Εκλογές 2024: Η μαζική οργή και η παρακμή του δυτικού καπιταλισμού

Δημοσιεύτηκε στις 19/10/2024 09:34

Εκλογές 2024: Η μαζική οργή και η παρακμή του δυτικού καπιταλισμού

Στον απόηχο της τεράστιας ήττας του στις 30 Ιουνίου 2024, όταν το 80% των ψηφοφόρων απέρριψε τον «κεντρώο» πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, ο ίδιος δήλωσε ότι κατανοούσε την οργή του γαλλικού λαού (στη φωτογραφία του Reuters/Leah Millis, επάνω, οργισμένοι υποστηρικτές του Τραμπ μπροστά από το Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021).

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο ηττημένος των Συντηρητικών, Ρίσι Σούνακ, είπε το ίδιο για τον βρετανικό λαό, όπως πράττει τώρα και ο ηγέτης των Εργατικών Κιρ Στάρμερ καθώς η οργή ξεσπά.

Μήπως η αιτία της μαζικής οργής βρίσκεται στην παρακμή του δυτικού καπιταλισμού;

Εμανουέλ Μακρόν (αριστερά) και Κιρ Στάρμερ κατανοούν τη μαζική οργή… (φωτογραφία Reuters/Justin Tallis)

Φυσικά, τέτοιες φράσεις από τέτοιους πολιτικούς συνήθως σημαίνουν ελάχιστα ή τίποτα και επιτυγχάνουν λιγότερα.

Τέτοιοι ηγέτες και τα κόμματά τους απλώς συνεχίζουν να σταθμίζουν τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για ν’ ανακτήσουν την εξουσία όταν τη χάσουν.

Σ’ αυτό, μοιάζουν με τους δημοκρατικούς των ΗΠΑ, μετά την καταστροφική απόδοση του Μπάιντεν στην τηλεμαχία του με τον Τραμπ, και σαν τους Ρεπουμπλικάνους μετά την ήττα του Τραμπ το 2020, γράφει σε ανάλυσή του ο Richard D Wolff, επίτιμος καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, στο Αμχερστ.

Και στα δύο κόμματα, μια μικρή ομάδα κορυφαίων ηγετών και κορυφαίων χορηγών έλαβε όλες τις κρίσιμες αποφάσεις και στη συνέχεια οργάνωσε το πολιτικό θέατρο για να τις επικυρώσει.

Προσωρινές παρεκκλίσεις

Ακόμη και εκπλήξεις όπως η Κάμαλα Χάρις, που αντικατέστησε τον Μπάιντεν, αποτελούν προσωρινές παρεκκλίσεις από τη συνήθη επιστροφή στην πολιτική πρακτική.

Ωστόσο, σ’ αντίθεση με τον Τραμπ, οι άλλοι έχασαν ευκαιρίες να ταυτιστούν με μια ήδη οργανωμένη μαζική βάση οργισμένων ανθρώπων.

Ο μεγιστάνας το κατάφερε, λέγοντας φωναχτά και ωμά αυτά που οι παραδοσιακοί πολιτικοί αντιμετώπιζαν ως δημόσια ακατανόμαστα για τους μετανάστες, τις γυναίκες, το ΝΑΤΟ και τα πολιτικά ταμπού.

Το αποτέλεσμα αυτό έδωσε τον τόνο στον Τραμπ που συνέχισε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, επιμένοντας δολίως ότι είχε κερδίσει τις εκλογές του 2020.

Η μαζική οργή των πολιτών που αισθάνονταν θύματα στην καθημερινή τους ζωή βρήκε έναν εκπρόσωπο να υποστηρίζει μεγαλόφωνα ταυτόχρονες θυματοποιήσεις.

Επίθεση στους θύτες τους…

Ο Τραμπ και η βάση αντιλήφθηκαν ότι μαζί θα μπορούσαν να επιτεθούν στους θύτες τους.

Ωστόσο, είτε καταφέρνουν είτε όχι να εκμεταλλευτούν πολιτικά την οργή των ψηφοφόρων, κανένας κυρίαρχος ηγέτης στη συλλογική Δύση, συμπεριλαμβανομένου του Τραμπ, δεν τους κατανοεί.

Βλέπουν ως επί το πλείστον μόνο όσα μπορούν πειστικά να χρησιμοποιήσουν για να κατηγορήσουν τους αντιπάλους τους στις επόμενες εκλογές.

Ο Μπάιντεν κατηγόρησε τον Τραμπ για μια «κακή» οικονομία το 2020, κατηγορία που ο Τραμπ έστρεψε εναντίον του Μπάιντεν τον περασμένο χρόνο και τώρα εξαπολύει κατά της Χάρις.

Οι προεδρικοί αντίπαλοι κατηγορούν ο ένας τον άλλον για τη «μεταναστευτική κρίση», για την ανεπαρκή προστασία της αμερικανικής βιομηχανίας από τον κινεζικό ανταγωνισμό, τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού και τις εξαγωγές θέσεων εργασίας.

Ακόμη και εκπλήξεις όπως η Κάμαλα Χάρις αποτελούν προσωρινές παρεκκλίσεις από τη συνήθη επιστροφή στην πολιτική πρακτική (φωτογραφία Reuters)

Κανένας κυρίαρχος ηγέτης δεν «κατανοεί» (ή τολμά να υπονοήσει ή να υποδείξει) ότι η μαζική οργή στις μέρες μας μπορεί να οφείλεται σε κάτι περισσότερο και διαφορετικό από οποιοδήποτε σύνολο συγκεκριμένων καταγγελιών και απαιτήσεων (για όπλα, αμβλώσεις, φόρους και πολέμους).

Η οργή του MAGA

Ακόμη και οι δημαγωγοί που αρέσκονται να μιλούν για «πολιτιστικούς πολέμους» δεν τολμούν ν’ αναφέρουν γιατί είναι κρίσιμοι σήμερα τέτοιοι «πόλεμοι».

Οι οργισμένοι άνθρωποι του «Κάντε Ξανά την Αμερική Μεγάλη» (Make America Great Again – MAGA) είναι, σύμφωνα με τους επικριτές τους, ιδιαίτερα ασαφείς και ανεπαρκώς ενημερωμένοι.

Σπάνια, ωστόσο, αυτοί οι επικριτές προσφέρουν πειστικές εναλλακτικές εξηγήσεις για την οργή του MAGA (εξηγήσεις που να είναι σαφείς και επαρκώς ενημερωμένες).

Ρωτάμε, λοιπόν, μπορεί η οργή που εγγράφεται στο κίνημα MAGA να εκφράζει μια γνήσια μαζική οδύνη που δεν έχει ακόμη κατανοηθεί η αιτία της; Μήπως αυτή η αιτία δεν είναι τίποτα λιγότερο από την παρακμή του δυτικού καπιταλισμού και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει;

Εάν τα ιδεολογικά ταμπού και οι παρωπίδες αποκλείουν την παραδοχή της, μπορεί τ’ αποτελέσματά της – αναστάτωση, απόγνωση και οργή – ν’ αποδοθούν σε βολικούς αποδιοπομπαίους τράγους;

Η παρακμή της αμερικανικής αυτοκρατορίας

Τους επιλέγουν ανταγωνιστικά ο Τραμπ, ο Μπάιντεν, ο Μακρόν, ο Σούνακ και τόσοι άλλοι μόνο και μόνο για να κινητοποιήσουν μια οργή την οποία παρερμηνεύουν και δεν τολμούν να εξερευνήσουν;

Σε τελική ανάλυση, ο δυτικός καπιταλισμός δεν είναι πλέον ο παγκόσμιος αποικιακός κυρίαρχος. Η αμερικανική αυτοκρατορία που διαδέχτηκε τις ευρωπαϊκές, τις ακολουθεί τώρα στην παρακμή.

Η επόμενη αυτοκρατορία θα είναι η κινεζική ή αλλιώς η εποχή των αυτοκρατοριών θα δώσει τη θέση της στη γνήσια παγκόσμια πολυπολικότητα.

Ο δυτικός καπιταλισμός, επίσης, δεν είναι πλέον το δυναμικό κέντρο ανάπτυξης του κόσμου, καθώς αυτό έχει μετακινηθεί προς τα ανατολικά.

Χάνει ξεκάθαρα την προηγούμενη θέση του ως η πειστική, ενοποιημένη, απόλυτη δύναμη πίσω από την Παγκόσμια Τράπεζα, τα Ηνωμένα Εθνη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το δολάριο ΗΠΑ ως παγκόσμιο νόμισμα.

Οσον αφορά το παγκόσμιο οικονομικό αποτύπωμα όπως μετράται από τα εθνικά ΑΕΠ, των Ηνωμένων Πολιτειών μαζί μ’ εκείνο των κύριων συμμάχων τους (G7) είναι ήδη σημαντικά μικρότερο από το συνολικό της Κίνας μαζί με τους, επίσης, κύριους συμμάχους της (BRICS).

Προδομένοι, εγκαταλελειμμένοι και οργισμένοι

Το αποτύπωμα των δύο ισχυρών παγκόσμιων οικονομικών μπλοκ ήταν περίπου ίσο το 2020. Η διαφορά μεταξύ τους διευρύνεται από τότε και αυτή η τάση συνεχίζεται.

Το λογότυπο της Νέας Αναπτυξιακής Τράπεζας των (BRICS) με τις σημαίες των κρατών-μελών της σε πρώτο πλάνο (φωτογραφία Reuters/Aly Song)

Η Κίνα και οι σύμμαχοί της (BRICS) εξελίσσονται όλο και περισσότερο στο πλουσιότερο μπλοκ της παγκόσμιας οικονομίας.

Τίποτα δεν προετοίμασε τους πληθυσμούς του δυτικού καπιταλισμού γι’ αυτήν την αλλαγή της πραγματικότητας ή τις επιπτώσεις της.

Ειδικά τα τμήματα αυτών των πληθυσμών που ήδη αναγκάστηκαν να επωμιστούν τα δαπανηρά βάρη της παρακμής του, αισθάνονται προδομένα, εγκαταλελειμμένα και οργισμένα.

Οι εκλογές είναι, απλώς, ένας τρόπος για ορισμένους να εκφράσουν αυτά τα συναισθήματα.

Μια χούφτα πλούσιοι και ισχυροί του δυτικού καπιταλισμού ακολουθούν έναν συνδυασμό άρνησης και προσαρμογής στην παρακμή του.

Νεοφιλελευθερισμός και οικονομικός εθνικισμός

Οι κυρίαρχοι πολιτικοί, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και οι ακαδημαϊκοί συνεχίζουν να μιλούν, να γράφουν και να ενεργούν σαν η συλλογική Δύση να ήταν ακόμα παγκόσμια κυρίαρχη.

Γι’ αυτούς και τον τρόπο σκέψης τους, η παγκόσμια κυριαρχία τους στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα δεν τελείωσε ποτέ. Οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Γάζα μαρτυρούν αυτήν την άρνηση και αποτελούν παράδειγμα των πολυδάπανων στρατηγικών λαθών που παράγει.

Οταν δεν αρνούνται τη νέα πραγματικότητα, σημαντικές μερίδες των πλούσιων και ισχυρών επιχειρήσεων του δυτικού καπιταλισμού ρυθμίζουν τις προτιμώμενες οικονομικές τους πολιτικές μακριά από τον νεοφιλελευθερισμό προς τον οικονομικό εθνικισμό.

Το κύριο σκεπτικό αυτής της προσαρμογής είναι ότι εξυπηρετεί την «εθνική ασφάλεια» επειδή μπορεί, τουλάχιστον, να επιβραδύνει την «επιθετικότητα της Κίνας».

Στο εσωτερικό, οι πλούσιοι και οι ισχυροί σε κάθε χώρα χρησιμοποιούν τις θέσεις και τους πόρους τους για να μεταφέρουν το κόστος της παρακμής στα μεσαία στρώματα και στους φτωχότερους πολίτες.

Επιδεινώνουν τις ανισότητες εισοδήματος και πλούτου, περικόπτουν τις κρατικές κοινωνικές δαπάνες και σκληραίνουν τη συμπεριφορά της εκτελεστικής εξουσίας και την ποινική μεταχείριση των πολιτών.

Ευκαιρίες στους δεξιούς δημαγωγούς

Η άρνηση επιτείνει τη συνεχιζόμενη παρακμή του δυτικού καπιταλισμού. Πολύ λίγα, γίνονται πολύ αργά ενάντια σε προβλήματα που δεν τα έχουν καν αποδεχτεί.

Η επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών που απορρέει απ’ αυτήν την παρακμή, ειδικά για τα μεσαία εισοδήματα και τους φτωχούς, παρέχουν ευκαιρίες στους συνήθεις δεξιούς δημαγωγούς.

H Ρέιτσελ Ριβς, η υπουργός Οικονομικών της νέας κυβέρνησης του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας ανακοίνωσε ευθαρσώς: «Δεν υπάρχουν πολλά χρήματα εδώ» (φωτογραφία Reuters/Jonathan Brady).

Συνεχίζουν να κατηγορούν γι’ αυτήν τους μετανάστες, τους ξένους, την υπερβολική κρατική εξουσία, τους Δημοκρατικούς, την Κίνα, την εκκοσμίκευση, τις αμβλώσεις και τους εχθρούς του πολιτιστικού πολέμου, επιδιώκοντας μ΄ αυτόν τον τρόπο ν’ αποκτήσουν σημαντικά ερείσματα στο εκλογικό σώμα.

Δυστυχώς, ο αριστερός σχολιασμός επικεντρώνεται στη διάψευση των ισχυρισμών της δεξιάς σχετικά με τους επιλεγμένους αποδιοπομπαίους τράγους της.

Ενώ οι διαψεύσεις της είναι συχνά καλά τεκμηριωμένες και αποτελεσματικές στη μάχη των μέσων ενημέρωσης εναντίον των δεξιών Ρεπουμπλικανών, η Αριστερά πολύ σπάνια επικαλείται σαφή, σταθερά επιχειρήματα για τη σχέση της μαζικής οργής με τον καπιταλισμό που παρακμάζει.

Υποταγή στους καπιταλιστές

Αποτυγχάνει αρκετά να τονίσει ότι οι κυβερνητικές ρυθμιστικές αρχές, όσο καλοπροαίρετες κι αν είναι, έχουν αιχμαλωτιστεί και υποταχθεί με ξεκάθαρο τρόπο σε ιδιώτες κερδοσκόπους καπιταλιστές.

Ως εκ τούτου, η πλειονότητα των ανθρώπων έχει γίνει βαθιά δύσπιστη και δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση για τη διόρθωση ή το αντιστάθμισμα των αποτυχιών του ιδιωτικού καπιταλισμού.

Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται, συχνά απλώς ενστικτωδώς, ότι το σημερινό πρόβλημα είναι η ταύτιση καπιταλιστών και κυβέρνησης. Αριστεροί και δεξιοί αισθάνονται όλο και περισσότερο προδομένοι απ’ όλες τις υποσχέσεις των κεντροαριστερών και κεντροδεξιών πολιτικών.

Λιγότερο ή περισσότερο, η κυβερνητική παρέμβαση έχει ελάχιστα αλλάξει στην πορεία του σύγχρονου καπιταλισμού.

Σε αυξανόμενους αριθμούς, οι πολιτικοί της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς φαντάζουν εξίσου υπάκουοι υπηρέτες της ταύτισης καπιταλιστών – κυβέρνησης, η οποία χαρακτηρίζει τον σύγχρονο καπιταλισμό μ’ όλες τις παταγώδεις αποτυχίες και θύελλές του.

«Δεν υπάρχουν πολλά χρήματα εδώ»

Ετσι, η σημερινή δεξιά πετυχαίνει, εάν, όταν και όπου μπορεί, να εμφανιστεί ως μη κεντρώα, και οι υποψήφιοί της κατηγορηματικά αντι-κεντρώοι.

Η αριστερά είναι πιο αδύναμη επειδή πάρα πολλά από τα προγράμματά της φαίνεται ακόμα να συνδέονται με την ιδέα ότι οι κυβερνητικές παρεμβάσεις θα διορθώσουν ή θ’ αντισταθμίσουν τις αδυναμίες του καπιταλισμού.

Εν ολίγοις, η μαζική οργή αποσυνδέεται από την παρακμή του καπιταλισμού εν πολλοίς επειδή η αριστερά, η δεξιά και το κέντρο αρνούνται, αποφεύγουν ή απεμπολούν αυτήν τη σύνδεσή του.

Η μαζική οργή δεν μεταφράζεται ούτε μετατρέπεται σε ρητή αντικαπιταλιστική πολιτική εν μέρει επειδή πολύ λίγα οργανωμένα πολιτικά κινήματα δρουν προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ετσι, η Ρέιτσελ Ριβς, η υπουργός Οικονομικών της νέας κυβέρνησης του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας – το κορυφαίο οικονομικό στέλεχός του – ανακοινώνει ευθαρσώς: «Δεν υπάρχουν πολλά χρήματα εδώ».

Προετοιμάζει το κοινό – και προληπτικά δικαιολογεί τη νέα κυβέρνηση – για το πόσο λίγα θα προσπαθήσει να πράξει.

Η χρησιμότητα των εκλογών

Προχωρά παραπέρα και ορίζει τον βασικό της στόχο ως «το ξεκλείδωμα των ιδιωτικών επενδύσεων». Ακόμη και οι λέξεις που επιλέγει αντανακλούν αυτό που θέλουν ν’ ακούσουν και θα τόνιζαν οι παλιοί Συντηρητικοί.

Στους παρακμάζοντες καπιταλισμούς, οι εκλογικές αλλαγές μπορούν και συχνά χρησιμεύουν για την αποφυγή ή τουλάχιστον την αναβολή της πραγματικής αλλαγής.

Ιδού οι ένοχοι για την παρακμή του δυτικού καπιταλισμού (μετανάστρια με το παιδί της αγκαλιά μόλις έχει διασχίσει τον ποταμό Ρίο Γκράντε στα σύνορα του Μεξικού με τις ΗΠΑ, όπου ελπίζει ότι θα ζητήσει άσυλο – φωτογραφία Reuters/Daniel Becerril)

Τα λόγια της υπουργού Ριβς διαβεβαιώνουν τις μεγάλες εταιρείες και το 1% που πλουτίζουν ότι το Εργατικό Κόμμα του Στάρμερ δεν θα τις φορολογήσει βαριά.

Αυτό έχει σημασία αφού ακριβώς στις μεγάλες εταιρείες και στους πλούσιους βρίσκονται τα «πολλά χρήματα».

Ο πλούτος του κορυφαίου 1% θα μπορούσε εύκολα να χρηματοδοτήσει μια γνήσια δημοκρατική ανασυγκρότηση της σοβαρά εξαντλημένης οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου μετά το 2008.

Σε πλήρη αντίθεση, τα κλασικά προγράμματα των Συντηρητικών που δίνουν προτεραιότητα στις ιδιωτικές επενδύσεις είναι αυτά που έφεραν το Ηνωμένο Βασίλειο στη σημερινή θλιβερή κατάστασή του.

Ηταν κάποτε σοσιαλιστικό…

Αυτές ήταν το πρόβλημα και όχι η λύση. Το Εργατικό Κόμμα ήταν κάποτε σοσιαλιστικό. Ο σοσιαλισμός σήμαινε τότε μια ολοκληρωτική κριτική του καπιταλιστικού συστήματος και προώθηση κάτι εντελώς διαφορετικού.

Οι σοσιαλιστές επεδίωξαν εκλογικές νίκες για να κερδίσουν την κυβερνητική εξουσία και να τη χρησιμοποιήσουν για τη μετάβαση της κοινωνίας σε μια μετακαπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Αλλά το σημερινό Εργατικό Κόμμα έχει αποτινάξει αυτό το παρελθόν.

Θέλει να διαχειριστεί τον σύγχρονο βρετανικό καπιταλισμό ελαφρώς λιγότερο σκληρά από τους Συντηρητικούς. Λειτουργεί για να πείσει τη βρετανική εργατική τάξη ότι το «λιγότερο σκληρό» είναι το καλύτερο που μπορούν να ελπίζουν και να ψηφίσουν.

Και οι βρετανοί Συντηρητικοί μπορούν πράγματι να χαμογελάσουν και να εγκρίνουν υπεροπτικά ένα τέτοιο Εργατικό Κόμμα ή αλλιώς να διαφωνήσουν μαζί του για το πόση σκληρότητα «χρειάζεται» ο σημερινός καπιταλισμός.

Ο Μακρόν, επίσης κάποτε σοσιαλιστής, παίζει παρόμοιο ρόλο στη Γαλλία. Πράγματι, το ίδιο κάνουν ο Μπάιντεν και ο Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τζάστιν Τριντό στον Καναδά και ο Ολαφ Σολτς στη Γερμανία.

Μεταξύ ελεύθερου εμπορίου και προστατευτισμού

Ολοι προσφέρουν διαχείριση των σύγχρονων καπιταλισμών τους. Κανένας δεν έχει προγράμματα που στοχεύουν στην επίλυση των βασικών, συσσωρευμένων και επίμονα άλυτων προβλημάτων του σύγχρονου καπιταλισμού.

Οι λύσεις θ’ απαιτούσαν πρώτα να παραδεχτούμε ποια είναι αυτά τα προβλήματα: κυκλικά επαναλαμβανόμενη αστάθεια, όλο και πιο άνιση κατανομή εισοδήματος και πλούτου, χρηματική διαφθορά της πολιτικής, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του πολιτισμού και ολοένα και πιο καταπιεστικές εξωτερικές πολιτικές που αποτυγχάνουν ν’ αντισταθμίσουν την παρακμή του δυτικού καπιταλισμού.

Η επίμονη άρνηση σ’ όλη τη συλλογική Δύση αποκλείει την παραδοχή αυτών των προβλημάτων, πόσο μάλλον τη διαμόρφωση λύσεων σε προγράμματα για πραγματική αλλαγή.

Οι φήμες που ήθελαν μετανάστες να έχουν μαχαιρώσει τρία κοριτσάκια ήταν αρκετές για να βγάλουν τον ακροδεξιό εσμό στους δρόμους (φωτογραφία του Reuters/Hollie από τα επεισόδια στο Ρόδερχαμ της Βρετανίας)

Οι εναλλασσόμενες κυβερνήσεις διαχειρίζονται, δεν τολμούν να ηγηθούν. Θα ερχόταν σε ρήξη το δίδυμο Κάμαλα Χάρις – Τιμ Βαλτς μ’ αυτό το καθεστώς;

Οι διοικήσεις τους θα πειραματιστούν και ίσως θα ταλαντευτούν μεταξύ των πολιτικών ελεύθερου εμπορίου και προστατευτισμού – όπως έκαναν συχνά οι προηγούμενες καπιταλιστικές κυβερνήσεις.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα πρόσφατα βήματα του Δημοκρατικού Κόμματος και των Δημοκρατικών προς τον οικονομικό εθνικισμό εξακολουθούν ν’ αποτελούν ψηφοθηρικές εξαιρέσεις στις ακόμη ευρέως διαδεδομένες δεσμεύσεις για τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Ο ρόλος της Ακροδεξιάς

Οι δυτικές εταιρείες-κολοσσοί και τα τεράστια δυτικά μονοπώλια, συμπεριλαμβανομένων πολλών με έδρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, καλωσορίζουν τον νέο ρόλο της Κίνας ως παγκόσμιου πρωταθλητή του ελεύθερου εμπορίου (ακόμα κι αν αντεπιτίθεται στους δασμούς και τους εμπορικούς πολέμους που εγκαινίασε η συλλογική Δύση).

Η υποστήριξη για διαπραγματεύσεις παραμένει ισχυρή για τη διαμόρφωση γενικά αποδεκτών παγκόσμιων καταμερισμών εμπορικών και επενδυτικών ροών.

Θεωρούνται επωφελείς καθώς και μέσο για την αποφυγή επικίνδυνων πολέμων.

Οι εκλογές θα συνεχίσουν ν’ αναλώνονται σ’ αντιπαραθέσεις μεταξύ των τάσεων ελεύθερου εμπορίου του καπιταλισμού και των τάσεων προστατευτισμού.

Αλλά το πιο θεμελιώδες ζήτημα των εκλογών του 2024 είναι η μαζική οργή στη συλλογική Δύση που προκαλείται από την ιστορική παρακμή της και τις επιπτώσεις αυτής της παρακμής στο σύνολο των μέσων πολιτών.

Πώς αυτή η οργή θα διαμορφώσει τις εκλογές; Η πιο ακροδεξιά πτέρυγα αναγνωρίζει και εκμεταλλεύεται τη βαθύτερη οργή χωρίς, φυσικά, να τη συνδέει με τον καπιταλισμό. Η Μαρίν Λεπέν, ο Νάιτζελ Φάρατζ και ο Ντόναλντ Τραμπ αποτελούν τέτοια παραδείγματα.

Ο «λαϊκισμός»

Ολοι τους χλευάζουν και ειρωνεύονται τις κεντροαριστερές και κεντροδεξιές κυβερνήσεις που απλώς διαχειρίζονται αυτό που οι ίδιοι περιγράφουν ως βυθιζόμενο πλοίο το οποίο χρειάζεται νέα, διαφορετική ηγεσία.

Αλλά η βάση των χορηγών τους (καπιταλιστική) και η μακροχρόνια ιδεολογία τους (φιλοκαπιταλιστική) τους εμποδίζουν να πάνε πέρα από τους ακραίους αποδιοπομπαίους τράγους (μετανάστες, εθνοτικές μειονότητες, μη συμβατές σεξουαλικές σχέσεις και ξένους δαίμονες).

Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, επίσης, δεν μπορούν ν’ αποδεχθούν τη σχέση της μαζικής οργής με τον καπιταλισμό. Ετσι, την απορρίπτουν ως παράλογη ή την αποδίδουν στην ανεπαρκή επικοινωνιακή πολιτική των κυβερνητικών παραγόντων.

Για πολλούς μήνες, και οι κυρίαρχοι οικονομικοί αναλυτές κλαίγονταν για την «περίεργη» συνύπαρξη μιας «εύρωστης οικονομίας», με τις δημοσκοπήσεις που καταγράφουν μαζική απογοήτευση για την «κακή» οικονομία.

Με τον όρο «περίεργη» εννοούν «ανόητη» ή «ανίδεη» ή «με ανέντιμα πολιτικά κίνητρα»: σύνολα λέξεων που συνήθως συμπυκνώνονται στον όρο «λαϊκισμός».

(Από αριστερά προς τα δεξιά) Μαρίν Λεπέν, Νάιτζελ Φάρατζ και Ντόναλντ Τραμπ αναγνωρίζουν και εκμεταλλεύονται τη βαθύτερη οργή χωρίς, φυσικά, να τη συνδέουν με τον καπιταλισμό

Η αριστερά φθονεί τη σημαντική, τώρα, μαζική επιρροή της ακροδεξιάς σε τμήματα της εργατικής τάξης. Στις περισσότερες χώρες, η αριστερά έχει περάσει τις τελευταίες πολλές δεκαετίες προσπαθώντας να κρατήσει την εργατική βάση της καθώς το κεντροαριστερό κίνημα της κυρίαρχης τάσης την απογοήτευσε.

Ο «ήπιος» καπιταλισμός

Αυτό σήμαινε μια μεγαλύτερη ή μικρότερη μετατόπιση από κομμουνιστικές και αναρχικές σε όλο και πιο «μετριοπαθείς» σοσιαλιστικές και δημοκρατικές σχέσεις.

Η αλλαγή αυτή περιλάμβανε την υποβάθμιση του στόχου για έναν εντελώς διαφορετικό μετακαπιταλισμό υπέρ της άμεσης επιδίωξης ενός πιο ήπιου, ανθρώπινου καπιταλισμού που ενισχύεται από το κράτος, προκειμένου οι μισθοί και τα επιδόματα να είναι μεγαλύτερα, οι φόροι πιο προοδευτικοί, οι κύκλοι πιο ρυθμισμένοι και οι μειονότητες λιγότερο καταπιεσμένες.

Για εκείνη την αριστερά, η μαζική οργή που θα μπορούσε ν’ αναγνωρίσει προκλήθηκε από τις αποτυχίες να επιτευχθεί ένας τέτοιος ηπιότερος καπιταλισμός υποστηριζόμενος από το κράτος, και όχι από την παρακμή του δυτικού καπιταλισμού.

Καθώς το δυναμικό κέντρο του μετακινήθηκε στην Ασία και αλλού στον Παγκόσμιο Νότο, η παρακμή του εδραιώθηκε στα παλιά, λίγο πολύ εγκαταλελειμμένα κέντρα του.

Οι καπιταλιστές του παλιού κέντρου συμμετείχαν και αποκόμισαν τεράστια κέρδη καθώς το σύστημα μετέφερε το δυναμικό του κέντρο.

Υφεση και τραύματα

Οι καπιταλιστές στα νέα κέντρα, κρατικοί και ιδιωτικοί, κέρδισαν ακόμη περισσότερα. Στα παλιά κέντρα, οι πλούσιοι και οι ισχυροί μετέφεραν τα βάρη της παρακμής στις μάζες.

Στα νέα κέντρα, οι πλούσιοι και οι ισχυροί συγκέντρωσαν τον νέο καπιταλιστικό πλούτο ως επί το πλείστον στα χέρια τους, αλλά με διάχυσή του προς τα κάτω μέσω των μηχανισμών της αγοράς, ικανοποιώντας μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης τους.

Ετσι λειτουργεί και έτσι λειτουργούσε πάντοτε ο καπιταλισμός. Για τη μάζα των εργαζομένων, ωστόσο, η ανοδική πορεία όταν το δυναμικό κέντρο του βρισκόταν στο μέρος όπου εργάζονται και ζουν ήταν πολύ πιο ευχάριστη κι’ ελπιδοφόρα από τώρα που εδραιώθηκε η παρακμή.

Η πτωτική πορεία του προκαλεί ύφεση και τραύματα. Οταν επιδεινώνονται χωρίς παραδοχή ή διάλογο, συχνά μεταμορφώνονται σε οργή.

© Πηγή: In.gr