Η πτώση Άσαντ είναι ήττα για τη Μόσχα, αλλά όχι απαραίτητα νίκη για Ουάσινγκτον
Αν και η πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ και του μπααθικού καθεστώτος στη Δαμασκό αποτελεί μεγάλο πλήγμα στην εξωτερική πολιτική της Μόσχας και σίγουρα και της Τεχεράνης, ωστόσο, για τις ΗΠΑ, στη Μέση Ανατολή δεν ισχύει απόλυτα η αρχαία παροιμία ότι «ο Εχθρός του Εχθρού μου είναι Φίλος μου».
Η Ουάσιγκτον μπορεί να αντιμετωπίσει μάλιστα παρόμοιες προκλήσεις με την ηττημένη Μόσχα σε μια διαλυμένη πλέον Συρία.
Αυτό υποστηρίζει ο Βρετανός αναλυτής πολιτικής και επισκέπτης καθηγητής στο King’s College του Λονδίνου Ανατόλ Λίβεν.
Όπως και η Ρωσία, έτσι και η Ουάσιγκτον θα πρέπει να δει πως θα διατηρήσει τις δικές της βάσεις στη Συρία, από τις οποίες έχει εκτοξεύσει επιθέσεις τόσο εναντίον του τζιχαντιστών εχθρών του Μπαρ Αλ Άσαντ, όσο και του ίδιου του καθεστώτος. Άραγε η νέα εξουσία στη Δαμασκό θα κάνει τα στραβά μάτια ή θα στραφεί εναντίον των βάσεων, αναρωτιέται ο Λίβεν σε ανάλυσή του στο Responsible Statecraft.
«Το μεγαλύτερο ζήτημα που πρέπει να εξετάσουν οι ΗΠΑ είναι η μοίρα των Κούρδων της Συρίας» υπογραμμίζει ο αναλυτής. «Κατά τη διάρκεια του συριακού εμφυλίου πολέμου, με τεράστια βοήθεια από τις ΗΠΑ και το ημι-ανεξάρτητο κουρδικό κράτος στο βόρειο Ιράκ, οι συριακές κουρδικές δυνάμεις (το Κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης ή PYD) κατέλαβαν μια τεράστια περιοχή της βορειοανατολικής Συρίας, πολύ πέρα από την κύρια εθνική τους επικράτεια. Οι ΗΠΑ έχουν πολλές βάσεις και επιχειρήσεις υλικοτεχνικής υποστήριξης στην περιοχή».
Σε αυτό το σημείο την κατάσταση για την Ουάσιγκτον θα δυσκολέψει πιθανότατα η Άγκυρα, εκτιμά ο Βρετανός αναλυτής, καθώς η τελευταία έπαιξε κρίσιμο ρόλο στη νίκη των τζιχαντιστών και επωφελήθηκε από την νίκη τους.
Γιατί να θέλουμε να εμπλακούμε σε αυτό το χάος;» θα έλεγε διορατικά ένας Κινέζος διπλωμάτης.
«Η επίθεση της οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ προέκυψε από την ελεγχόμενη από τους Τούρκους περιοχή της βόρειας Συρίας και δύσκολα θα μπορούσε να συμβεί χωρίς την τουρκική υποστήριξη. Η επιτυχημένη χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών από τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ υποδηλώνει έντονα την τουρκική βοήθεια».
Τα συμφέροντα της Άγκυρας
Ο Λίβεν επισημαίνει τα δύο βασικά συμφέροντα της Άγκυρας στην περιοχή. Το πρώτο είναι να δημιουργηθεί μια κατάσταση στην οποία τα τρία εκατομμύρια Σύροι πρόσφυγες στην Τουρκία που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μπορούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Το δεύτερο και το σημαντικότερο, είναι η μείωση της ισχύος και του εδάφους των Κούρδων της Συρίας, τους οποίους έχει κατηγορήσει ότι είναι σύμμαχοι των Κούρδων ανταρτών του PKK στην Τουρκία.
Ο Λίβεν υπενθυμίζει ότι ταυτόχρονα με την επίθεση του Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ κατά του καθεστώτος Μπάαθ, οι υποστηριζόμενοι από την Τουρκία αντάρτες του «Συριακού Εθνικού Στρατού» με την υποστήριξη της τουρκικής αεροπορίας εξαπέλυσαν επίθεση κατά του κουρδικού PYD καταλαμβάνοντας την πόλη Μανμπίτζ. «Αυτό δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία πληρεξούσιοι που υποστηρίζονται από ένα μέλος του ΝΑΤΟ [Τουρκία] (αν και ένα ολοένα και πιο αποξενωμένο) επιτίθενται σε πληρεξούσιο των ΗΠΑ, χωρίς οι ΗΠΑ φαινομενικά να μπορούν να κάνουν πολλά γι ‘αυτό» υπογραμμίζει ο Ανατόλ Λίβεν.
Έτσι, εκτιμά πως εάν η Άγκυρα πιέσει το νέο καθεστώς στη Δαμασκό να συμμετάσχει στην επίθεση στα εδάφη που ελέγχονται από τους Κούρδους στη βορειοανατολική Συρία, αυτό θα δημιουργήσει διλήμματα για την Ουάσιγκτον παρόμοια με αυτά που αντιμετωπίζει η Ρωσία στη Δύση.
Άραγε, θα εγκατέλειπε η κυβέρνηση Τραμπ τους Κούρδους συμμάχους της, σύμφωνα με τη δήλωση του Τραμπ ότι «Αυτός δεν είναι ο αγώνας μας. Αφήστε το να παίξει. Να μην εμπλακείτε;» Ή μήπως οι απαιτήσεις της «αξιοπιστίας» θα ανάγκαζαν την Ουάσιγκτον να τους βοηθήσει, ακόμη και με το πιθανό κόστος να πυροδοτήσει μια βαθιά κρίση με την Τουρκία;
Το σοφό Πεκίνο
Θέλοντας να δείξει την δυσκολία που έχουν μπροστά τους οι Αμερικανοί, ο Λίβεν παρομοιάζει τη Μέση Ανατολή με ένα τραπέζι μπιλιάρδου, στο οποίο η κίνηση μιας μπάλας είναι ικανή να στείλει τις άλλες να κατευθυνθούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις και με τις κρούσεις να απομακρύνονται η μία από την άλλη. «Η διαφορά είναι ότι, σε αντίθεση με το μπιλιάρδο, ακόμη και ο πιο διορατικός ειδικός δεν μπορεί να προβλέψει προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούν οι μπάλες και κανένας εξωτερικός παίκτης δεν μπόρεσε να τους ελέγξει» λέει.
Έτσι, συμπερασματικό για τον Ανατόλ Λίβεν οι Κινέζοι έχουν επιλέξει την πιο σοφή προσέγγιση στη Μέση Ανατολή, εισάγοντας μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους από την περιοχή, δίχως να παρέμβουν σε συγκρούσεις της. «Γιατί να θέλουμε να εμπλακούμε σε αυτό το χάος;» θα έλεγε διορατικά ένας Κινέζος διπλωμάτης.