Η Χάνα Άρεντ παραμένει σημείο αναφοράς στη σύγχρονη φιλοσοφική συζήτηση. Όμως, συχνά μπορεί κανείς να διακρίνει και μια ορισμένη «χρήση» της Άρεντ, ιδίως από όσους θέλουν να υπογραμμίσουν ότι ο Καρλ Μαρξ αποτελεί μία από τις θεωρητικές αφετηρίες του φαινομένου του ολοκληρωτισμού και άρα πρέπει να μοιραστεί το σχετικό στίγμα. Σε τελική ανάλυση, η Άρεντ δεν είναι μόνο η συγγραφέας ενός βιβλίου αναφοράς για το φαινόμενο του ολοκληρωτισμού, αλλά και βιβλίων που επέκριναν πλευρές του ριζοσπαστισμού της δεκαετίας του 1960, ιδίως εκεί όπου αυτός αποδεχόταν τον ενδεχόμενο μιας βίαιης επαναστατικής δράσης, την ώρα, όμως, που στην κριτική της στον ολοκληρωτισμό απέφευγε θέσεις όπως π.χ. του Χάγιεκ που θεωρούσε προβληματική κάθε έννοια «κοινωνικού κράτους».
Όμως, η Άρεντ δεν ήταν απλώς μια φιλόσοφος έτοιμη να επαναλάβει το κλισέ ότι πίσω από τα εγκλήματα του Στάλιν βρίσκεται το «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Αντιθέτως, όταν έγραψε την πρώτη εκδοχή των «Απαρχών του Ολοκληρωτισμού», συνειδητοποίησε ότι το ερώτημα που έπρεπε να απαντηθεί ήταν με ποιο τρόπο μια ιδεολογία όπως ο μπολσεβικισμός μπορούσε να οδηγήσει σε φαινόμενα και εγκλήματα ολοκληρωτικού χαρακτήρα. Γι’ αυτόν τον λόγο και επιδόθηκε στην έρευνα γύρω από τον Μαρξ, με αρχικό τίτλο «Τα ολοκληρωτικά στοιχεία στον μαρξισμό» και αργότερα «Ο Καρλ Μαρξ και η παράδοση της δυτικής πολιτικής σκέψης». Παρότι οι εκτεταμένες σημειώσεις της δεν θα πάρουν τη μορφή μιας αυτοτελούς έκδοσης, εντούτοις αποσπάσματά τους θα συμπεριληφθούν ως κεφάλαια στα βασικά έργα της από την «Ανθρώπινη Κατάσταση» του 1958 και μετά.
Αυτό καθιστά ιδιαίτερα σημαντική την έκδοση στα ελληνικά του κειμένου της «Ο Καρλ Μαρξ και η παράδοση της δυτικής πολιτικής σκέψης», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Έρμα σε μετάφραση και εισαγωγή του Νίκου Κατσιαούνη. Ουσιαστικά, πρόκειται για το πρώτο μέρος της ερευνητικής της πρότασης προς το ίδρυμα Guggenheim το 1951, ξαναδουλεμένο ως βάση για διαλέξεις της το 1953. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά μετά το θάνατό της, το 2002 και προσφέρει με τρόπο συμπυκνωμένο το επιχείρημά της για το πώς πρέπει να διαβαστεί το έργο του Μαρξ.
Η Άρεντ ξεκινά από τη διαπίστωση ότι «έχει γίνει της μόδας τα τελευταία χρόνια να υποθέτουμε μια αδιάκοπη γραμμή μεταξύ του Μαρξ, του Λένιν και του Στάλιν, κατηγορώντας έτσι τον Μαρξ ότι αποτελεί τον πατέρα της ολοκληρωτικής κυριαρχίας». Σπεύδει, όμως, να υπογραμμίσει ότι «το να κατηγορεί κάποιος τον Μαρξ για ολοκληρωτισμό ισοδυναμεί με το να κατηγορεί την ίδια τη δυτική παράδοση ότι αναπόφευκτα καταλήγει σε αυτό το τερατούργημα της νέας μορφής διακυβέρνησης». Και αυτό γιατί θεωρεί ότι ο Μαρξ δεν παύει να είναι τμήμα μιας ολόκληρης παράδοσης πολιτικής φιλοσοφίας που η Άρεντ βλέπει να ξεκινά ήδη από την ελληνική αρχαιότητα: «η γραμμή από τον Αριστοτέλη στον Μαρξ παρουσιάζει λιγότερες και όχι τόσο σημαντικές ρωγμές απ’ ό,τι από τον Μαρξ στον Στάλιν».
Η Άρεντ αναγνωρίζει τη σημασία του Μαρξ. Θεωρεί ότι ανήκει σε αυτό που ορίζει ως η φιλοσοφική παράδοση, όμως ταυτόχρονα «ασχολήθηκε με τα λίγα καινούργια θεμελιώδη συμβάντα για τα οποία η ίδια παράδοση δεν προσέφερε κάποιο κατηγορικό πλαίσιο». Ιδιαιτέρως επισημαίνει ότι ο Μαρξ έκανε την πρωτόγνωρη για τη φιλοσοφική παράδοση επιλογή όχι μόνο να βάλει στο κέντρο της σκέψης του την εργασία αλλά και μία τάξη, την εργατική, «την οποία η φιλοσοφία περιφρονούσε από τις απαρχές της». Γι’ αυτό και επιμένει ότι «ο Μαρξ υπήρξε ο μοναδικός στοχαστής του 19ου αιώνα που συνέλαβε το κεντρικό του συμβάν -τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης- με φιλοσοφικούς όρους».
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Άρεντ συμφωνεί με τον Μαρξ. Αντιθέτως, επιμένει σε ένα νήμα σκέψης, που αφετηρία έχει την αρχαιοελληνική σκέψη, σύμφωνα με το οποίο η πολιτική ξεκινά ακριβώς στη βάση της απελευθέρωσης από τον μόχθο. Κατά συνέπεια, στη δική της οπτική μια «πολιτική σφαίρα με επίκεντρο την εργασία αποτελεί αντίφαση εν τοις όροις».
Ουσιαστικά, η Άρεντ δεν αμφισβητεί την αντίληψη του Μαρξ για την χειραφέτηση και ότι αυτή αφορά όντως μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων που ζουν χωρίς κανενός είδους εξαναγκασμό. Όμως, θεωρεί ότι η επικέντρωση του Μαρξ στα ζητήματα της εργασίας και του ταξικού ανταγωνισμού ως τα βασικά πεδία πάνω από τα οποία θα προκύψει η ελευθερία, αποτελεί παραίτηση από τη σύνδεση ανάμεσα σε ελευθερία και λόγο, καθώς έχει ως αφετηρία μια σύλληψη του ανθρώπου ως animal laborans όχι ως animal rationale.
Επιπλέον, η Άρεντ αμφισβητεί ότι μπορεί να υπάρξει μια μορφή ελευθερίας χωρίς καμία μορφή κυριαρχίας, υπογραμμίζοντας ότι μια τέτοια σύλληψη μιας πλήρους ισότητας και υποκατάστασης της κυριαρχίας από την απλή διαχείριση των πραγμάτων μπορεί τελικά να οδηγήσει σε μια εκδοχή κυριαρχίας της γραφειοκρατίας. Ούτε θεωρεί η Άρεντ ότι μπορούμε να αποδεχτούμε μια εκδοχή ιστορικής διαλεκτικής ανάλογη με αυτή που κατά τη γνώμη της ο Μαρξ είχε κληρονομήσει από τον Χέγκελ. Και παρότι η Άρεντ εντάσσει τον Μαρξ σε μια φιλοσοφική παράδοση που πλευρά της είχε την απαξίωση της πολιτικής, εντούτοις του αναγνωρίζει, έστω και υπό την επιρροή του Χέγκελ, τη θέση ότι «η πολιτική μακριά από το να είναι απείρως υποδεέστερη της φιλοσοφίας, αποτελεί τη μόνη δραστηριότητα που είναι εγγενώς φιλοσοφική».
Η Άρεντ αντιμετωπίζει τον Μαρξ με σεβασμό, παρότι θεωρεί ότι η σκέψη του αξιοποιήθηκε για να δικαιολογηθούν μορφές ολοκληρωτισμού. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν περιορίζεται στην αντιμετώπιση της εργασίας ως θεμελίου και μια εκδοχή ιστορικής διαλεκτικής. Ακολουθώντας τον Μπαλιμπάρ, μπορούμε πούμε ότι ο Μαρξ κάνει ένα θεωρητικό βραχυκύκλωμα ανάμεσα σε εργασία, οικονομία και πολιτική ανοίγοντας το δρόμο για μια νέα δημοκρατική πρακτική της πολιτικής με έμφαση στον μετασχηματισμό και τον πειραματισμό.