Τι πραγματικά συμβαίνει με την ανάπτυξη της οικονομίας και τις επενδύσεις
Από πολλές απόψεις το 2019 κλείνει με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης να είναι ικανοποιημένο. Αυτό άλλωστε καταδεικνύει και το γεγονός ότι δόθηκε και φέτος κοινωνικό μέρισμα, παρά τις αρχικές προβλέψεις ότι ο επιπλέον δημοσιονομικός χώρος είχε εξαντληθεί με τις παροχές που δόθηκαν προεκλογικά, συμπεριλαμβανομένης της πρόωρης καταβολής της 13ης σύνταξης.
Αυτό τον θετικό τόνο έδωσε και η ενδιάμεση έκθεση δημοσιονομικής πολιτικής που έδωσε την Παρασκευή στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος.
Η ΤτΕ εκτιμά ότι ο τελικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2019 θα ξεπεράσει το 1,9% που αυτή τη στιγμή δίνουν ως πρόβλεψη οι εμπειρογνώμονες του Ευρωσυστήματος, ενώ για τις δύο επόμενες χρονιές, το 2020 και το 2021 η πρόβλεψη της κεντρικής τράπεζας είναι για ακόμη πιο έντονους ρυθμούς ανάπτυξης, στο 2,4% και 2,5% αντίστοιχα.
Οι ρυθμοί αυτοί φαντάζουν εντυπωσιακοί εάν τους συγκρίνουμε με τους αντίστοιχους των ηγετικών χωρών της ευρωζώνης που είναι σε μια τροχιά σχεδόν υφεσιακή, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την κάποτε ατμομηχανή Γερμανία.
Την ίδια ώρα ο πληθωρισμός παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, ενώ ως προς τα δημοσιονομική η πρόβλεψη της ΤτΕ είναι ότι θα επιτευχθεί και για το 2020 ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%.
Την ίδια ώρα μια από τις πιο μεγάλες ανοιχτές πληγές της ελληνικής οικονομίας, αυτή που αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δείχνει να οδεύει προς επούλωση. Ήδη είχαμε το 2019 μια μείωση κατά 10,6 δισεκατομμύρια του συνολικού όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η κατάσταση μπορεί να γίνει ακόμη καλύτερη με το που τεθεί σε εφαρμογή του σχέδιο «Ηρακλής» που έχει ως στόχο στο τέλος του 2021 το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως προς το σύνολο των δανείων στην ελληνική οικονομία να έχει υποχωρήσει κάτω του 20% από 42,1% που ήταν τον Σεπτέμβριο του 2019.
Συνεχίζονται τα θετικά σημάδια στην απασχόληση
Την ίδια ώρα συνεχίστηκε η υποχώρηση της ανεργίας που τον Σεπτέμβριο του 2019 είχε υποχωρήσει στο 16,8% από 18,8% έναν χρόνο πριν, με την ανεργία των νέων να υποχωρεί από το 38,1% στο 32,4%. Αντίστοιχα, έχει σημασία ότι στο πρώτο εξάμηνο του 2019 η μακροχρόνια ανεργία, που κατεξοχήν φθείρει τις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού, είχε υποχωρήσει στο 12,2% του εργατικού δυναμικού από 14,1% έναν χρόνο πριν.
Όλα αυτά συνδυάστηκαν με αυξητικές τάσεις και σε άλλα πεδία όπως ήταν η αυξανόμενη εισερχόμενη κίνηση που συνδυάστηκε και μια αύξηση της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι, που ήταν και μία από τις βασικές επιδιώξεις του ελληνικού τουρισμού, ενώ φάνηκε και μια αύξηση της τουριστικής δαπάνης από κρίσιμες κατηγορίες επισκεπτών (όπως οι επιβάτες από ΗΠΑ και Ρωσία).
Όλα αυτά συνδυάζονται και με την αύξηση της κίνησης και της δραστηριότητας σε κρίσιμους κλάδους, που στο παρελθόν έχουν συμβάλει τη διαμόρφωση αναπτυξιακών δυναμικών, όπως είναι η αγορά ακινήτων.
Την ίδια στιγμή αποδείχθηκε ότι η αύξηση του εργασιακού κόστους που ήρθε ως αποτέλεσμα της αύξησης του κατώτατου μισθού και της κατάργησης του υποκατώτατου δεν ανέκοψε την όποια αναπτυξιακή δυναμική μπορεί να υπάρχει στην ελληνική οικονομία, ενώ ούτως ή άλλως όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η σχετική αύξηση της ζήτησης και μέσα από την αύξηση της απασχόλησης είναι παράγοντας που ενισχύει αναπτυξιακές τάσεις.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες δείκτες που αποτυπώνουν το επιχειρηματικό κλίμα, όπως o δείκτης PMI παραμένουν σε θετική κατεύθυνση.
Οι προκλήσεις από το εξωτερικό περιβάλλον
Όμως την ίδια στιγμή η ενδιάμεση έκθεση για τη νομισματική πολιτικής της Τραπέζης της Ελλάδος υπογραμμίζει και τους κινδύνους και τις αρνητικές πιέσεις που έρχονται από το εξωτερικό.
Καταρχάς επισημαίνει τα αίτια που σήμερα συντείνουν στην επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας. Την αύξηση της αβεβαιότητας που προκαλεί το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη αποτραπεί η επιστροφή σε έναν ορισμένο εμπορικό προστατευτισμό, τη μείωση της δραστηριότητας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, την υποχώρηση κρίσιμων κλάδων στην Ευρωζώνη, την ωρίμανση του οικονομικού κύκλου, τη μετάβαση της κινεζικής οικονομίας σε ένα πιο ισόρροπο πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης.
Όμως, μια επιβράδυνση της παγκόσμια οικονομίας θα έχει επιπτώσεις και στην Ελλάδα. Μπορεί να μην έχουμε το βαθμό εξωστρέφειας άλλων οικονομιών (δεν είμαστε μια χώρα που κατεξοχήν στηρίζεται στην αύξηση των εξαγωγών), όμως τομείς που έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο όπως ο τουρισμός μπορούν να επηρεαστούν από μια επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας.
Σημειώνουμε εδώ ότι τα στοιχεία της ΤτΕ για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφανίζουν υποχώρηση των συνολικών εξαγωγών αγαθών για τον Οκτώβριο του 2019 σε σχέση με το αντίστοιχο μήνα του 2018, όμως αυτό οφειλόταν στα καύσιμα. Οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν. Όμως, ακόμη και έτσι η συνολική τους συμβολή στην ανάπτυξη παραμένει εντός ορίων. Δεν είναι τυχαίο ότι η βελτίωση στο έλλειμμα ισοζυγίου αγαθών προήλθε κυρίως από τη μείωση των εισαγωγών.
Το ερώτημα της ανάπτυξης
Την ίδια ώρα η έκθεση επισημαίνει και τα όρια του μοντέλου ανάπτυξης. Για παράδειγμα έχει μεγάλη σημασία η διαπίστωση ότι σε σύγκριση με την ευρωζώνη, η μεταποίηση στην Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη συμβολή στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της συνολικής οικονομίας και ότι μπορεί να έχουμε βελτίωση ως προς την ελληνική μεταποίηση αλλά εξακολουθεί να έχει μικρότερη συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ούτε είναι χωρίς σημασία ότι παρότι ως προς το κόστος εργασίας η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει βελτιωθεί δεν ισχύει το ίδιο για τους συνολικούς όρους της ανταγωνιστικότητας.
Δεν είναι τυχαίο μάλιστα εξακολουθούμε να μην έχουμε ένα πραγματικό κύμα επενδύσεων σε παραγωγικούς κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτό φαίνεται και από το ότι θεωρούμε ακόμη «εμβληματικές» επενδύσεις αυτές που αφορούν κατά βάση το real estate, όπως είναι για παράδειγμα η μεγάλη επένδυση στο Ελληνικό.
Εάν το συνδυάσουμε αυτό και με τη διαπίστωση ότι συνεχίζεται το brain drain κατανοούμε ότι εξακολουθούμε να απέχουμε από ένα αναπτυξιακό μοντέλο που να στηρίζεται λιγότερο σε παραδοσιακές ατμομηχανές όπως ο τουρισμός ή στη συγκυριακή αύξηση της κίνησης στην αγορά ακινήτων και περισσότερο στην εξειδίκευση, την υψηλή τεχνολογία και την παραγωγικότητα της εργασίας.
Για να το πούμε διαφορετικά το ερώτημα για την ανάπτυξη στη χώρα θα αρχίσει πραγματικά συζητιέται όταν ξεπεράσουμε το στάδιο του να συζητάμε απλώς για την όποια αύξηση του ΑΕΠ.