ΗΠΑ: Κάμαλα Χάρις ή Ντόναλντ Τραμπ – Ποιος προηγείται στις δημοσκοπήσεις

Δημοσιεύτηκε στις 21/09/2024 16:05

ΗΠΑ: Κάμαλα Χάρις ή Ντόναλντ Τραμπ – Ποιος προηγείται στις δημοσκοπήσεις

Τι λένε μέχρι σήμερα οι δημοσκοπήσεις για τις εκλογές στις ΗΠΑ; Οι ψηφοφόροι προσέρχονται στις κάλπες στις 5 Νοεμβρίου για να εκλέξουν τον επόμενο πρόεδρό τους.

Οι εκλογές ήταν αρχικά μια ρεβάνς του 2020, αλλά ανατράπηκε τον Ιούλιο, όταν ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν τερμάτισε την εκστρατεία του και υποστήριξε την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις.

Το μεγάλο ερώτημα τώρα είναι – θα αποκτήσει η Αμερική την πρώτη της γυναίκα πρόεδρο ή μια δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ;

Ποιος προηγείται στις δημοσκοπήσεις;

Η Χάρις προηγείται του Τραμπ στους μέσους όρους των εθνικών δημοσκοπήσεων, όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα του BBC, με τα τελευταία στοιχεία στρογγυλοποιημένα στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό.

Τους μήνες που προηγήθηκαν της απόφασης του Μπάιντεν να αποχωρήσει, οι δημοσκοπήσεις τον έδειχναν σταθερά να βρίσκεται πίσω από τον πρώην πρόεδρο Τραμπ.

Όμως η κούρσα άλλαξε όταν η Χάρις μπήκε στην προεκλογική εκστρατεία και ανέπτυξε ένα μικρό προβάδισμα το οποίο διατηρεί έκτοτε.

Οι δύο υποψήφιοι βρέθηκαν αντιμέτωποι σε μια τηλεοπτική συζήτηση στην Πενσυλβάνια στις 10 Σεπτεμβρίου, την οποία παρακολούθησαν πάνω από 67 εκατομμύρια άνθρωποι.

Σε δύο σύντομες δημοσκοπήσεις που δημοσιεύθηκαν αμέσως μετά το ντιμπέιτ διαπιστώθηκε ότι οι περισσότεροι τηλεθεατές θεώρησαν ότι η Χάρις είχε καλύτερη απόδοση.

Η πλειονότητα των εθνικών δημοσκοπήσεων που διενεργήθηκαν έκτοτε δείχνουν ότι η Χάρις έχει σημειώσει κάποια μικρά κέρδη και ενώ ο μέσος όρος των δημοσκοπήσεών της δεν έχει μετακινηθεί πολύ, το προβάδισμά της αυξήθηκε ελαφρώς από 2,5 ποσοστιαίες μονάδες την ημέρα του ντιμπέιτ σε 2,9 μονάδες μια εβδομάδα αργότερα.

Αυτή η οριακή ενίσχυση οφείλεται όμως κυρίως στα νούμερα του Τραμπ. Ο μέσος όρος του αυξανόταν πριν από το ντιμπέιτ, αλλά μειώθηκε κατά μισή ποσοστιαία μονάδα την εβδομάδα που ακολούθησε.

Μπορείτε να δείτε αυτές τις μικρές αλλαγές στο παρακάτω διάγραμμα παρακολούθησης δημοσκοπήσεων, με τις γραμμές τάσης να δείχνουν πώς άλλαξαν οι μέσοι όροι και τις τελείες να δείχνουν τα μεμονωμένα αποτελέσματα δημοσκοπήσεων για κάθε υποψήφιο.

Πώς προκύπτουν τα αποτελέσματα

Αν και αυτές οι εθνικές δημοσκοπήσεις είναι ένας χρήσιμος οδηγός για το πόσο δημοφιλής είναι ένας υποψήφιος στο σύνολο της χώρας, δεν είναι απαραίτητα ένας ακριβής τρόπος πρόβλεψης του αποτελέσματος των εκλογών.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν ένα σύστημα εκλεκτορικού σώματος, στο οποίο κάθε πολιτεία λαμβάνει έναν αριθμό ψήφων που αντιστοιχεί περίπου στο μέγεθος του πληθυσμού της.

Συνολικά υπάρχουν 538 ψήφοι του εκλεκτορικού σώματος, οπότε ένας υποψήφιος πρέπει να φτάσει τις 270 για να κερδίσει.

Υπάρχουν 50 πολιτείες στις ΗΠΑ, αλλά επειδή οι περισσότερες από αυτές ψηφίζουν σχεδόν πάντα το ίδιο κόμμα, στην πραγματικότητα υπάρχουν μόνο μια χούφτα πολιτείες όπου και οι δύο υποψήφιοι έχουν πιθανότητες να κερδίσουν.  Αυτά είναι τα μέρη όπου θα κερδηθούν και θα χαθούν οι εκλογές και είναι γνωστά ως πολιτείες μάχης.

Ποιος κερδίζει στις πολιτείες «κλειδιά»

Αυτή τη στιγμή, οι δημοσκοπήσεις είναι πολύ στενές στις επτά πολιτείες που δίνουν τη μάχη, γεγονός που καθιστά δύσκολο να γνωρίζουμε ποιος πραγματικά προηγείται στην κούρσα.

Υπάρχουν λιγότερες δημοσκοπήσεις στις πολιτείες από ό,τι σε εθνικό επίπεδο, οπότε έχουμε λιγότερα δεδομένα για να δουλέψουμε και κάθε δημοσκόπηση έχει ένα περιθώριο λάθους που σημαίνει ότι τα νούμερα θα μπορούσαν να είναι υψηλότερα ή χαμηλότερα.

Όπως έχει διαμορφωθεί, οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι υποψήφιοι απέχουν μόλις μία ή δύο ποσοστιαίες μονάδες σε αρκετές πολιτείες.

Αυτό περιλαμβάνει την Πενσυλβάνια, η οποία είναι κλειδί καθώς έχει τον μεγαλύτερο αριθμό προσφερόμενων εκλεκτορικών ψήφων και επομένως καθιστά ευκολότερο για τον νικητή να φτάσει τις 270 ψήφους που απαιτούνται.

Η Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν ήταν όλα προπύργια των Δημοκρατικών πριν ο Τραμπ τα μετατρέψει σε κόκκινα στην πορεία του προς την κατάκτηση της προεδρίας το 2016.

Ο Μπάιντεν τα ανακατέλαβε το 2020 και αν η Χάρις μπορέσει να κάνει το ίδιο φέτος, τότε θα είναι σε τροχιά εκλογικής νίκης.

Ενδεικτικά για το πόσο έχει αλλάξει η κούρσα από τότε που η Χάρις έγινε υποψήφια των Δημοκρατικών, την ημέρα που ο Τζο Μπάιντεν εγκατέλειψε την κούρσα, να σημειωθεί ότι ήταν πίσω από

τον Τραμπ κατά σχεδόν πέντε ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο, σε αυτές τις επτά πολιτείες μάχης.

Πώς δημιουργούνται αυτοί οι μέσοι όροι;

Τα στοιχεία που χρησιμοποίησε το BBC στα παραπάνω γραφήματα είναι μέσοι όροι που δημιουργήθηκαν από ιστοσελίδα ανάλυσης δημοσκοπήσεων, η οποία ανήκει στο αμερικανικό ειδησεογραφικό δίκτυο ABC News.

Για τη δημιουργία τους, η σελίδα συλλέγει τα δεδομένα από μεμονωμένες δημοσκοπήσεις που διενεργούνται τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε πολιτείες μάχης από πολλές εταιρείες δημοσκοπήσεων.

Η Κάμαλα Χάρις δείχνει να προηγείται στις δημοσκοπήσεις

Στο πλαίσιο του ποιοτικού τους ελέγχου, η σελίδα περιλαμβάνει μόνο δημοσκοπήσεις από εταιρείες που πληρούν ορισμένα κριτήρια, όπως διαφάνεια σχετικά με τον αριθμό των ατόμων που συμμετείχαν στη δημοσκόπηση, το πότε διεξήχθη η δημοσκόπηση και τον τρόπο διεξαγωγής της (τηλεφωνικές κλήσεις, γραπτό μήνυμα, διαδικτυακή δημοσκόπηση κ.λπ.).

Μπορούμε να εμπιστευτούμε τις δημοσκοπήσεις;

Προς το παρόν, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Κάμαλα Χάρις και ο Ντόναλντ Τραμπ βρίσκονται σε απόσταση μερικών ποσοστιαίων μονάδων ο ένας από τον άλλον στις πολιτείες μάχης – και όταν ο αγώνας είναι τόσο κοντά, είναι πολύ δύσκολο να προβλέψεις τους νικητές.

Οι δημοσκοπήσεις υποτίμησαν την υποστήριξη για τον Τραμπ τόσο το 2016 όσο και το 2020.

Ο Τραμπ έχει μπερδέψει στο παρελθόν του δημοσκόπους

Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων θα προσπαθήσουν να διορθώσουν αυτό το πρόβλημα με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο θα κάνουν τα αποτελέσματά τους να αντικατοπτρίζουν τη σύνθεση του πληθυσμού που ψηφίζει.

Αυτές οι προσαρμογές είναι δύσκολο να γίνουν σωστά και οι δημοσκόποι πρέπει ακόμη να κάνουν εκπαιδευμένες εικασίες σχετικά με άλλους παράγοντες, όπως το ποιος θα προσέλθει πραγματικά να ψηφίσει στις 5 Νοεμβρίου.  IN