Economist: Γιατί οι μισοί Αμερικανοί θα ψηφίσουν Ντόναλντ Τραμπ
Στις εκλογές του 2016 ψήφισαν για πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ, 62,984,828 Αμερικανοί, ενώ σε αυτές του 2020 ακόμα περισσότεροι, 74.223.975. Πολλοί, κυρίως αντίπαλοί του, προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί ο –αμφιλεγόμενος- υποψήφιος συγκινεί το μισό ουσιαστικά εκλογικό σώμα;
Επιχειρώντας το γνωστό βρετανικό περιοδικό Economist –που τάσσεται κατά του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου- να δώσει απαντήσεις επικαλείται τρία είδη εξηγήσεων: Τη σημασία των θεσμών, που προβάλουν οι πολιτικοί επιστήμονες, οικονομικούς λόγους και το πολιτισμικό χάσμα μεταξύ των ελίτ και του πληθυσμού, που σημειώνουν οι κοινωνιολόγοι.
Η πρώτη εξήγηση, σύμφωνα με τον Economist, -κάπως ελιτίστικη- βλέπει τον Τραμπ ως έναν τυχερό αβανταδόρο, ή ίσως ακόμη και έναν έξυπνο εκμεταλλευτής, του ιδιόμορφου πολιτικού συστήματος της Αμερικής. Στο πλειοψηφικό σύστημα, που ανταμείβει τον υποψήφιο που κατέχει τη πλειοψηφία, ενθαρρύνει τον διπολισμό.
Οι εργατικές τάξεις, συμπεριλαμβανομένων όλο και περισσότερων λευκών, θαυμάζουν ότι ο Τραμπ έχει κάνει τους σωστούς εχθρούς,
Οι ανοιχτές προκριματικές εκλογές σήμαιναν ότι τα χαμηλόβαθμα στελέχη κατέχουν περισσότερη εξουσία από τις ελίτ του κόμματος κατά την επιλογή του προεδρικού υποψηφίου. Αυτό επιτρέπει σε μια φατρία, όπως θα μπορούσε να ονομαστεί το πλήθος «Make America Great Again», να πάρει τον έλεγχο ενός μηχανισμού μεγάλου κόμματος, εάν είναι αρκετά επιτυχημένος. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στους Δημοκρατικούς, με το ρεύμα του Μπέρνι Σάντερς και της Ελίζαμπεθ Γουόρεν, το 2016 και το 2020, τα οποία ο Economist χαρακτηρίζει ως λαϊκιστική αριστερά. Αλλά κανένας από τους δύο δεν κατάφερε να πιάσει το 25-35% των προκριματικών ψηφοφόρων που κατάφερε ο Τραμπ στις πρώτες προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών το 2016.
Ο Economist σημειώνει μάλιστα πως εάν ίσχυε στις ΗΠΑ μια πολυκομματική δημοκρατία ευρωπαϊκού τύπου, ένα κόμμα υπό τον Τραμπ θα μπορούσε να αποσπάσει μεγαλύτερη υποστήριξη δίχως να χρειάζεται την πλειοψηφία, φέρνοντας ως παράδειγμα τη σκληροπυρηνική Εναλλακτική για τη Γερμανία. Με αυτόν τον τρόπο βέβαια, ο Economist, δείχνει να επιλέγει λιγότερο δημοκρατικές μεθόδους ανάδειξης των ηγετών, καθιστώντας τους ψηφοφόρους «επίφοβους» ως προς τις πολιτικές επιλογές τους.
Από τη στιγμή που είναι επικεφαλής του κόμματος, το δικομματικό σύστημα λειτουργεί υπέρ της εξεγερμένης παράταξης, αναγκάζοντας τους συμπατριώτες να συνάψουν ειρήνη με τη νέα ηγεσία. Αυτό εξηγεί πολλά από την υποστήριξη του Τραμπ σήμερα. Ωστόσο, αυτή η εξήγηση δεν αρκεί για να εξηγήσει πως είναι δυνατόν να είναι το πρώτο πρόσωπο που κέρδισε την υποψηφιότητα ενός μεγάλου κόμματος τρεις φορές στη σειρά μετά τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ.
Δεν φταίει η οικονομία
Η δεύτερη εξήγηση δίνεται από τους οικονομολόγους, λέει ο Economist. Η αμερικανική οικονομία άνθισε κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, μέχρι την πανδημία του κορονοϊού. «Αν και οι ψηφοφόροι δεν ενέκριναν τη συμπεριφορά του Τραμπ στην εξουσία, και ειδικά στις 6 Ιανουαρίου 2021, όταν οι υποστηρικτές του παραβίασαν βίαια το Καπιτώλιο, ο θυμός τους για τον πληθωρισμό και η απαισιοδοξία για την οικονομία τους ώθησε να στραφούν κατά του δημοκρατικού κατεστημένου» σημειώνει το περιοδικό.
Οι ψηφοφόροι έχουν παντού μια διάθεση κατά του κατεστημένου, απορρίπτοντας τα κυβερνώντα κόμματα στη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ινδία και την Ιαπωνία. Ωστόσο, ο Economist σημειώνει ότι στις ΗΠΑ οι πολίτες δεν θυμώνουν λόγω της οικονομίας. Οι ΗΠΑ έχουν διπλασιάσει το χάσμα την παραγωγή από το 199ο ανά άτομο συγκριτικά με τον Καναδά, τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία, ενώ ο κόσμος ζηλεύει την αμερικανική οικονομία, που αυξάνει τους μισθούς. Έτσι, το βρετανικό περιοδικό τονίζει πως εάν η ανισότητα είναι η αιτία, αυτό είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί με τα στοιχεία που δείχνουν ότι οι μισθοί αυξάνονται και η ανισότητα μειώνεται. Βέβαια, και αυτά που σημειώνει ο Economist δεν είναι ακριβή, καθώς οι ΗΠΑ είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη ανισότητα ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη.
Είναι πολιτισμικό το ζήτημα
Έτσι, ο Economist έρχεται στην τρίτη εξήγηση που δίνεται από την πολιτική κοινωνιολογία. Παρόλο που η αμερικανική πολιτική παρέμεινε σχεδόν τέλεια διχασμένη την τελευταία δεκαετία, δεν ήταν στατική. Οι ψηφοφόροι είναι λιγότερο διαιρεμένοι ανά εισόδημα ή φυλή από ό,τι πριν. Αντίθετα, μια νέα εντυπωσιακή διαχωριστική γραμμή είναι η εκπαιδευτική τάξη. Οι Δημοκρατικοί προσελκύουν όλο και περισσότερο την υποστήριξη της επαγγελματικής τάξης των στελεχών που ζουν στα προάστια και βρίσκουν τον Τραμπ αποκρουστικό και ακατάλληλο για το αξίωμα.
Οι εργατικές τάξεις, συμπεριλαμβανομένων όλο και περισσότερων λευκών, θαυμάζουν ότι ο Τραμπ έχει κάνει τους σωστούς εχθρούς, στους οποίους απευθύνεται και μιλάει όπως αυτές, υποσχόμενος ένα μέλλον που θα έχουν αξιοπρέπεια, υπογραμμίζει το βρετανικό περιοδικό.
Επισκεπτόμενος μια περιοχή στη Βόρεια Καρολίνα που επλήγη σκληρά από τις πλημμύρες πριν από μερικές εβδομάδες, ο Τραμπ υποσχέθηκε ότι υπό τη διακυβέρνησή του κάθε ιδιοκτησία που είχε καταστραφεί θα ξαναχτιζόταν και πιο όμορφα από πριν. «Ήταν αυτό που ο κόσμος ήθελε να ακούσει» λέει ο Economist. «Ο Τραμπ κάνει πολλούς Αμερικανούς να αισθάνονται ότι τους βλέπουν. Το ότι είναι χαρούμενος που ντύνεται με τη στολή ενός υπαλλήλου στα McDonald’s ή ενός απορριμματοφόρου, παρά τα πολλά δις. δολ. που έχει, βοηθά επίσης».
Εάν ληφθούν υπόψη τα εκπαιδετικά προσόντα το πιο σοβαρό χάσμα στην Αμερική αφορά τον πολιτισμό και όχι τα χρήματα, λέει ο Economist. «Υπό τον Τραμπ, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα φαίνεται ολοένα και πιο αριστερό στα οικονομικά του, υποστηρίζοντας τον προστατευτισμό, τις φορολογικές εκπτώσεις της εργατικής τάξης και τη διατήρηση του υπάρχοντος συστήματος δικαιωμάτων» λέει ο δημοσίευμα, το οποίο υποστηρίζει ότι οι Δημοκρατιοί δεν απευθύνονται πλέον στους μη πτυχιούχους, γι΄αυτό και μέλη των βιομηχανικών συνδικάτων κινούνται προς τον Τραμπ.
Μπορεί οι Δημοκρατικοί και ένα μέρος της ελίτ των Ρεπουμπλικάνων να αναρωτιούνται πως είναι δυνατόν να απολαμβάνει τέτοιες λαϊκής υποστήριξης ο Τραμπ, ενώ κατηγορείται ότι πήγε να ανατρέψει εκλογικά αποτελέσματα ή στάθηκε κατά των αμβλώσεων, ωστόσο οι υποστηρικτές του βλέπουν αυτές τις επικρίσεις ως υπερδιαφημισμένες. «Και τους βλέπουν ως υποκριτές, επισημαίνοντας ότι το νομικό σύστημα στην πραγματικότητα έχει οπλιστεί εναντίον του Τραμπ με τρόπο που απειλητικό» αναφέρει ο Economist.