Θα ζούμε για να δουλεύουμε ως τα γεράματα; Οι παρενέργειες στην αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης
![Θα ζούμε για να δουλεύουμε ως τα γεράματα; Οι παρενέργειες στην αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης](https://i0.wp.com/www.politica.gr/wp-content/uploads/2025/02/3749aaa8ee129d7e919bddcc7e09cd36_L-2.jpg?quality=92&fit=1310%2C900&ssl=1)
Μαζί με τη λέξη-μπαμπούλα που ακούει στο όνομα «δημογραφικό», η λύση που αναμασάται σαν καραμέλα είναι η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Η αύξηση των συνταξιούχων εις βάρος των ασφαλισμένων – μια αναλογία που σήμερα είναι 1 προς 1,66 – θεωρείται βόμβα στα θεμέλια του συνταξιοδοτικού συστήματος. Η παράταση του εργάσιμου βίου, ακόμα και μετά τα 70 χρόνια, προβάλλεται ως μονόδρομος. Ωστόσο διεθνείς έρευνες αποδεικνύουν ότι όχι μόνο δεν είναι πανάκεια, αλλά μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα καλείται να λύσει.
Η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι πλέον στα 67 έτη για άντρες και γυναίκες (ή στα 62 με 40 έτη ασφάλισης).
Όπως προβλέπει η μνημονιακή «ρήτρα προσδόκιμου ζωής», τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης θα επανεξετάζονται ανά τριετία και θα αυξάνονται εφόσον κριθεί ότι ζούμε περισσότερα χρόνια. Μέχρι τώρα τη «γλιτώσαμε», αφενός επειδή το 2022 αυξήθηκαν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, αφετέρου επειδή λόγω κορονοϊού το προσδόκιμο ζωής μετά τα 65 έτη μειώθηκε.
Από το 2027 και μετά όμως, ο πέλεκυς έρχεται. Κατά καιρούς ο υφυπουργός Εργασίας Πάνος Τσακλόγλου διαβεβαιώνει ότι μέχρι τότε δεν θα υπάρξει αλλαγή. Όμως, όπως αναμένεται, εντός του 2026 θα επανεξεταστούν οι ηλικίες εξόδου στη σύνταξη και αν ο «αλγόριθμος» δείξει αύξηση του προσδόκιμου ζωής μετά τα 65, τότε τα όρια θα αυξηθούν, στα 68,5 για πλήρη σύνταξη. Ανστίστοιχα, οι προβλέψεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, δείχνουν αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης ακόμα και μετά τα 73,5 χρόνια για τη γενιά που εισέρχεται τώρα στην αγορά εργασίας.
Η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης επιτείνει τις ανισότητες
Η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και η σύνδεσή τους με το δημογραφικό αποτελεί παγκόσμια τάση. Συνήθως αναφέρεται ως η πλέον ενδεδειγμένη λύση για τη θωράκιση των συνταξιοδοτικών ταμείων, που δοκιμάζονται όσο επιτείνεται η γήρανση του πληθυσμού.
Όπως υποστηρίζει επιστημονική έρευνα, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Journal of the Economics of Ageing», η παραμονή στη δουλειά σε προχωρημένη ηλικία δεν είναι πάντα λύση και σίγουρα δεν είναι λύση για όλους.
Βασισμένη σε στατιστικά στοιχεία για το εργατικό δυναμικό των ΗΠΑ, η καθηγήτρια του Χάρβαρντ Λίντα Μπέρκμαν, υποστηρίζει ότι για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού το να διατηρήσουν την εργασία τους μετά τα 60 είναι δύσκολο ως αδύνατο. Στη χώρα που υπήρξε η πρώτη διδάξασα της νεοφιλελεύθερης συνταγής της επιμήκυνσης του εργάσιμου βίου, το 50% των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας δεν είχαν σταθερή και μόνιμη απασχόληση καθ’ όλη της διάρκεια της 6ης δεκαετίας της ζωής τους – από τα 50 ως τα 60 έτη.
Στην ίδια μελέτη αποδεικνύεται ότι οι πολιτικές που καθυστερούν την αποχώρηση από την εργασία, επιδεινώνουν τις ήδη υφιστάμενες ταξικές, φυλετικές και έμφυλες ανισότητες.
Η έρευνα καταλήγει ότι χωρις μέτρα για καλύτερες και πιο καλοπληρωμένες δουλειές, για τους νέους και για τους μεσήλικες, και χωρίς αναβάθμιση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ. Το περιοδικό Fortune αντίστοιχα αναφέρει ότι μπορεί να μειωθούν τα έξοδα για συντάξεις γήρατος, αλλά όσο οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι – ιδίως οι πιο φτωχοί – θα σακατεύονται στη δουλειά, θα αυξηθούν οι αιτήσεις – άρα και τα έξοδα – για επιδόματα αναπηρίας λόγω εργασιακών παθήσεων. Η λύση βέβαια κι εδώ είναι απλή: Ας τους να αρρωστήσουν και μετά μην τους δίνεις τίποτα. Η μετα-θατσερική Αγγλία το κάνει ήδη πράξη, όπως αποτύπωσε ο Κεν Λόουτς στο, δυστυχώς απόλυτα ρεαλιστικό, «Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ».
Δουλειά ως τα βαθιά γεράματα
Η επικρατούσα αντίληψη είναι η εξής: Το να εργάζεται κανείς περισσότερο είναι μια λύση που συμφέρει την κοινωνία, τους εργοδότες και τους εργαζόμενους. Θα μπορούσε να μειώσει το κόστος των συνταξιοδοτικών παροχών για έναν γηράσκοντα πληθυσμό, να προσφέρει μια μεγαλύτερη δεξαμενή έμπειρου εργατικού δυναμικού και να στηρίξει την οικονομική ασφάλεια των ασφαλισμένων. Η ιδέα ότι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής θα πρέπει να μεταφράζεται σε μεγαλύτερη διάρκεια εργάσιμου βίου έχει γίνει κυρίαρχη πολιτική.
Η πραγματικότητα όμως δείχνει μια άλλη εικόνα. Από τη μία πλευρά, οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας, οι ευθύνες φροντίδας της οικογένειας, η κακή υγεία και οι ηλικιακές διακρίσεις, καθιστούν πιο δύσκολη τη διατήρηση σταθερής απασχόλησης από μια ηλικία και μετά. Αυτό ισχύει διπλά για όσους δουλεύουν σε χειρωνακτικές και χαμηλά αμοιβόμενες εργασίες.
Από την άλλη, πολλοί εργαζόμενοι με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα δεν θα «αντέξουν» ποτέ οικονομικά να συνταξιοδοτηθούν, και αναγκάζονται να δουλεύουν ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία. Όσοι παίρνουν την ελάχιστη σύνταξη δεν έχουν κανένα δίχτυ ασφάλειας, ενώ οι δουλειές που είναι διαθέσιμες για άτομα σε ηλικία συνταξιοδότησης είναι συχνά κακοπληρωμένες, επισφαλείς και βάζουν σε δοκιμασία την ήδη επιβαρυμένη υγεία.
Η ελληνική εμπειρία
Είναι προφανές ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αναζητούν τρόπο για να μετακυλήσουν το κόστος δημογραφικού στη «γηραιά ήπειρο» στους ίδιους τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους, είτε αυξάνοντας τα όρια ηλικίας είτε μειώνοντας τις συντάξεις και τις συνταξιοδοτικές δαπάνες, επισημαίνει νέα έρευνα της Ένωσης για την υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝΥΠΕΚΚ).
Όσο βρίσκεται σε ισχύ η «ρήτρα προσδόκιμου», οι νεότερες ηλικίες και αυτές που θα μπουν στην αγορά εργασίας τα προσεχή χρόνια, θα κληθούν να διαθέτουν πάνω από 40 χρόνια πραγματικής εργασίας προκειμένου να εξέλθουν στη σύνταξη από το 68ο μέχρι το 72ο έτος της ηλικίας τους τις επόμενες δεκαετίες.
Σε ό,τι αφορά το επιχείρημα, ότι η παράταση του εργάσιμου βίου θα βοηθήσει στο δημογραφικό, η ΕΝΥΠΕΚΚ παρατηρεί ότι στην πράξη συμβαίνει το αντίθετο. Μάλιστα, με βάση την ανάλυσή της, η κατακόρυφη μείωση των γεννήσεων την περίοδο 2011-2024 συνδέεται με την κατάργηση της δυνατότητας των γονέων (ανδρών και γυναικών) να κάνουν χρήση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων.