άλλης χώρας και φτιάχνοντας τις καριέρες και τις οικογένειές τους στο εξωτερικό.
Για την Ιταλία -όπως και κάθε άλλη χώρα που βιώνει ανάλογη φυγή των απεγνωσμένων νέων, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας- η απώλεια δεν είναι απλά σε επίπεδο δημόσιων πόρων που δαπανήθηκαν για την εκπαίδευση ή και την επαγγελματική κατάρτιση όσων φεύγουν.
Γίνεται υπαρξιακή.
Εθνική «αιμορραγία»
Πλέον υπολογίζεται μέσες άκρες ότι για κάθε εννέα Ιταλούς που μεταναστεύουν από τη χώρα, επιστρέφει μόλις ένας.
Σε όρους ανθρώπινου κεφαλαίου, στις ηλικίες 18-34 ετών, οι απώλειες για το ιταλικό κράτος από το 2011 αποτιμώνται στα 133,9 δισεκατομμύρια ευρώ.
Μόνο την τελευταία διετία, δε, εκτιμώνται κατά μέσο όρο στα 8,4 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Αυτά, ενώ η Ιταλία -μέλος των G7, των επτά ισχυρότερων βιομηχανικών χωρών του πλανήτη- βρίσκεται στην τελευταία θέση σε σύγκριση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες στην Ευρώπη ως προς την ικανότητα προσέλκυσης ταλαντούχων νέων επαγγελματιών από το εξωτερικό (μόλις 6%).
Το αποτέλεσμα είναι οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν πλέον σοβαρό πρόβλημα στις προσλήψεις εξειδικευμένου προσωπικού, με τα στοιχεία να δείχνουν μεγάλη μεγάλη αναντιστοιχία πια μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων.
Σε ορισμένες περιοχές, μία στις δύο θέσεις εργασίας είναι πια κενή.
Δεδομένης μάλιστα της υπογεννητικότητας -επίσης από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη- η κατάσταση προδιαγράφεται ζοφερή.
Στην τελευταία καταγραφή της, την περασμένη άνοιξη, η ISTAT ανέφερε ότι οι γεννήσεις μειώθηκαν στις 379.000 το 2023, ένα ιστορικό χαμηλό, ενώ ο συνολικός πληθυσμός στην Ιταλία έπεσε κάτω από τα 59 εκατομμύρια.
Εάν η τάση αυτή και το brain drain δεν αντιστραφούν, εκτιμάται ότι μέχρι το 2050, το 40% του πληθυσμού της θα είναι άνω των 65 ετών και η οικονομία της θα βρίσκεται σε ύφεση λόγω της έλλειψης εξειδικευμένων εργαζομένων.
Κατά την ISTAT, η Ιταλία του χρέους και της λιτότητας θα πρέπει να θέσει ως άμεση προτεραιότητα την προσφορά «επαρκών ευκαιριών διαβίωσης» στους νέους.
Προσώρας, όμως, είναι ευχολόγια που μένουν -σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία- στα χαρτιά…