Γερμανία: θα αποκτήσει κυβέρνηση αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα ξεπεράσει τη βαθιά κρίση της

Τελείωσαν οι εκλογές στη Γερμανία και βοηθούσης της οριακή αποτυχίας της Σάρα Βάγκενκνεχτ και της φερώνυμης συμμαχίας της οποίας ηγήθηκε να περάσει το φράγμα του 5%, είναι πιο εύκολο να πάμε σε μια συμμαχία ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες, μια παραλλαγή «μεγάλου συνασπισμού», αν και χωρίς τους Φιλελεύθερους του FDP που καταβαραθρώθηκαν εκλογικά.
Ωστόσο, αυτό δεν πρόκειται να βγάλει από το κάδρο τον μεγάλο ελέφαντα στο δωμάτιο, δηλαδή την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) που ξεπερνώντας και το 20% και τους σοσιαλδημοκράτες κατάφερε να ξυπνήσει ουκ ολίγες αναμνήσεις από τη δεκαετία του 1930 και την πορεία του Χίτλερ προς την εξουσία και του κόσμου προς το μακελειό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ούτε βέβαια αυτό πρόκειται να αναιρέσει την άλλη διάσταση του μακρόσυρτου γερμανικού φθινοπώρου των τελευταίων ετών, που είναι η διαρκής στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας, που δεν έχει να κάνει μόνο με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας που εκτινάσσοντας προς τα πάνω το κόστος ενέργειας έπληξαν μεγάλο μέρος των ενεργειοβόρων γερμανικών βιομηχανιών που είναι φτιαχτεί στη βάση της ύπαρξης φτηνής ενέργειας. Έχει να κάνει και τον ίδιο τον τρόπο που αλλάζει ο κόσμος και την εμφάνιση και άλλων χωρών που κατορθώνουν με επιτυχία να παράγουν οι ίδιες βιομηχανικά προϊόντα στα οποία εξειδικευόταν η Γερμανία, κυρίως βιομηχανικό εξοπλισμό, μηχανήματα ακριβείας κ.λπ., ξεκινώντας από την Κίνα. Έχει ακόμη να κάνει με το πώς η Γερμανία παρά το σημαντικότατο επιστημονικό δυναμικό της δεν κατορθώνει να κάνει μεγάλες τομές και άλματα στην παραγωγικότητα, την ώρα που αδυνατεί να αναβαθμίσει μεγάλο μέρος των υποδομών της, παρότι αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες προκλήσεις όπως τις επιπτώσεις της κλιματικής καταστροφής. Και μπορεί βέβαια να απολαμβάνει την πλεονεκτική θέση που έχει μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο ως προς τη δυνατότητα αξιοποίησης της ενιαίας αγοράς αλλά και ως προς την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, όμως την ίδια στιγμή επηρεάζεται ακόμη περισσότερο από την ευρύτερη στασιμότητα σε όλη την Ευρώπη.

Πηγή: thenextrecession.wordpress.com

Πηγή: https://thenextrecession.wordpress.com/
Σε αυτό προστίθεται και μια βαθύτερη κρίση γεωπολιτικού προσανατολισμού. Μια εξωτερική πολιτική χτισμένη απάνω στον συνδυασμό του ατλαντισμού, με εκχώρηση ουσιαστικά της άμυνας στις αμερικανικές και νατοϊκές υποδομές, και του «ανοίγματος προς τα ανατολικά» ήδη από την εποχή της ΕΣΣΔ, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με μια κρίση ταυτότητας. Από τη μια, γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει αποφασισμένος να ξαναγράψει τους κανόνες του ατλαντισμού, απαιτώντας πολύ μεγαλύτερη ανάληψη ευθύνης (και χρηματοδότησης) για την άμυνα από τους συμμάχους, από την άλλη γιατί σε όλη τη διαδρομή από το 2014 και μετά η Γερμανία όχι απομακρύνθηκε από την παραδοσιακή πολιτική σε σχέση με τη Ρωσία, δεν πήρε πρωτοβουλίες για την ειρήνη και τώρα καλείται να αναλάβει μέρος της εφαρμογής μιας ενδεχόμενης ειρηνευτικής διαδικασίας στο σχεδιασμό της οποίας δεν έχει λόγο. Σε όλα αυτά προστέθηκε και μια ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην πλήρη ταύτιση με το Ισραήλ που εν μέσω μιας πολεμικής επιχείρησης που μεγάλο μέρος της παγκόσμιας κοινής γνώμης καταδίκασε ως «απόπειρα γενοκτονίας» απλώς πυροδότησε νέα ρήγματα, ιδίως σε τμήματα της νεολαίας, παρά την συμπόρευση της «δημόσιας σφαίρας» σε μια κατά βάση αντιπαλαιστινιακή γραμμή.
Όλα αυτά όμως αποτυπώνονται σε εντονότερες παρά ποτέ εσωτερικές διαιρέσεις, αντανάκλαση των οποίων είναι η μαζική αποστοίχιση από τα παραδοσιακά κόμματα. Τα πιο αποξενωμένα στρώματα φαίνεται ότι είναι και τα πιο λαϊκά – ενδεικτική η διαφορετική συμπεριφορά ανάλογα με τη μόρφωση. Εδώ είναι που η ακροδεξιά παίρνει τα υψηλότερα ποσοστά της κάτι που φαίνεται σε δύο δείκτες: πρώτον ότι έχει 28% σε όσους έχουν μόνο βασική εκπαίδευση (ενώ μόνο 13% σε όσους έχουν ανώτερη εκπαίδευση) και δεύτερον ότι η ακροδεξιά είναι η ισχυρότερη δύναμη στην πρώην Ανατολική Γερμανία, δηλαδή στις σχετικά φτωχότερες περιοχές.


Από την άλλη, η ακροδεξιά πέραν του να φαίνεται να τα πηγαίνει καλύτερα σε πιο λαϊκά στρώματα, την ίδια στιγμή κατορθώνει να πάρει μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων από τους χριστιανοδημοκράτες, από τους φιλελεύθερους και από τους σοσιαλδημοκράτες αλλά και από την αύξηση της συμμετοχής στις εκλογές. Την ίδια ώρα οι σοσιαλδημοκράτες χάνουν μαζικά προς τα δεξιά, προς την ακροδεξιά αλλά και προς την Αριστερά, την ώρα που και οι χριστιανοδημοκράτες βλέπουν κέρδη κυρίως από τους σοσιαλδημοκράτες και τους φιλελεύθερους αλλά και απώλειες προς την ακροδεξιά.

Η Αριστερά Die Linke, το μόνο κόμμα με θέση κατά του πολέμου στην Ουκρανία και υπέρ της Παλαιστίνης, είναι το αποτύπωμα μιας άλλης διαίρεσης που τη βλέπουμε και σε άλλες χώρες. Κατόρθωσε να φανεί ότι είναι το κόμμα που στέκονταν απέναντι στις πολιτικές των άλλων κομμάτων και έτσι πήρε αφενός την νεανική ψήφο (25% στην ηλικιακή κατηγορία 18-24) αλλά την ψήφο των πολιτών μεταναστευτικής πολιτικής (κάτι που εξηγεί και το ιδιαίτερα καλό αποτέλεσμα στο Βερολίνο). Από την άλλη, το γεγονός ότι δεν τα πάει πολύ καλά στους ανθρώπους χαμηλής μόρφωσης όπως και το γεγονός ότι πήρε ψήφους από τους σοσιαλδημοκράτες και κυρίως τους Πράσινους (που φαίνεται ότι πλήρωσαν τη ακόμη πιο συστημική και φιλοπόλεμη γραμμή τους) δείχνει ότι τείνει να γίνει ένα κόμμα των προοδευτικών μεσαίων στρωμάτων σε μεγάλο βαθμό.
Η νέα κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη τόσο με την πρόκληση μιας νέας οικονομικής και βιομηχανικής πολιτικής για την έξοδο από τη στασιμότητα όσο και με το νέο γεωπολιτικό τοπίο και τι επιβάλλει. Ως προς την οικονομία, η προσήλωση του Μερτς σε μια πιο ορθόδοξη εκδοχή νεοφιλελευθερισμού (και δημοσιονομικής πειθαρχίας) δείχνει ότι τα πιο δομικά και στρατηγικά ερωτήματα για τη γερμανική οικονομία δεν θα απαντηθούν (καθώς δεν είναι προβλήματα «κόστους»). Οι διακηρύξεις για μεγαλύτερη έμφαση στο Made in Germany ή για πιο ανταγωνιστική στάση απέναντι στην Κίνα (που παραμένει μια πολύ κρίσιμη αγορά για τη Γερμανία) όπως και για χαλάρωση και επιβράδυνση της Πράσινης Μετάβασης μπορεί να δίνουν κάποια αισιοδοξία σε τμήμα των γερμανικών επιχειρήσεων, όμως, δεν απαντούν στο πρόβλημα των τομών της παραγωγικότητα ή στις μεγάλες ανάγκες για εκσυγχρονισμό των υποδομών.
Την ίδια ώρα, το πώς θα μπορέσει να προσαρμοστεί η Γερμανία σε μια νέα συνθήκη που δεν θα ακυρώνει τον πυρήνα της ατλαντικής πολιτικής, αλλά θα αναμένει από τις ευρωπαϊκές χώρες μεγαλύτερη πραγματική ανάληψη αμυντικών βαρών δεν είναι καθόλου δεδομένο, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι μέχρι τώρα η Ευρώπη δεν έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στο να δείξει ότι μπορεί να αποκτήσει μια στέρεη δική της αμυντική βάση.
Όσο για την επανάκαμψη ενός πιο ηγετικού ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη, αυτό προϋποθέτει και ένα όραμα για την Ευρώπη, τους θεσμούς, το μέλλον της, τη φυσιογνωμία της πολύ πέρα από τις απλές προσαρμογές στον λόγο και τις προτεραιότητες της CDU και κατ’ επέκταση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Ιδίως όταν ούτε οι προκάτοχοί του κατάφεραν να κάνουν πραγματικά αυτή τη συζήτηση.