Μείωση των δημοσιονομικών στόχων από το 3,5% του ΑΕΠ που είχαμε προ κορονοϊού ως υποχρέωση έως το 2022 και αναμονή για τη χαλάρωση του στόχου για την ετήσια μείωση του χρέους περιλαμβάνει το βασικό σενάριο του οικονομικού επιτελείου για τη μετά τον κορονοϊό εποχή.
Στην παρούσα φάση ο στόχος που θα πρέπει να επιτευχθεί είναι να συγκρατηθούν οι δαπάνες στα όρια που έχει θέσει ο Προϋπολογισμός, ή περίπου εκεί. Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει σταδιακά η οικονομία να πάρει μπρος (αυτό ξεκίνησε με το άνοιγμα του λιανεμπορίου) και παράλληλα να αποφευχθεί ένα τρίτο κύμα πανδημίας, που θα έφερνε ένα τρίτο lockdown της οικονομίας. Σε δεύτερη φάση θα πρέπει να συνεχίσει η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα κάνουν την οικονομία πιο ανταγωνιστική και ανθεκτική, θέμα που στην παρούσα φάση είναι ζητούμενο για όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Σε τρίτη φάση θα πρέπει η Ελλάδα να αξιοποιήσει τα κονδύλια ύψους 32 δισ. ευρώ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και Ανάκαμψης, με στόχο να πετύχει αφενός την ανάκαμψη της οικονομίας μετά τα μέσα του χρόνου, αφετέρου να πείσει τους εταίρους της ότι θα έχει σταθερά υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ, για την επόμενη 10ετία, όπως προβλέπει και η ΤτΕ.
Το πιο “αδύνατο” σημείο των δημόσιων οικονομικών, το χρέος, μετά και την οριζόντια αναθεώρηση του ύψους του ΑΕΠ από την ΕΛΣΤΑΤ τον περασμένο Οκτώβριο και του δανεισμού της Ελλάδας για τις ανάγκες της πανδημίας, στο τέλος του 2020 εκτοξεύτηκε στο 208% του ΑΕΠ. Ωστόσο αναμένεται ότι θα ξεκινήσει από φέτος μια σταθερή πορεία αποκλιμάκωσης (στον Προϋπολογισμό προβλέπεται ότι στο τέλος του χρόνου θα μειωθεί στο 199,5%). Προς το παρόν κανείς μέχρι τώρα δεν έχει αμφισβητήσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αφού έχει πολύ χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες μέχρι το 2032. Ταυτόχρονα, οι αγορές συνεχίζουν να μας δανείζουν με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, με τη βοήθεια και της συμμετοχής της Ελλάδας στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Επιπλέον, η αύξηση που είχε το 2020 σε σύγκριση με το 2019 ήταν συμβατή με τις ευρωπαϊκές αποφάσεις για αύξηση των δαπανών με στόχο την κάλυψη αναγκών της πανδημίας.
Αν, λοιπόν, το 2022 το χρέος μπει σε σταθερά καθοδική πορεία μετά την πανδημία και η Ελλάδα πείσει ότι βαδίζει σε μονοπάτι υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, είναι πολύ πιθανό να απαλλαγεί τον επόμενο χρόνο από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας που είχε από το 2018 και να μείνει μόνο στις διαδικασίες ελέγχου του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, όπως και οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Ήδη η Ελλάδα αντιμετωπίζεται όπως και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ και οι τρίμηνες αξιολογήσεις της οικονομίας γίνονται πια σε εξαμηνιαία βάση, όπως ανέφερε η έκθεση για την 8η αξιολόγηση.
Το πιο μεγάλο κέρδος είναι η αναμενόμενη αναθεώρηση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 3,5% του ΑΕΠ στο επίπεδο που πρότεινε από την αρχή το ΔΝΤ, δηλαδή περίπου στο 1,5%-2% του ΑΕΠ −όταν επανέλθουν οι δημοσιονομικοί κανόνες−, αφού όλες οι χώρες της Ε.Ε. θα συνεχίσουν να έχουν προβλήματα και το 2022 και ίσως και το 2023.
Η επαναφορά των δημοσιονομικών κανόνων
Το ερώτημα είναι από πότε θα ισχύσουν οι νέοι δημοσιονομικοί στόχοι. Το θέμα της δημοσιονομικής προσαρμογής μετά την πανδημία είναι βέβαιο ότι θα ανοίξει το αργότερο έως το φθινόπωρο με τη συζήτηση για άρση της ρήτρας συνολικής διαφυγής (general escape clause), δηλαδή της άρσης των δημοσιονομικών στόχων, η οποία θα ισχύει και το 2021. Το ζητούμενο πια είναι αν αυτό θα γίνει το 2022 ή το 2023. Οι αποφάσεις θα εξαρτηθούν κυρίως από τον βαθμό ανάκαμψης που θα έχουν πετύχει οι μεγάλες οικονομίες έως τότε. Υπέρ της παράτασης της ρήτρας είναι (και οι πληροφορίες λένε ότι θα παραμείνουν) η Ε.Ε. αλλά και η ΕΚΤ, που επιμένουν ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα επανέλθουν στα επίπεδα του 2019 το 2022 και −το κυριότερο− ότι η πρόωρη επαναφορά των δημοσιονομικών στόχων θα βλάψει την ανάκαμψη πολλών χωρών της Ευρωζώνης. Βέβαιο είναι ότι για όλη την Ευρωζώνη οι στόχοι για το έλλειμμα και το χρέος έχουν επηρεαστεί αρνητικά από την πανδημία. Με βάση τις τελευταίες επίσημες προβλέψεις της Ε.Ε., το χρέος της Ευρωζώνης θα έφτανε το 101,7% του ΑΕΠ το 2020. Αναμένεται να αυξηθεί στο 102,3% του ΑΕΠ φέτος και στο 102,6% το 2022. Το έλλειμμα, από 8,8% του ΑΕΠ το 2020, αναμένεται να αποκλιμακωθεί αργά στο 6,4% του ΑΕΠ φέτος και στο 4,7% του ΑΕΠ το 2022. Συνεπώς, και τον επόμενο χρόνο η επαναφορά δημοσιονομικών κανόνων θεωρείται αμφίβολη.
Η αναθεώρηση του προγράμματος σταθερότητας
Με δεδομένη τη δυσκολία να επιβάλουν δημοσιονομικούς κανόνες −τουλάχιστον όπως αυτοί ίσχυαν το 2019−, είναι βέβαιο ότι μέσα στο 2021 θα ξεκινήσει και η συζήτηση για την αναθεώρηση σου συμφώνου σταθερότητας, που θεωρείται από κορυφαίους κοινοτικούς αξιωματούχους ως “απαρχαιωμένο” με βάση τις σημερινές συνθήκες. Στη διαδικασία αναθεώρησης η Ελλάδα έχει να περιμένει την αναθεώρηση της ρήτρας που θέλει τα κράτη με χρέος πάνω από το 60% του ΑΕΠ τους να πρέπει να παρουσιάζουν ετήσια μείωση κατά το 1/20. Αυτό σημαίνει ότι μια χώρα με χρέος 100% του ΑΕΠ θα πρέπει να καταφέρνει ετήσια μείωση 5% του ΑΕΠ. Συνεπώς, η Ελλάδα, με χρέος 200% του ΑΕΠ της, θα πρέπει να πετυχαίνει μείωση 10% σε ετήσια βάση, πράγμα λίγο έως πολύ ανέφικτο. Η ρήτρα αυτή, που υιοθετήθηκε όταν το χρέος των κρατών-μελών ήταν πολύ χαμηλότερο, θα εγκαταλειφθεί και θα αντικατασταθεί από μια πιο ρεαλιστική, που θα συνδέει τη μείωση του χρέους με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας σε συνδυασμό και με άλλους διαρθρωτικούς δείκτες που βρίσκονται ακόμη υπό συζήτηση. Κάτι τέτοιο θα δώσει μια βαθιά ανάσα σε χώρες με υψηλό χρέος όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, που αποτελεί και τη μεγάλη ανησυχία της Ευρωζώνης.