Βρετανικό Μουσείο: Νέα κωλύματα στην επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα

Εμπόδια αντιμετωπίζει για ακόμη μία φορά το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, από το Βρετανικό Μουσείο.
Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ των ατόμων που διορίστηκαν ως μέλη της διοίκησης του Βρετανικού Μουσείου περιλαμβάνεται μία ακαδημαϊκός εμπειρογνώμονας που αντιτίθεται, γενικά, στην επιστροφή κλεμμένων αρχαιοτήτων.
Οι «φωνές» κατά της επιστροφής των Γλυπτών
Η δρ Τίφανι Τζένκινς, συγγραφέας του βιβλίου «Κρατώντας τα Γλυπτά τους», θα ενταχθεί στους νέους επιτρόπους που περιλαμβάνουν την τηλεοπτική παρουσιάστρια και συγγραφέα Κλαούντια Γουίνκλμαν, τον λόρδο Φινκελστάιν, έναν συντηρητικό που ήταν σύμβουλος του πρωθυπουργού Τζον Μέιτζορ, τον ιστορικό και podcaster Τομ Χόλαντ και την πρώην παρουσιάστρια ραδιοφωνικών ειδήσεων του BBC Μάρθα Κέρνι για μια τετραετή θητεία. Πρόεδρος των διαχειριστών είναι ο Τζορτζ Όσμπορν, ο πρώην συντηρητικός υπουργός Οικονομικών.
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα αφαιρέθηκαν μεταξύ 1801 και 1815 από τον λόρδο Έλγιν, τον Βρετανό πρεσβευτή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι είχε άδεια να τα πάρει, αν και δεν έχει βρεθεί κανένα δικαιολογητικό έγγραφο. Τα γλυπτά αποκτήθηκαν από το Βρετανικό Μουσείο το 1816, αλλά η νόμιμη ιδιοκτησία τους αμφισβητείται από τη δεκαετία του 1980.
Η Τίφανι Τζένκινς στο βιβλίο της προσπάθησε να εξετάσει τις επιρροές που ασκήθηκαν στο ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών, σε μία προσπάθεια να διορθώσει ιστορικά σφάλματα.
Οι απόψεις της Τίφανι Τζένκινς έρχονται σε αντίθεση με εκείνες μιας άλλης γνωστής ιστορικού και ραδιοτηλεοπτικού παραγωγού, της δρ Άλις Ρόμπερτς, η οποία πρόσφατα συναντήθηκε με την Ελληνίδα υπουργό Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της σειράς της για την Αρχαία Ελλάδα για το Channel 4, αναφέρει σε δημοσίευμά του ο Guardian.
Νωρίτερα αυτό το μήνα η Ρόμπερτς δήλωσε στους Radio Times: «Ανήκουν πίσω στην Αθήνα. Δεν είναι ισοδύναμο, αλλά φαντάζομαι ότι στην Αγγλία θα ήμασταν αναστατωμένοι αν μια άλλη χώρα είχε σημαντικά κομμάτια του Στόουνχεντζ και δεν τα έδινε πίσω. Αλλά στην πραγματικότητα το επιχείρημα είναι βαθύτερο από αυτό. Υπάρχει επιτακτική ανάγκη να αναγνωριστούν ορισμένες αμφισβητήσιμες πρακτικές του παρελθόντος, οι οποίες συχνά πήγαιναν χέρι-χέρι με την ιστορία της αποικιοκρατίας».
Ζήτημα «επανένωσης»
Μέχρι πρόσφατα, η βρετανική αντίδραση βασιζόταν στην ιδέα ότι η αφαίρεση ήταν νόμιμη και ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι ο ασφαλέστερος θεματοφύλακας. Αλλά το επιχείρημα άλλαξε τα τελευταία χρόνια, καθώς η Ελλάδα απομακρύνθηκε από την απλή διεκδίκηση της ιδιοκτησίας. Το ζήτημα συχνά διαμορφώνεται πλέον ως ζήτημα «επανένωσης», που περιλαμβάνει τον διαμοιρασμό της κληρονομιάς.
Η στάση αυτή τονίστηκε από τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος πρότεινε ότι η τέχνη μπορεί να φυλάσσεται σε άλλη χώρα χωρίς να χάνει τη σημασία της. Αλλά το 2023, ο Ρίσι Σουνάκ, που ήταν τότε πρωθυπουργός, ακύρωσε την τελευταία στιγμή μια συνάντηση με τον Μητσοτάκη, σε μια κίνηση που ερμηνεύτηκε ως τρόπος αποφυγής του θέματος.
Σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, aσκήθηκε κριτική για το γεγονός ότι φυλετική ποικιλομορφία αναφορικά με τους νέους διορισθέντες, παρότι το συμβούλιο των 20 υπεύθυνων του μουσείου περιλαμβάνει ένα μείγμα πολιτισμικών καταβολών.
Ανακοινώνοντας τους διορισμούς, ο υπουργός Πολιτισμού Κρις Μπράιαντ δήλωσε: «Οι δημόσιοι διορισμένοι βοηθούν να ηγηθούν ορισμένων από τα πιο γνωστά ιδρύματα του Ηνωμένου Βασιλείου, και αυτά τα εξαιρετικά ταλαντούχα άτομα με ένα ευρύ φάσμα προσωπικής και επαγγελματικής εμπειρίας θα συμβάλουν σημαντικά στον τρόπο με τον οποίο διοικούνται και θα βοηθήσουν στην προώθηση της βρετανικής ήπιας ισχύος στο εξωτερικό».